Σαν άλλη επιτροπή για την αλήθεια, η επίσημη έρευνα για το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών στη Βρετανία αποκαλύπτει τον φόβο και τον τρόμο ενός κακού πρόσφατου παρελθόντος. Μας κόβεται η ανάσα καθώς ακούμε, την μία μετά την άλλη, ιστορίες παραβίασης της ιδιωτικής ζωής και εκφοβισμού: για την οδύνη μιας μητέρας, για ένα παιδί που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Αλλά μιλάμε για τη Βρετανία, οπότε η ανεξέλεγκτη εξουσία που δημιούργησε αυτή την κουλτούρα του φόβου δεν ήταν ο στρατός ή η μυστική αστυνομία, αλλά τα ταμπλόιντ.

Οι περισσότεροι διευθυντές και ιδιοκτήτες ταμπλόιντ βρίσκονται ακόμη σε φάση άρνησης. Επικαλούνται την ελευθερία του λόγου και το δημόσιο συμφέρον, ενώ καταδικάζουν εκείνα τα λίγα σάπια μήλα (στο μεταξύ έγιναν ένας μικρός δενδρόκηπος) που χρησιμοποίησαν τηλεφωνικές υποκλοπές και άλλες παράνομες μεθόδους. Αλλά ένας πρώην διευθυντής Σύνταξης αντιμετώπισε τώρα το δύσκολο παρελθόν.

Ο Ντέιβιντ Γέλαντ, διευθυντής Σύνταξης επί σχεδόν πέντε χρόνια στη «Sun», το ευρείας κυκλοφορίας ταμπλόιντ ιδιοκτησίας Μέρντοκ, αυτή την εβδομάδα παραδέχθηκε ότι οι διευθυντές των ταμπλόιντ επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, και τους πρώτους μήνες της θητείας του Ντέιβιντ Κάμερον, είχαν απλώς πολύ μεγάλη και ανεξέλεγκτη εξουσία.

Ο Γέλαντ θυμήθηκε με ειλικρίνεια ότι αν του έφερναν μια είδηση για τη σεξουαλική ζωή ενός ποδοσφαιριστή, δεν θα είχε αναρωτηθεί αν η δημοσίευσή της θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, θα είχε ρωτήσει αν η είδηση μπορεί να «σταθεί». Οταν ήταν διευθυντής Σύνταξης στη «Sun», ένιωθε σαν να υπήρχε ένα «μεγάλο κόκκινο κουμπί στο γραφείο μου». Αν το πατούσε, το επόμενο πρωί θα γινόταν μια γιγάντια έκρηξη κάπου. (Μπαμ, πάει μια καριέρα. Μπουμ, πάει μια οικογένεια. Μπαμ, πάει μια ζωή.) Πρόσθεσε ότι αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε ιδιοκτήτες όπως ο Τζέιμς Μέρντοκ (του News International) και διευθυντές όπως ο Πολ Ντέικρ (της «Daily Mail», με την τεράστια επιρροή), είναι η σχεδόν απόλυτη έλλειψη αυτογνωσίας. Βλέπουν τον εαυτό τους σαν τα αγόρια που κάθονται στα πίσω θρανία της τάξης, «ενώ στην πραγματικότητα είναι οι ιδιοκτήτες ολόκληρου του σχολείου».

Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι δεν χρειαζόμαστε ούτε πολιτικούς που θα έχουν την εξουσία να χαλιναγωγούν την ύλη των εφημερίδων. Στο κάτω-κάτω, οι πολιτικοί θα έπρεπε να φοβούνται τον Τύπο – για τους σωστούς λόγους. Η καλύτερη απάντηση είναι η «αυτορρύθμιση» με δόντια. Αλλά ένα-δύο από αυτά τα δόντια θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, και να έχουν κάποιου είδους νομική επιβολή.

Αυτό ισχύει, πάνω απ’ όλα, για την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Οι περισσότεροι ειδικοί στην ελευθερία του λόγου θα συμφωνούσαν ότι η μοναδική μείζων δικαιολογία για παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής είναι το δημόσιο συμφέρον. Η δυσκολία έρχεται όταν πρέπει να ορίσουμε τι είναι το ένα και τι το άλλο.

Σε ορισμένα μέρη, η πλάστιγγα έχει γείρει υπερβολικά υπέρ της προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Δεν ήταν υπέρ ενός γνήσιου δημοσίου συμφέροντος να μάθουν οι γάλλοι ψηφοφόροι, λίγο νωρίτερα, τις αρπακτικές διαθέσεις προς τις γυναίκες του εν αναμονή προεδρικού υποψηφίου Ντομινίκ Στρος-Καν.

Στη Βρετανία, την μπότα τη φοράει το άλλο πόδι. Εφημερίδες επικαλούνται «το δημόσιο συμφέρον» εκεί που δεν υπάρχει. Δικηγόροι για το News of the World επικαλέστηκαν την ανάμνηση του Ολοκαυτώματος για να υποβάλουν την ιδέα ότι υπήρχε γνήσιο δημόσιο συμφέρον στις (αναπόδεικτες) αποκαλύψεις για ναζιστικά σύμβολα σε ιδιωτικό όργιο με τη συμμετοχή του Μαξ Μόσλι – ο οποίος τότε ήταν επικεφαλής του διεθνούς διοικητικού σώματος των αγώνων της Φόρμουλα 1 (και γιος του βρετανού φασίστα ηγέτη Οσγουολντ Μόσλι).

Απόλυτη υποκρισία. Αυτό που εννοούν στην πραγματικότητα δεν είναι το δημόσιο συμφέρον αλλά «αυτό που ενδιαφέρει το κοινό» – και επομένως πουλάει εφημερίδες. Και ας είμαστε ειλικρινείς, οι περισσότεροι από εμάς ενδιαφερόμαστε για τις κουτσομπολίστικες λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής των άλλων, ακόμη και αν πιστεύουμε ότι δεν θα έπρεπε να ενδιαφερόμαστε.

Να πώς συνοψίζει ο αμερικανός δημοσιογράφος Μάικλ Κίνσλι την εμπειρία του στο online περιοδικό Slate κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Μόνικα Λιουίνσκι: «Τα e-mail τους λένε “όχι, όχι”, αλλά τα κλικ των ποντικιών τους λένε “ναι, ναι”».

Καθώς αυξάνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και στις έντυπες εφημερίδες, και όλο και πιο αποκαλυπτικά κουτσομπολιά εμφανίζονται στο Internet, όπου η προστασία της ιδιωτικής ζωής απειλείται ακόμη περισσότερο από ό,τι από τον παραδοσιακό έντυπο Τύπο, τόσο περισσότερο αυξάνεται η εμπορική πίεση προς τα ταμπλόιντ για όλο και πιο ηδονοβλεπτικές αποκαλύψεις. Δύσκολα βλέπει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η αυτορρύθμιση και μόνο μπορεί να τα σταματήσει. Το κίνητρο για κέρδος είναι υπερβολικά έντονο.

Επιπλέον, θα ισχυριστούν ότι απλώς και μόνο δίνουν στους αναγνώστες αυτό που θέλουν. Θα επικαλεστούν κρίσεις ανωτέρων δικαστικών για να στηρίξουν το επιχείρημά τους, ότι αν δεν συντηρήσουν τις κυκλοφορίες με τέτοιες μεθόδους «θα εκδίδονται λιγότερες εφημερίδες, κάτι που δεν θα είναι υπέρ του δημοσίου συμφέροντος». Τι μπορεί να κάνει το άτομο που προσβάλλεται; Να προσφύγει στη Δικαιοσύνη; Για τους περισσότερους ανθρώπους, κάτι τέτοιο είναι απαγορευτικά ακριβό.

«Αυτορρύθμιση με δόντια» πρέπει να είναι η γενική εντολή προς τις εφημερίδες. Αλλά σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή, στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, θα έπρεπε να υπάρχει ένα ανεξάρτητο, δημοσίως χρηματοδοτούμενο δικαστήριο, στο οποίο θα μπορεί να προσφύγει ο καθένας για να έχει ταχεία, χαμηλού κόστους, αποκατάσταση για καταπατήσεις που δεν δικαιολογούνται από κανένα γνήσιο δημόσιο συμφέρον. Υπάρχουν πολύ λίγες αξίες που μπορούν να υπερέχουν της ελευθερίας του λόγου, αλλά η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι μία από αυτές. Η εξισορρόπηση των δύο είναι ένα καθήκον προς το δημόσιο συμφέρον.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ