Το ‘φερε η χρονιά. Από τη µια µεριά η τρόικα, που µας έχει αλλάξει τον αδόξαστο, καταρρακώνοντας το περιβόητο ελληνικό φιλότιµο, που έχει υποστεί στο µεταξύ ανεξέλεγκτη υποτίµηση, στο όριο ολικής χρεοκοπίας. Από την άλλη η αφιερωτική µας προσφυγή σε τρεις µεγάλους συγγραφείς, σηµαδεµένους από το 1911. Γενέθλιο έτος για τον Ελύτη και τον Τσίρκα, θανάσιµο για τον Παπαδιαµάντη µε σήµα ανάγνωσης και αναγνώρισης τα εκατό χρόνια, στη ροή των οποίων και τι δεν είδανε τα µάτια µας, που λέει ο λόγος: Βαλκανικές νίκες που τις σφράγισε σε δέκα χρόνια η µικρασιατική καταστροφή τον Βενιζέλο να τον διαδέχεται ο Πάγκαλος και ο Μεταξάς· το έπος της Αλβανίας και την ηρωική αντίσταση της Κατοχής να τα αµαυρώνει η εµφύλια σύρραξη, καταλήγοντας στην επτάχρονη δικτατορία τη µεταπολιτευτική ανάσα να την εκµεταλλεύεται η υπεροψία της Αλλαγής τον εκσυγχρονισµό να εκφυλίζεται σε µένος αρχηγικό.

Οπότε, µίζερα έστω, µπορεί κάποιος να πει: σ’ αυτή τη φάση τι τα θέλουµε τα αφιερώµατα και τις αφιερώσεις; Λέξεις, έτσι κι αλλιώς βαριές σε σηµασία και νόηµα, που κατέβηκαν από τα ελληνιστικά χρόνια στις µέρες µας, χάνοντας στο µεταξύ το ιερό απόβαρό τους. Το οποίο έδειχνε άλλοτε έναν τρόπο υπέρβασης της ατοµικής ευτέλειας, φτάνοντας κάποτε ως την αυτοθυσία. Εκτός και αν οι αφιερώσεις και τα αφιερώµατα των ηµερών µας πάνε ν’ αναπληρώσουν αυτό το έλλειµµα πολιτικής αλληλεγγύης – ή να το κουκουλώσουν.

Μπροστά στο τίποτα, θα πείτε, κάτι είναι κι αυτό. Φτάνει να ξέρουµε τι κάνουµε και πώς το κάνουµε, οπότε χρειάζεται κάποιο ψάξιµο η αφιερωτική µας πρακτική. Η οποία, σχολαστικά µοιρασµένη, µπορεί να είναι ιδιωτική ή δηµόσια. Ιδιωτική αφιέρωση πάει να πει: αγοράζω ένα βιβλίο, για να το χαρίσω σ’ ένα φίλο που γιορτάζει, γράφοντας πλάι στο όνοµά του το όνοµά µου. Αν ίσως είναι πόνηµα δικό µου το βιβλίο, η αφιέρωσή µου έχει πρόσθετη αξία. Εκτός και αν λανθάνει κάποια σκοπιµότητα, σε περίπτωση που ο φίλος ασκεί βιβλιοκριτική σε έγκριτη εφηµερίδα ή περιοδικό, οπότε η ιδιωτική αφιέρωση γυρίζει απότοµα σε δηµόσια και η αφιερωτική ανιδιοτέλεια πάει περίπατο.

Υπερβάλλω. Υπάρχουν θα πείτε και συλλογικού τύπου αφιερώσεις και αφιερώµατα, στο πλαίσιο συνεδρίων και συµποσίων, που συνήθως αποτυπώνονται στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (εφηµερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκποµπές), προτού καταλήξουν, αν καταλήξουν, σε µορφή αφιερωτικού τόµου. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά, όπως όλα τα πράγµατα, έχουν και οι δηµόσιες αφιερώσεις τη δική τους παθολογία, αναγνωρίσιµη σε δύο τουλάχιστον συµπτώµατα.

Το πρώτο σύµπτωµα προκύπτει από την παρεξήγηση πως ένα αφιέρωµα σε επώνυµο έργο και συγγραφέα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτος έπαινος. Αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, εν µέρει έστω, για αφιερώµατα που τιµούν κάποιον σηµαντικό λογοτέχνη εν ζωή, δεν έχει λόγο στην περίπτωση που ο τιµώµενος από καιρό εξέλιπε, και το έργο του έχει στο µεταξύ µελετηθεί και αξιολογηθεί µε νηφαλιότητα και δικαιοσύνη. Αφήνοντας περιθώριο να ακουστούν, πλάι στον δίκαιο έπαινο, και κάποιες επιφυλακτικές αναθεωρήσεις, που τίθενται βέβαια και αυτές υπό κρίση.

Γιατί αν ισχύει το συνήθως λεγόµενο ότι τα έργα της λογοτεχνίας (και όχι µόνον) αλλάζουν τιµή και αξία µέσα στον χρόνο (άλλοτε προς τα πάνω, κάποτε προς τα κάτω), ωσότου βρουν (αν βρουν) σταθερή θέση στην οικεία τους κλίµακα (που είναι ωστόσο και αυτή κινούµενη), τότε τα κάθε λογής αφιερώµατα οφείλουν να απογράψουν και τις ενδιάµεσες (συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες) αναγνώσεις. Αυτό εξάλλου ισχύει και για κορυφαία έργα της λογοτεχνίας, ακόµη και για τα δύο οµηρικά έπη, που η εκτίµησή τους συνεχώς µεταλλάσσει και ανανεώνεται, όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο.

Το δεύτερο σύµπτωµα αφιερωτικής παθολογίας έχει να κάνει µε την αποµονωµένη εκτίµηση του τιµωµένου έργου και συγγραφέα, σε σχέση µε το λογοτεχνικό του περιβάλλον. Για να µείνω στις αφιερώσεις και στα αφιερώµατα της χρονιάς, θεωρείται, κάπου και κάποτε, περίπου αυτονόητο να αξιολογείται ο Παπαδιαµάντης καθ’ εαυτόν µε τρόπο απόλυτο, παραµένοντας λίγο πολύ «ασύγκριτος», τελικώς εκτός τόπου και χρόνου. Πρόκειται προφανώς για µέθοδο ανιστορική, αν όχι ανιστόρητη.

Ετσι όµως αποσιωπάται το διαθέσιµο απόθεµα που υπόκειται σε κάθε αξιόλογο λογοτεχνικό έργο, βάσει του οποίου ελέγχεται η όποια ιδιορρυθµία του (µπορεί και ιδιοφυΐα) σε επίπεδο µύθου, γλώσσας, ύφους και ήθους. Υπάρχουν ευτυχώς και εξαιρέσεις: λόγου χάριν ο µυθολογικός και ιστορικός Καβάφης, αλλά και ο τιµώµενος φέτος Ελύτης, ο οποίος στο κρίσιµο αυτό κεφάλαιο παίζει όντως µε «Ανοιχτά χαρτιά». Θα συνεχίσω.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ