Η ελληνική κρίση δημοσιονομικού χρέους και η με αυτήν συνδεόμενη υπογραφή του «Μνημονίου» από την Ελληνική Κυβέρνηση, έθεσε τους εθνικούς φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς τα τρία τελευταία χρόνια ενώπιον μιας αγωνιώδους προσπάθειας αναζήτησης και αύξησης των φορολογικών εσόδων.

Υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών της χώρας μας για σύλληψη φορολογητέας ύλης, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες αποκατάστασης της φορολογικής δικαιοσύνης, το Υπουργείο Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ) κινήθηκε κατ’ αρχάς προς την κατεύθυνση επαναπατρισμού των κεφαλαίων μέσα από τη θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων. Το συγκεκριμένο μέτρο δεν απέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα τόσο κατά την πρώτη, όσο και κατά τη δεύτερη φάση της εφαρμογής του, καθώς η προκληθείσα τους τελευταίους μήνες αβεβαιότητα ως προς την πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδας ή την ενδεχόμενη έξοδό της από την Ευρωζώνη, όχι μόνον αποθάρρυνε τον επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων από τους «ασφαλείς λιμένες» των Πιστωτικών Ιδρυμάτων του εξωτερικού, αλλά αντιθέτως ώθησε πολλούς Έλληνες καταθέτες προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και στην εξαγωγή μεγάλων χρηματικών ποσών σε Πιστωτικά Ιδρύματα εκτός Ελλάδος, όπως είναι εκείνα που εδρεύουν στην επικράτεια της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

Μολονότι το πραγματικό ύψος των ελληνικών καταθέσεων σε ελβετικές Τράπεζες δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με ακρίβεια ελλείψει έγκυρων και αξιόπιστων στοιχείων προς τούτο, εντούτοις κατά τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις των στελεχών του ΥΠΟΙΚ ανέρχεται στα 20 έως 150 δισ. ευρώ, ενώ κατά δημοσιογραφικές πληροφορίες το ποσό αγγίζει τα 200 δισ. ευρώ, ή κατ’ άλλους το αστρονομικό νούμερο των 600 δισ. ευρώ (έτσι το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel»).

Πέρα από τα χρηματικά ποσά που φαίνεται να έχουν εξαχθεί στην Ελβετία τα τελευταία έτη, κυρίως μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και της δημιουργηθείσας ανασφάλειας ως προς την διασφάλιση των καταθέσεων σε περίπτωση χρεοκοπίας, ιδιαίτερο οικονομικό και νομικό ενδιαφέρον αποκτούν και οι περιπτώσεις αδήλωτων στην εφορία ελληνικών κεφαλαίων σε Τράπεζες της Ελβετίας που προέρχονται από παρελθούσες εγκληματικές ή παράνομες δραστηριότητες («βρώμικο χρήμα» από ναρκωτικά, όπλα, πορνεία, πολιτικό χρήμα, μίζες κ.λπ.), οι οποίες φαίνεται ότι θα αποτελέσουν, μετά και την πρόσφατη κινητικότητα και τις σχετικές ανακοινώσεις Ελλήνων αξιωματούχων, αντικείμενο φορολόγησης στη βάση διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής και της Ελβετικής Κυβέρνησης.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι τον δρόμο για την φορολόγηση των καταθέσεων των υπηκόων τους σε Τράπεζες της Ελβετίας άνοιξαν η Γερμανία και το Ην. Βασίλειο, στο πλαίσιο σύναψης διμερών συμφωνιών για τη φορολόγηση των αδήλωτων κεφαλαίων που λιμνάζουν στα εκεί Πιστωτικά Ιδρύματα, προσπαθώντας να εισπράξουν τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον υψηλότατα χρηματικά ποσά υπέρ του αγγλικού και του γερμανικού Δημοσίου αντίστοιχα.

Είναι προφανές ότι η Ελληνο-Ελβετική συμφωνία θα έχει στην καλύτερη περίπτωση ως κανονιστικό πρότυπο τις ήδη καταρτισθείσες συμβάσεις της Ελβετίας με τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο, η δομή των οποίων είναι σχετικά απλή. Στους πελάτες των Τραπεζικών Ιδρυμάτων με κατοικία στη Γερμανία ή στο Ην. Βασίλειο δίδονται οι εξής δύο δυνατότητες: α) να καταβάλουν έναν εφάπαξ κατ’ αποκοπήν φόρο, το ύψος του οποίου κυμαίνεται από 21% έως και 41% επί των περιουσιακών στοιχείων του χαρτοφυλακίου και υπολογίζεται (εντός της δεκαετίας 2002-2012) βάσει ενός ειδικού μαθηματικού τύπου που περιέχεται στη συμφωνία, προκειμένου να διατηρήσουν την ανωνυμία τους και εν τέλει να νομιμοποιήσουν το «μαύρο» χρήμα, τουλάχιστον έναντι των φορολογικών Αρχών, αφού οποιεσδήποτε φορολογικές αξιώσεις των αγγλικών ή γερμανικών Αρχών αποσβήνονται μετά την απόδοση του συγκεκριμένου ποσού, ή β) να αποκαλύψουν σε όλο τους το εύρος τα τραπεζικά στοιχεία έναντι των αγγλικών ή γερμανικών φορολογικών Αρχών, προκειμένου να καταβάλουν πλέον σε εξατομικευμένη βάση τον αναλογούντα φόρο.

Στη δεύτερη περίπτωση ο πελάτης (και δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού) εξουσιοδοτεί την ελβετική τράπεζα στην χορήγηση όλων των στοιχείων του λογαριασμού του στις ελβετικές φορολογικές αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους αποστέλλουν τα στοιχεία στις αντίστοιχες εθνικές φορολογικές αρχές, οι οποίες θα διενεργήσουν κατόπιν σχετικό φορολογικό έλεγχο βάσει της δικής τους φορολογικής νομοθεσίας. Αν ο πελάτης της Τράπεζας δεν ακολουθήσει καμία από τις προαναφερόμενες λύσεις, τότε υποχρεούται να κλείσει εντός πέντε μηνών από το χρονικό σημείο ισχύος της διακρατικής συμφωνίας τους τραπεζικούς του λογαριασμούς ή το χαρτοφυλάκιό του σε οποιοδήποτε Πιστωτικό Ίδρυμα της Ελβετίας, αφού αλλιώς ο αναλογούν φόρος θα παρακρατηθεί αυτόματα από την Τράπεζα και θα αποδοθεί στις αρμόδιες φορολογικές Αρχές του συμβαλλόμενου κράτους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των εν λόγω διακρατικών συμφωνιών, η Ελβετία υποχρεούται να παραδώσει στις γερμανικές και βρετανικές Αρχές στοιχεία ως προς τις χώρες προορισμού των κεφαλαίων, σε περίπτωση που οι δικαιούχοι έκλεισαν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς στην Ελβετία και μετέφεραν τα κεφαλαία τους σε άλλες (εκτός Ελβετίας) Τράπεζες.

Η ανωτέρω προσπάθεια φορολόγησης των καταθέσεων εκ μέρους των δύο προαναφερόμενων ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών δεν έγινε ασφαλώς δίχως υποχωρήσεις και ανταλλάγματα υπέρ της ελβετικής πλευράς. Από μια πρώτη σύντομη ματιά σε ορισμένες μόνο διατάξεις του κειμένου των συγκεκριμένων διακρατικών συμφωνιών, η επικύρωση των οποίων εκκρεμεί στην παρούσα χρονική στιγμή εξαιτίας ισχυρών αντιδράσεων σε εθνικό (αντιδράσεις της Γερμανικής Κάτω Βουλής) και σε κοινοτικό επίπεδο, καταδεικνύεται σαφώς ότι η Ελβετία όχι μόνο κατάφερε να διασώσει το αυστηρό τραπεζικό της απόρρητο και να ανασχέσει κατά το δυνατόν την αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών προς τις χώρες αυτές, αλλά ταυτόχρονα πέτυχε να αφήσει ανοιχτά αρκετά «παραθυράκια» ως προς την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση κρίσιμων κατηγοριών μεγαλο-καταθετών στα Πιστωτικά της Ιδρύματα.

Έτσι, εκτός πεδίου εφαρμογής συμφωνιών κείνται όλοι εκείνοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των οποίων δικαιούχοι είναι Discretionary Trusts ή Ιδρύματα τύπου Λιχτενστάιν (Liechtenstein), δηλαδή νομικά μορφώματα τα οποία δεν ασκούν εν τοις πράγμασι οικονομική δραστηριότητα και πίσω από τα οποία κρύβονται συνήθως μεγάλου ύψους αδήλωτα κεφάλαια. Πέραν αυτού, σημαντικό μειονέκτημα αποτελεί η ρητή και αποκλειστική εφαρμογή των διακρατικών συμφωνιών μόνο σε δικαιούχους φυσικά πρόσωπα, χωρίς να καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση οι τραπεζικές καταθέσεις που συνδέονται με προσωπικές ή κεφαλαιουχικές εταιρείες, Επομένως, καθίσταται αδύνατη τη φορολόγηση του συνόλου των τραπεζικών καταθέσεων των εμπορικών εταιρειών, με ότι τούτο συνεπάγεται για τις δυνατότητες καταστρατήγησης της συμφωνίας.

Από τη φορολόγηση εξαιρούνται επίσης το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων και οι ασφαλιστικές συμβάσεις, ενώ αποσβήνονται όλες οι υφιστάμενες προ της 31.12.2002 αξιώσεις χωρίς την καταβολή ούτε ενός ευρώ προς το αγγλικό ή το γερμανικό Δημόσιο αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, είναι ορατή η προσπάθεια της Ελβετίας αφενός να περιορίσει την αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών μέσω συγκεκριμένου αριθμητικού «πλαφόν» στην εν λόγω διαδικασία και αφετέρου να αποφύγει μελλοντικά το ενδεχόμενο σύναψης μιας συνολικής (και όχι μεμονωμένης και ανά κράτος-μέλος) συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της για την αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών στο πρότυπο της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ. Δεν πρέπει επίσης να παροράται η ιδιαίτερη πρακτική σημασία που έχει και η ρύθμιση της συμφωνίας για το ζήτημα των γνωστών CD’s με υποκλαπέντα στοιχεία καταθετών σε ελβετικές Τράπεζες, σύμφωνα με την οποία δεν καθίσταται πλέον δυνατή η ποινική δίωξη (ούτε κατά το ελβετικό ούτε κατά το γερμανικό ή αγγλικό δίκαιο) όλων εκείνων που εμπλέκονται σε αδικήματα σχετιζόμενα με την απόκτηση φορολογικά χρήσιμων δεδομένων για πελάτες ελβετικών τραπεζών πριν από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διαπιστώσεων και εν αναμονή της αναμενόμενης διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας, η οποία όπως προαναφέρθηκε θα έχει στην καλύτερη περίπτωση ως κανονιστικό πρότυπο τις καταρτισθείσες συμβάσεις της Ελβετίας με τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο, παραμένει ακόμη άγνωστο το τελικό εύρος της συμβολής της στην μάχη για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης, αλλά και της αναμενόμενης «ανάσας» που θα δώσει στην πολύπαθη ελληνική οικονομία.

Πάντως, οι δυνατότητες που δίδονται μέσα από τα προαναφερόμενα νομικά «παραθυράκια» στους καταθέτες προκειμένου να αποφύγουν την φορολόγηση των αδήλωτων κεφαλαίων τους στις ελβετικές Τράπεζες είναι αυτονόητο ότι θα αξιοποιηθούν στο έπακρο από τους τελευταίους, δημιουργώντας μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ ταμειακών στόχων και αποτελεσμάτων, θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε αμφιβολία την επιτυχία του όλου εγχειρήματος από τη σκοπιά του Ελληνικού Δημοσίου.

Μελέτη για το ζήτημα των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία

* Ο κ. Αγγελος Π. Μπώλος είναι Λέκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δικηγόρος