Παρά τη διαφορετική αφετηρία του συνθήµατος των αγανακτισµένων της πλατείας για τη χούντα που δεν τελείωσε το ‘73 από την αιφνιδιαστική αναφορά του Θ. Πάγκαλου στη Βουλή πως η δηµοκρατία αποκαταστάθηκε το 1981, υπάρχει ένα κοινό σηµείο σε αυτά τα δύο: η υποτίµηση της αξίας των αντιπροσωπευτικών και φιλελεύθερων θεσµών που θεµελιώθηκαν εκ νέου το 1974.

Η εχθρότητα απέναντι στους αντιπροσωπευτικούς θεσµούς υπήρξε στοιχείο της ταυτότητας της λενινιστικής Αριστεράς. Η κοινοβουλευτική δηµοκρατία θεωρείται από αυτήν µέσο επιβεβαίωσης και νοµιµοποίησης της αστικής κυριαρχίας και άρα όργανο εξαπάτησης του λαού.

Η ιδεολογική επιρροή της λενινιστικής Αριστεράς στη χώρα µας δεν θα µπορούσε παρά να εκφραστεί σε συνθήκες κρίσης σαν τις σηµερινές. Αν όµως ο προσδιορισµός της «γνήσιας» δηµοκρατίας, κατά Πάγκαλο, δείχνει παρωχηµένος, ο αντικοινοβουλευτισµός της πλατείας, λόγω µεγέθους και δυναµικής, δείχνει περισσότερο απειλητικός.

Ο λόγος βρίσκεται στην κοινή εκτίµηση πως το κοµµατικό σύστηµα που γέννησε και εξέθρεψε η Μεταπολίτευση ζει τις δικές του στιγµές χρεοκοπίας. Πριν ακόµη από την οικονοµική κατάρρευση οι έρευνες κοινής γνώµης είχαν επισηµάνει την κρίση αντιπροσώπευσης που αντιµετώπιζε το πολιτικό σύστηµα. Οι πολίτες εµπιστεύονται ολοένα και λιγότερο τα κόµµατα, τους πολιτικούς, το Κοινοβούλιο, τις κυβερνήσεις.

Το χειρότερο όµως βρίσκεται αλλού. Ολες οι πολιτικές, οικονοµικές και πνευµατικές ελίτ βιώνουν µια κρίση ηγεµονίας. Κανένα τµήµα της ιθύνουσας τάξης δεν έµεινε αλώβητο. Ο λόγος είναι απλός: λίγοι είχαν µιλήσει νωρίτερα µε δυνατή φωνή για το πρόβληµα και ακόµη λιγότεροι κατάφεραν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Τεχνοκράτες µε κύρος και µακροχρόνιες σπουδές, πολιτικοί µε τα εχέγγυα της διορατικότητας, έµπειροι άνθρωποι της αγοράς δεν είδαν ή δεν απέτρεψαν την οικονοµική κατάρρευση. Κανένα τµήµα των ελίτ δεν µπορεί να υπερηφανευτεί πως εκπόνησε ένα αποτελεσµατικό σχέδιο αποφυγής του χάους.

Με το ξέσπασµα της οικονοµικής κρίσης η αµφισβήτηση και η καχυποψία µετατράπηκαν σε ανοιχτή αποδοκιµασία της πολιτικής τάξης. Στην πραγµατικότητα, τους τελευταίους µήνες φαίνεται πως το πολιτικό σύστηµα αποκόπηκε από σηµαντικά τµήµατα της κοινωνίας. Ετσι διαδίδεται σήµερα στη χώρα ένας ιδιόµορφος αντικοινοβουλευτισµός που συνιστά µείγµα της µαρξιστικής «παιδείας» της γενιάς του Πολυτεχνείου µε την απολίτικη κουλτούρα των νεότερων ηλικιών. Αυτός ο αντικοινοβουλευτισµός είναι στην πραγµατικότηταπερισσότερο αντι-φιλελευθερισµός: λατρεία της απρόσωπης µάζας και θαυµασµός της ισχύος του πλήθους, αντι-ορθολογισµός και εξύψωση του συναισθήµατος έναντι του ορθού λόγου, εθνικιστική ρητορική, έλλειψη ανεκτικότητας. Σε πολλούς όλα αυτά παραπέµπουν σε πραγµατικούς κινδύνους για το µέλλον της δηµοκρατίας µας.

Πράγµατι, διαφορετικοί δρόµοι ανοίγονται µπροστά µας. Η κατάσταση θα µπορούσε να πάρει ριζικά ανεπιθύµητη δυναµική αν βρισκόταν ο χαρισµατικός που θα κατάφερνε να µετατρέψει τον αντι-φιλελευθερισµό σε πολιτικό κεφάλαιο εξυπηρετώντας άφρονες φιλοδοξίες και εθνολαϊκιστικούς στόχους.

Αυτή η εκδοχή έχει τη µικρότερη πιθανότητα. Είναι φανερό πως οι ηλικιωµένοι συνθέτες και οι φίλοι τους που ανέλαβαν ένα τέτοιο έργο δεν πείθουν πως µπορούν να αναδειχθούν σε φυσικούς ηγέτες της άµορφης αντι-µνηµονιακής αγανακτισµένης µάζας.

Μια δεύτερη προοπτική είναι να µην αλλάξει τίποτε ουσιαστικά. Ισως αυτό να είναι και το πιθανότερο σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση, αργά ή γρήγορα, οι κινητοποιήσεις θα καταλήξουν να ενσωµατωθούν από τα πολιτικά κόµµατα και το έµπειρο πολιτικό προσωπικό που θα καταφέρει έστω και αποδυναµωµένο να πλαισιώσει εκ νέου αιτήµατα και συµπεριφορές.

Πέρα από τις δύο απαισιόδοξες, για διαφορετικούς λόγους, προοπτικές µπορεί να υπάρχει ένα πιο αισιόδοξο µέλλον: αυτό της συρρίκνωσης του κράτους και του ρόλου των κοµµάτων, της ανανέωσης των πολιτικών θεσµών και των ελίτ, της διεύρυνσης της συµµετοχικής δηµοκρατίας µε τη χρήση και δηµοψηφισµατικών πρακτικών. Το κράτος οφείλει να εµπιστευθεί περισσότερο την εξατοµικευµένη ευθύνη του πολίτη τώρα που οι παραδοσιακές συλλογικότητες χρεοκοπούν.

Η πρώτη µεταπολεµική γενιά στην Ευρώπη φοβήθηκε όπως ο διάολος το λιβάνι τα δηµοψηφίσµατα µήπως και ξεπηδήσει εκ νέου κανένας δηµαγωγός σαν τον Μουσολίνι. Η νεότερη γενιά πολιτικών και διανοουµένων όµως πρέπει να αντιληφθεί πως όσο νωρίτερα συγκροτηθούν οι διαδικασίες που φέρνουν κοντά τους πολίτες µε τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, µε τη µικρότερη δυνατή διαµεσολάβηση των κοµµάτων, τόσο γρηγορότερα θα διαµορφωθούν οι όροι για µια νέα νοµιµοποίηση του πολιτικού συστήµατος. Μπορεί να µην είναι το πιθανότερο σενάριο, αλλά αναµφίβολα στα δικά µου µάτια είναι το πιο ελπιδοφόρο.

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Μακεδονίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ