Η αναμενόμενη (αμήν και πότε) ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις ελληνικές Αρχές και την τρόικα για την αναθεώρηση του μνημονίου, (δηλαδή των όρων της δανειακής σύμβασης που έχει συνάψει η Ελλάδα με τους διεθνείς δανειστές της), είναι ένας σημαντικός σταθμός στις προσπάθειες της χώρας για την παραμονή της στο ευρώ. Ωστόσο δεν σηματοδοτεί το τέλος των διαπραγματεύσεων.

Και αυτό, διότι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, έχουν λίγο-πολύ καταλήξει όλες οι χώρες της ευρωζώνης είναι ότι χωρίς την πολιτική ένωσή τους το ευρώ δεν έχει μέλλον. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα κράτη της ζώνης του ευρώ τείνουν να αποδεχτούν πως αναγκαίος όρος για την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος είναι να παραχωρήσουν στις Βρυξέλλες ένα ακόμη κυριαρχικό δικαίωμα: αυτό της κατάρτισης και της υλοποίησης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού τους.

Σε απλά ελληνικά όλα αυτά σημαίνουν ότι νυν και αεί (δηλαδή για καμιά εικοσαριά χρόνια) η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό καθεστώς μνημονίου. Αν όχι de jure, σίγουρα de facto. Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι χώρες της ευρωζώνης τείνουν σήμερα προς την ομοσπονδιακού χαρακτήρα διαχείριση των δημοσίων οικονομικών τους είναι η διαπίστωση της απόλυτης αδυναμίας τους να διαχειριστούν από κοινού την κρίση της τελευταίας πενταετίας. Μια κρίση που διεύρυνε το χάσμα (που προϋπήρχε) ανάμεσα στον «πειθαρχημένο» Βορρά και τον «χαλαρό» Νότο της Ευρώπης.

Βασικός στόχος της σχεδιαζόμενης, προς το παρόν, νέας «σιδηράς» διακυβέρνησης της ευρωζώνης είναι η σταδιακή συρρίκνωση των δημοσίων χρεών, ούτως ώστε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ να μην υπερβαίνουν το 60%. Προς τον σκοπό αυτό οι ιθύνοντες της ευρωζώνης δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης και των εθνικών πρωτευουσών το οποίο μέσω αυτόματων παρεμβάσεων και σταδιακών κυρώσεων θα καθιστά στο μέλλον αδύνατους τους δημοσιονομικούς εκτροχιασμούς.

Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις της Eurostat το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα κλείσει το 2012, παρά τα μέτρα των τελευταίων ετών, περί το 160% του ΑΕΠ. Με βάση τις τάσεις στις άλλες προβληματικές χώρες της ευρωζώνης και χωρίς τα μέτρα της τελευταίας διετίας, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα προσέγγιζε ακόμη και το 200%. Στην περίπτωση που η Ελλάδα είχε φύγει από το ευρώ, το χρέος της θα είχε εκτοξευθεί σε απροσδιόριστα ύψη.

Κατά το μνημόνιο, (αλλά και με βάση τους περισσότερους οικονομικούς εμπειρογνώμονες), για να έχει στο ορατό μέλλον μια χώρα όπως η Ελλάδα ελπίδες επιστροφής για δανεισμό στις αγορές (που είναι το βασικό ζητούμενο) θα πρέπει από σήμερα να διασφαλίσει ότι, πάση θυσία το 2020 το δημόσιο χρέος της θα κινείται περί το 120% του ΑΕΠ της. Παράλληλα, θα πρέπει να δημιουργήσει την εικόνα ότι αν μακροπρόθεσμα όλα πάνε καλά, περί το 2030 θα μπορούσε να επιτύχει τη συρρίκνωσή του στο 60%, δηλαδή στο όριο που έθεσε η ΕΕ προ εικοσαετίας στο Μάαστριχτ.

Στην πράξη, και κάπως σχηματικά, η συρρίκνωση του ελληνικού χρέους από το 160% του ΑΕΠ στο 60% σημαίνει ότι ο κάθε Ελληνας θα πρέπει να κάνει «τα κουμάντα του», γνωρίζοντας πως μέσα στα επόμενα χρόνια θα πρέπει τρόπον τινά να ζήσει έναν χρόνο χωρίς κανένα εισόδημα. Θα πρέπει δηλαδή «να τρώει από τα έτοιμα», αφού σήμερα είναι πλέον ξεκάθαρο πως όλοι όσοι του έλεγαν ότι «λεφτά υπάρχουν» τον κορόιδεψαν, αποκρύπτοντάς του το μεγάλο τίμημα που έπρεπε ο καθείς να καταβάλει εξαιτίας της άτυπης μεν, υπαρκτής δε, πτώχευσης του ελληνικού κράτους.

Το άπλωμα αυτού του άχθους σε βάθος χρόνου, κατά τρόπον ώστε να υποφέρουν το δυνατόν ολιγότερο όσοι δεν έχουν «έτοιμα», είναι το βασικό διακύβευμα των διαπραγματεύσεων με τη τρόικα. Ομως οι διαπραγματεύσεις αυτές, πέραν των δυσκολιών που έχει κάθε διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δανειστή και δανειζόμενο, αντιμετωπίζουν δύο μείζονα προβλήματα:

– To πρώτο είναι οι εγγενείς δυσκολίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο του οποίου τα πολιτικά κόμματα έχουν εθιστεί να λένε πρωτίστως τι δεν θέλουν και δευτερευόντως τι θέλουν.

– Το δεύτερο είναι η επικράτηση στους κόλπους των δανειστών αντιλήψεων που χαρακτηρίζονται από άκρατο οικονομικό φιλελευθερισμό και συντηρητικές αντιλήψεις.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι οι μεν ελληνικές πολιτικές δυνάμεις να εμφανίζονται ως υπερασπιστές προτύπων λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας που οδήγησαν το ελληνικό κράτος σε πτώχευση, η δε τρόικα να εμφανίζεται ως φορέας αντιλήψεων που αν δεν υποδαύλισαν, σίγουρα δεν εμπόδισαν το ξέσπασμα στην Ευρώπη της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε μεταπολεμικά.

Η δημιουργία ενός μπλοκ που συγκροτείται από όλους όσοι εμμένουν πως «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα» και ενός μπλοκ που συγκροτείται από Ευρωπαίους «ταλιμπάν της λιτότητας» κάθε άλλο παρά συμφέρει την Ελλάδα. Οξύνει την καχυποψία και ενισχύει όλους όσοι – κυρίως στους κόλπους της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας – εξακολουθούν να εμμένουν ότι η καλύτερη λύση για την υπέρβαση της κρίσης θα ήταν η έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Αψευδής μάρτυρας η – εσχάτως πλούσια απ’ ότι φαίνεται – αλληλογραφία των ελληνικών Αρχών με τις αντίστοιχες γερμανικές, όπου οι τελευταίες θεωρούν αναγκαίο να είναι και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνδικαιούχος στον ειδικό λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στην Τράπεζα της Ελλάδας με αντικείμενο την απόσβεση του ελληνικού χρέους.

Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, που θα ακολουθήσουν μετά την αναμενόμενη επίτευξη συμφωνίας για το αναθεωρημένο μνημόνιο, είναι βέβαιο πως ανάλογες προτάσεις θα επανέλθουν. Και αυτό, διότι η Γερμανία θα κληθεί εκ νέου να συνεισφέρει τη μερίδα του λέοντος για να καλυφθούν οι τρύπες που δημιουργούνται, είτε λόγω της αδυναμίας της τρόικας να εκτιμήσει το πραγματικό βάθος της ύφεσης στην Ελλάδα, είτε λόγω της αδυναμίας της Ελλάδας να προωθήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, είτε ακόμη, λόγω της επιζητούμενης από την Ελλάδα επιμήκυνσης των χρόνων επίτευξης του μνημονίου.

Για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα εξακολουθεί να δίνει την εικόνα μιας αναξιόπιστης χώρας που ενώ συμφωνεί επί της αρχής ότι πρέπει να λάβει μέτρα υπαναχωρεί όταν φθάνει στην εξειδίκευση τους, για άλλο τόσο χρονικό διάστημα η Γερμανία θα εξακολουθεί να παρέχει τη βοήθειά της με το σταγονόμετρο και στο «παρά πέντε». Ανεξαρτήτως των ευθυνών της Ελλάδας πρόκειται για την πολιτική μιας μυωπικής και ανιστόρητης γερμανικής πολιτικής ηγεσίας η οποία ενδιαφέρεται πρωτίστως για την τσέπη των Γερμανών και η οποία ελπίζει πως θα καταφέρει να επιβάλει στην Ευρώπη το ομολογουμένως επιτυχημένο, κατά τα άλλα, γερμανικό οικονομικό μοντέλο χωρίς η σύγχρονη Γερμανία να επωμισθεί το κόστος της επιτυχίας της.

Προς το συμφέρον της Ελλάδας είναι να πάψει να προσφέρει στη Γερμανία άλλοθι που δικαιολογούν ανάλογες συμπεριφορές. Για την Ελλάδα οι μάχες οπισθοφυλακής σε μια περίοδο που η Ευρώπη ετοιμάζεται για άλματα προς τα εμπρός δεν έχουν κανένα νόημα. Η «παλιά Ελλάδα», αυτή η ειδική περίπτωση δυτικής χώρας που μετά τον πόλεμο «βάρεσε» έναν εμφύλιο, μια δικτατορία και μια πτώχευση, τελειώνει. Το θέμα είναι τι ακολουθεί.