ΤΟ ΒΗΜΑ/The New York Times

Διάβασα τους τελευταίους μήνες αρκετές αισιόδοξες εκτιμήσεις για τις προοπτικές της Ευρώπης. Παραδόξως, όμως, καμιά από αυτές τις εκτιμήσεις δεν στηρίζεται στην άποψη πως η υπαγορευμένη από τους Γερμανούς συνταγή της λύτρωσης μέσω των «βασανιστηρίων» έχει οποιαδήποτε ελπίδα να αποδώσει. Αντιθέτως, η αισιοδοξία τους βασίζεται στην άποψη ότι μια αποτυχία – και συγκεκριμένα η διάλυση της ευρωζώνης – θα ήταν τόσο καταστροφική για όλους, περιλαμβανομένων των Γερμανών, ώστε η προοπτική αυτή θα αποδειχθεί αρκετή για να κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να σώσουν την παρτίδα.

Εύχομαι αυτό το επιχείρημα να αποδειχθεί σωστό. Όμως κάθε φορά που διαβάζω κάτι σχετικό, το μυαλό μου πηγαίνει στον Νόρμαν Άνγκελ.

Ποιος είναι αυτός; Πίσω στο 1919, ο Άνγκελ δημοσίευσε ένα διάσημο βιβλίο με τίτλο «Η Μεγάλη Χίμαιρα», στο οποίο υποστήριζε πως ο πόλεμος είχε οριστικά ξεπεραστεί. Όπως σημείωνε, το εμπόριο και η βιομηχανία, όχι η εκμετάλλευση των υπόδουλων λαών, ήταν πλέον τα κλειδιά για τον εθνικό πλούτο, και άρα δεν υπήρχε πλέον κανένα κέρδος, μόνο τεράστια κόστη από τις πολεμικές κατακτήσεις.

Επιπλέον, ο Άνγκελ υποστήριξε πως η ανθρωπότητα είχε αρχίσει ήδη να κατανοεί αυτή τη νέα πραγματικότητα, με αποτέλεσμα τα «πάθη του πατριωτισμού» να υποχωρούν ραγδαία. Δεν είπε βέβαια πως δεν θα υπήρχαν πλέον μεγάλοι πόλεμοι, αλλά αυτή ήταν η εντύπωση που έδινε.

Όλοι ξέρουμε τι ακριβώς ακολούθησε: ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Τι αποδεικνύει αυτό; Ότι η προοπτική μιας καταστροφής, όσο προφανής και αν είναι, δεν αποτελεί εγγύηση ότι τα έθνη θα κάνουν ότι χρειάζεται για να αποφύγουν αυτή την καταστροφή. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν η περηφάνια και η προκατάληψη στερεί από τους ηγέτες την πρόθεση να δουν το προφανές.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην εξαιρετικά ζοφερή οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Είναι σίγουρα ένα είδος σοκ, ακόμη και για όσους από εμάς παρακολουθούμε από καιρό το ιστορικό της κρίσης, το να συνειδητοποιείς πως έχουν περάσει περισσότερα από δύο χρόνια από τότε που οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν την τρέχουσα οικονομική τους στρατηγική – μια στρατηγική που βασίζεται στην αντίληψη πως η δημοσιονομική αυστηρότητα και η «εσωτερική υποτίμηση» (βασικά, οι περικοπές στους μισθούς) θα έλυνε τα προβλήματα των χρεωμένων κρατών.

Σε όλο αυτό το διάστημα, η στρατηγική αυτή δεν έχει να παρουσιάσει ούτε μια επιτυχία: το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι υπερασπιστές της οικονομικής «ορθοδοξίας» είναι να μας δείχνουν δυο μικρά κράτη της Βαλτικής, τα οποία ναι μεν σημειώνουν κάποια ανάκαμψη των οικονομιών τους σε σχέση με τα μεγάλα«κραχ» που προηγήθηκαν, αλλά παραμένουν και σήμερα πολύ φτωχότερα από ότι ήταν πριν την κρίση.

Στο μεταξύ η κρίση του ευρώ έχει κάνει μετάσταση, εξαπλούμενη από την Ελλάδα προς τις πολύ μεγαλύτερες οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας, και η Ευρώπη ως σύνολο ξεκάθαρα ολισθαίνει προς μια νέα ύφεση. Όμως οι πολιτικές συνταγές που εκπορεύονται από το Βερολίνο και την Φρανκφούρτη δεν άλλαξαν τίποτε.

Για σταθείτε, όμως: δεν υπήρξε κάποια πρόοδος στην σύνοδο κορυφής της περασμένης εβδομάδας; Πράγματι, υπήρξε. Η Γερμανία υποχώρησε ελαφρά, συμφωνώντας σε χαλαρότερους όρους δανεισμού για την Ιταλία και την Ισπανία (αλλά όχι και στις απευθείας αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και σε ένα σχέδιο διάσωσης για τις ιδιωτικές τράπεζες, που ίσως να έχει κάποια λογική (αν και ακόμη δεν μπορεί κανείς να το πει με σιγουριά, λόγω της ασάφειας γύρω από τον μηχανισμό). Όμως αυτές οι παραχωρήσεις είναι μικροσκοπικές, σε σχέση με την κλίμακα των προβλημάτων.

Τι χρειάζεται στ΄ αλήθεια για να σωθεί το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα; Η απάντηση, είναι σχεδόν βέβαιο, πρέπει να συμπεριλαμβάνει τόσο μεγάλες αγορές κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα, όσο και μια σαφή πρόθεση από πλευράς της κεντρικής τράπεζας να ανεχθεί κάπως υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού. Ακόμη και με τέτοιες πολιτικές, μεγάλο τμήμα της Ευρώπης θα αντιμετώπιζε πολύ υψηλή ανεργία για αρκετά χρόνια. Τουλάχιστον όμως έτσι θα χαρασσόταν ένα ορατό μονοπάτι προς την ανάκαμψη.

Μια τέτοια πολιτική στροφή μοιάζει όμως εξαιρετικά δύσκολη.

Μέρος του προβλήματος είναι το γεγονός ότι οι γερμανοί πολιτικοί ξόδεψαν την τελευταία διετία επαναλαμβάνοντας στους ψηφοφόρους τους ένα ψέμα – ότι, δηλαδή, για την κρίση ευθύνονται αποκλειστικά οι ανεύθυνες κυβερνήσεις της Νότιας Ευρώπης. Η αλήθεια είναι ότι στην Ισπανία, που σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης, η κυβέρνηση είχε και χαμηλό χρέος, και δημοσιονομικό πλεόνασμα την παραμονή του κακού: ο λόγος που η χώρα σήμερα υποφέρει από την κρίση είναι μια τεράστια φούσκα στα ακίνητα, που χρηματοδοτήθηκε από τράπεζες σε όλη την Ευρώπη, και ιδιαίτερα από τράπεζες της Γερμανίας. Να όμως που το ψεύτικο παραμύθι των πολιτικών εμποδίζει σήμερα κάθε λειτουργική λύση.

Όμως οι παραπληροφορημένοι ψηφοφόροι είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος: ακόμη και η ελίτ των Ευρωπαίων αναλυτών, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αποφεύγουν να αντιπαρατεθούν με την πραγματικότητα. Διαβάζοντας τις τελευταίες εκθέσεις που συντάσσουν οι ειδικοί των ευρωπαϊκών οργανισμών, όπως αυτή που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας, νιώθει κανείς πως μεταφέρεται σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου ούτε τα μαθήματα της ιστορίας, ούτε η απλή αριθμητική έχουν κάποια θέση – ένα σύμπαν όπου η λιτότητα συνεχίζει να αποδίδει, αρκεί όλοι να έχουν εμπιστοσύνη σε αυτή, και όπου μπορείς να περικόπτεις τις δαπάνες επ΄ αόριστον, χωρίς να προκαλείς ύφεση.

Θα σώσει λοιπόν η Ευρώπη τον εαυτό της; Το διακύβευμα είναι πράγματι πολύ υψηλό, και οι Ευρωπαίοι ηγέτες, σε γενικές γραμμές, δεν είναι ούτε μοχθηροί, ούτε ηλίθιοι. Το ίδιο όμως μπορεί να υποστηριχθεί και για τους ηγέτες της Ευρώπης το 1914. Ας ελπίσουμε αυτή την φορά η έκβαση να είναι διαφορετική.