Πρώτα ο άνθρωπος. οι επιθυμίες και οι ενοχές του. «Καλά εγώ μια ζωή όλο ενοχές ήμουνα, γιατί όλα τα απαγορευμένα μού άρεσαν: οι γυναίκες, το κρασί, οι πενιές. Ρε γαμώτο, ποτές δεν μπόρεσα να καταλάβω, πως να πούμε ταίριαζε να ’μαστε επαναστάτες, δηλαδή άνθρωποι που καιγόμαστε από πάθος για τη ζωή, ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου με τον άνθρωπο και τη λευτεριά του, να τραβάμε χαμογελώντας για το εκτελεστικό απόσπασμα, να υπομένουμε βασανιστήρια, φυλακές, κακό και να ’μαστε νερουλοί, νερόβραστοι, χωρίς φωτιά μέσα μας, σ’ όλη μας τη ζωή χωρίς πάθος, χωρίς ένα φάλτσο, νότες πειθήνιες μέσα στο πεντάγραμμο που ακούνε μονάχα τον μαέστρο».

Μετά, η τωρινή εποχή και η αντίφασή της: «Οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δυστυχώς, να καταλάβουν, τι σημαίνει ζωή. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν, κι όταν φτάνει το ηλιοβασίλεμα, αντί να κλαίνε γιατί πέρασε άλλη μια μέρα, και συνεπώς άλλο ένα βήμα προς τον θάνατο, χαίρονται. Χαίρονται! Γιατί η μέρα τους ήταν φορτωμένη με οδύνη, με άγχος, με κυνηγητό, με προβλήματα…».

Και στο τέλος, ο θάνατος. Την προηγούμενη εβδομάδα συνέβησαν πολλά πράγματα. Επιχειρήσεις έκλεισαν, μειώσεις ζητήθηκαν από εργαζομένους, τα γραφεία Τύπου της κυβέρνησης επιμένουν πως έρχεται η ανάπτυξη, άνθρωποι πιέστηκαν λίγο ακόμη, άνθρωποι μισήθηκαν λίγο ακόμη και ένας σημαντικός άνθρωπος πέθανε.

Ο Χρόνης Μίσσιος, στα 82 του, γεμάτος από μια ζωή η οποία ξεκίνησε με αγώνες και συνεχίστηκε με φυλακές, ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στη Β΄ Δημοτικού, μπήκε στην Αντίσταση και από το 1947 μέχρι το 1973 πέρασε τη ζωή του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο, στον Αη Στράτη, στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και στον Κορυδαλλό, και έμαθε να διαβάζει «από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, όταν ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ», πέθανε. Εμαθε να διαβάζει στη φυλακή, αλλά η συγκρότηση του λόγου του, η βαθιά σκέψη του και η ποιητική (αλλά όχι κραυγαλέα) γραφή του έκανε τα βιβλία του, το «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε; » και το «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», οάσεις ψυχραιμίας και λογικής σε μια χώρα που δεν φημίζεται για αυτές τις αρετές.

Για να τον συναντήσει κανείς έπρεπε να ταξιδέψει λίγο έξω από την Αθήνα, να ανεβεί σε χωματόδρομους και να φτάσει στο Μικροχώρι Αττικής, όπου σε υποδεχόταν με ένα τσιγάρο στο στόμα και τα τρία σκυλιά του να τον ακολουθούν. Είχε επιλέξει να ζει μακριά από την πόλη, αλλά το πώς την έβλεπε από μακριά ήταν πολύ πιο καίριο από όσους ζουν στον θόρυβό της. Εχει σημασία οτιδήποτε έχει πει. Γιατί δεν ήταν θιασώτης μιας εύκολης επαναστατικής ρητορικής που διαπερνά την κοινωνία, αλλά οτιδήποτε έλεγε ήταν ζυμωμένο με τις κατάλληλες δόσεις «πιάτσας», ζωής και σοφίας.

Η λογική του ήταν τόσο σπάνια, που αξίζει να διαβαστεί ξανά και ξανά. Είχε να πει για τα επεισόδια στην πόλη: «Λέω καμιά φορά, σ’ αυτά τα παιδιά, που τρέχουν στις διαδηλώσεις και χτυπιούνται με τους μπάτσους και μετά τους πλακώνουν με τα χημικά σαν να ’ναι κατσαρίδες, “τι πάτε και σκοτώνεστε μες στους δρόμους και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπαιδίου και να κάνετε μια φάρμα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια, και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;”».

Για τη συγχώρεση και το μίσος της εποχής: «(…) Οταν μετά τη δικτατορία αποφυλακίστηκα, δούλευα σε μια επιχείρηση. Κάποιος με ζητούσε επίμονα. Τον κοιτώ, με κοιτά, ήταν ένας από τους βασανιστές μου στην ασφάλεια “Τι συμβαίνει; Πώς από εδώ; ” ρωτώ. “Ρε συ Χρόνη, να… ντρέπομαι κιόλας, αλλά έχω έναν γιο, και δεν έχει δουλειά. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;”. Πιάσαμε την κουβέντα. Μετά πήγαμε στη “Σμαρώ”, ένα ουζερί στην Καισαριανή, τα ήπιαμε και κλαίγαμε και οι δυο. Κοίτα να δεις. Οταν είσαι επαναστάτης, και μάλιστα ρομαντικός, για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτή την κρεατομηχανή που σε περνά η εξουσία, πρέπει να φυλάξεις τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά σου σαν το ακριβότερο άρωμα. Να μην πέσεις στο επίπεδό τους. Μόνον αυτό σε σώζει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι που σε κάνει άνθρωπο μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Αν βγαίναμε από τα πηγάδια που μας είχαν ρίξει φορτωμένοι με χειροβομβίδες και μαχαίρια, θα ήμαστε μία από τα ίδια…».

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε το 1930 και πέθανε την περασμένη Τρίτη. Εζησε, αγωνίστηκε, πιέστηκε, αντιστάθηκε, έχασε, αλλά δεν υποτάχθηκε, απογοητεύτηκε, συγχώρεσε και ξανασηκώθηκε. Δεν μίσησε, δεν κρύφτηκε, δεν λαΐκισε, δεν ανέχθηκε να του περιορίσουν την αξιοπρέπεια. Ποτέ δεν ξέχασε τι ήταν: Ανθρωπος.