ΤΟ ΒΗΜΑ –ΤΗΕ NEW YORK TIMES

Η περασμένη Παρασκευή ήταν μια καλή μέρα για την Ομοσπονδιακή Γερμανία. Το Μπούντεσρατ ή Άνω Βουλή της χώρας ψήφισε πρόταση να κηρυχτεί παράνομο το ακροδεξιό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα επειδή υπονομεύει τη συνταγματική τάξη με τις «αντισημιτικές, ρατσιστικές και ξενοφοβικές του απόψεις». Το κόμμα, γνωστό με τα γερμανικά του αρχικά NPD, λυπάται για την ήττα των Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέλει να βγάλει τη Γερμανία απ’ το ΝΑΤΟ και επιδιώκει να στείλει τους μετανάστες «σπίτια τους».
Ωστόσο η Μπούντεσρατ, που ελέγχεται από την αντιπολίτευση, δίνει μια μάχη εντελώς λανθασμένη. Οι πιθανότητες το Συνταγματικό Δικαστήριο να υποστηρίξει την απαγόρευση και να κρίνει πως το NPD απειλεί την δημοκρατία της Γερμανίας είναι λίγες. Μόνο δυο κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Δυτικής Γερμανίας και ο άμεσος διάδοχος του Ναζιστικού Κόμματος, έχουν κηρυχτεί παράνομα κι αυτό συνέβη πριν παραπάνω από μισόν αιώνα.
Αν το NPD επιβιώσει, θα είναι πιο ισχυρό από ποτέ.
Το κόμμα, που ιδρύθηκε το 1964, βρισκόταν στο περιθώριο στη Δυτική Γερμανία. Μετα την ενοποίηση των δυο Γερμανιών το 1990, έζησε μια πρόσκαιρη αναβίωση στην πρώην Ανατολική Γερμανία ανάμεσα στον νεανικό, απογοητευμένο και άνεργο πληθυσμό. Σήμερα, έχει περίπου 6.000 μέλη και διατηρεί έδρες σε μόλις δυο τοπικά κοινοβούλια. Το NPD εκπροσωπεί περίπου το 1% του εκλογικού σώματος της Γερμανίας και δεν έχει καμία ελπίδα να μπει στη Βουλή.
Οι πιο προβεβλημένοι γερμανοί πολιτικοί προσπάθησαν ήδη από την περασμένη δεκαετία να κηρυχτεί παράνομο το NPD επειδή υπονόμευε το σύνταγμα. Η υπόθεση κατέρρευσε μπροστά στο Συνταγματικό Δικαστήριο όταν αποκαλύφθηκε πως χαφιέδες των μυστικών υπηρεσιών είχαν παρεισφρήσει στην ηγεσία του NPD, καθιστώντας αδύνατο το διαχωρισμό των αληθινών προθέσεων του κόμματος από τις κρατικές προσπάθειες να τεθεί εκτός νόμου.
Η νέα πίεση να απαγορευτεί ακολούθησε την ανακάλυψη, πέρσι, μιας δολοφονικής νεοναζιστικής κυψέλης που διατηρούσε επαφές με μέλη του NPD. Όπως παρατήρησε και η υπουργός Δικαιοσύνης, Σαμπίνε Λοϊτχόισερ-Σναρενμπέργκερ, «δεν αρκεί να αποδειχτεί πως το NPD ασκεί κριτική στην συνταγματική τάξη της Γερμανίας. Προκειμένου να τεθεί εκτός νόμου, το κόμμα πρέπει να αντιμάχεται την τάξη αυτή με δραστήριο και επιθετικό τρόπο».
Είναι αστείο να υποστηρίξει κάποιος πως ένα κόμμα τόσο μικρό και τόσο αντιδημοφιλές όσο το NPD μπορεί να απειλήσει με κάποιο τρόπο την ισχυρή δημοκρατία στη Γερμανία. Το γεγονός δε, πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την απόφαση από το Συνταγματικό Δικαστήριο, αποτελεί την καλύτερη ένδειξη της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας των δημοκρατικών θεσμών στη Γερμανία.
Ακόμη κι αν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ του ψηφίσματος της Άνω Βουλής, το NPD μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκειμένου να υποστηρίξει πως η απαγόρευση αυτή παραβιάζει το ελεύθερο δικαίωμα των Γερμανών στο συνέρχεσθαι -με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής να τονώσει την εικόνα του. Στην δυσάρεστη αυτή περίπτωση, η πρακτική ωφέλεια είναι μικρή. Μέλη του NPD θα μπορούσαν να ενταχθούν σε άλλες ακροδεξιές παρατάξεις όπως το αντιμεταναστευτικό κόμμα «Η Δεξιά» (Die Rechte), ενώ άλλοι θα μπορούσαν να κινηθούν ανεξέλεγκα και υπογείως.
Με τις εθνικές εκλογές να πλησιάζουν το επόμενο φθινόπωρο, η απόπειρα να βγάλουν από τη μέση το NPD «μυρίζει» πολιτικά κίνητρα. Η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ έχει λίγα περιθώρια επιλογών: η κυβέρνηση της πρέπει να υποστηρίξει το σκοπό αυτό. Άλλωστε, τα δυο τρίτα των Γερμανών υποστηριζουν την απαγόρευση του NPD.
Ασφαλώς τα ακροδεξιά κόμματα αποτελούν μάστιγα για πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Αλλά η απόπειρα να τεθούν εκτός νόμου δεν συμβάλλει στην προσπάθεια να ξεριζωθεί ο σωβινισμός ή να σταματήσει η ρατσιστική βία. Το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως οι πολιτικοί μιας χώρας αναλαμβάνουν δράση.
*O Lucian Kim είναι ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας New Yοrk Times στο Βερολίνο.