«Οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους πάνω από τις αγορές και τα κέρδη». Αυτό ήταν το κεντρικό σύνθημα της ΓΣΕΕ μόλις ξέσπασε η κρίση. Μόλις δηλαδή στέρεψαν τα δανεικά από τις αγορές και αποκαλύφθηκαν τεράστια ελλείμματα, η ΓΣΕΕ ξεσπάθωσε εναντίον των αγορών και των κερδών. Πάλι καλά που δεν πρότεινε ως λύση το μαρξιστικό ιδεώδες: κυνήγι το πρωί, ψάρεμα το απόγευμα, βοσκή την εσπέρα, κριτική το βράδυ. «Ας μην υπερβάλλουμε», θα αντιτείνει κανείς, «μια κουβέντα είπαν οι άνθρωποι για να εκφράσουν τη δοκιμασία των εργαζομένων, δεν πρότειναν να μιμηθούμε τον Κάστρο ή τον υιό Κιμ ιλ Σουγκ».

Το πρόβλημα με τους συνδικαλιστές στη χώρα μας είναι ακριβώς αυτό: λένε κουβέντες που όχι μόνον κανείς δεν πιστεύει, αλλά που στην πραγματικότητα ουδείς καλείται και να τις πάρει στα σοβαρά. Δεν είναι μόνον π.χ. ότι ουδείς πιστεύει ότι οι συνδικαλιστές στις συγκοινωνίες κόπτονται για το φθηνό εισιτήριο και όχι για την τσέπη τους. Οτι οι γιατροί καταλαμβάνουν το υπουργείο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασθενών και όχι για τις απολαβές τους. Οτι οι δικαστές κατεβαίνουν σε στάση εργασίας γιατί υποβαθμίζεται η Δικαιοσύνη και όχι επειδή περικόπτεται το επίδομα ταχείας διεκπεραίωσης των υποθέσεων. Οτι η ΓΕΝΟΠ/ ΔΕΗ απειλεί να κλείσει τους διακόπτες για να έχουμε φθηνό ρεύμα και όχι επειδή θέλει να διατηρήσει τα προνόμιά της. Ουδείς καν αναρωτιέται αν εννοούν τις δικαιολογίες που προβάλλουν όταν διεκδικούν χρήματα. Ολοι γνωρίζουν ότι τα πιο ιδιοτελή συντεχνιακά συμφέροντα εκφράζονται στην Ελλάδα με μεγαλοστομίες για το κοινό καλό.

Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι κακό πράγμα οι συνδικαλιστές να αγωνίζονται για τα συντεχνιακά συμφέροντα των σωματείων τους. Αυτή είναι η δουλειά τους και στον αγώνα αυτόν βρίσκεται η θεσμική τους αξία σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Οι δικοί μας όμως συνδικαλιστές όχι μόνον δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν για ποιο λόγο τα συμφέροντα του κλάδου τους έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων συμφερόντων, αλλά απροσχημάτιστα τα κρύβουν πίσω από μεγαλοστομίες για το κοινό καλό.

Ο συνδικαλιστικός λόγος στη χώρα μας συμβάλλει στην αδυναμία της κοινωνίας να ξεχωρίσει τις άδικες συντεχνιακές διεκδικήσεις από τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν. Η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται από διάφορες μαγικές λύσεις που καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι οι διάφορες παροχές είναι θέμα βούλησης. Στην πραγματικότητα όμως είναι πάνω από βέβαιο ότι για πολλά-πολλά χρόνια, με μνημόνιο ή χωρίς μνημόνιο, με αναδιάρθρωση του χρέους ή χωρίς αναδιάρθρωση, με την παρούσα κυβέρνηση ή με κάποια άλλη, οι παροχές του Δημοσίου θα συρρικνωθούν. Ελλείψει δανεικών οι περικοπές στις λειτουργικές δαπάνες, οι περικοπές σε μισθούς, οι περικοπές παντού είναι αναγκαστικές. Το ερώτημα δεν είναι αν στα χρόνια που έρχονται θα πέσει ή όχι το βιοτικό επίπεδο όλων μας. Το ερώτημα είναι αν αυτό θα συντριβεί ή όχι. Οι συνδικαλιστές μας δίνουν την εντύπωση ότι δεν καταλαβαίνουν την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και σε αυτό μοιάζουν με εκείνους τους υπουργούς που υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να κόψουν παραπάνω τις δαπάνες. Εξακολουθούν να μιλούν τη γλώσσα περασμένων δεκαετιών και θαρρούν ότι όχι βεβαίως το καταραμένο χέρι των αγορών, αλλά κάποιο άλλο, αόρατο χέρι εξ ουρανού, θα προσφέρει παροχές ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.

Οι οριζόντιες διεκδικήσεις οδηγούν με βεβαιότητα στην κάθετη εκθεμελίωση. Οι σημερινοί συνδικαλιστές είναι τόσο προσκολλημένοι στα εφήμερα προνόμιά τους που είναι πέρα για πέρα ουτοπικό να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να αλλάξουν νοοτροπία, να αντιληφθούν ότι ο μόνος τρόπος για να υπερασπιστούν τους οικονομικά ασθενέστερους εργαζομένους και τους νέους είναι η μείωση αποδοχών των υψηλόμισθων και των μεγαλυτέρων. Πάρτε για παράδειγμα τη ΓΕΝΟΠ/ ΔΕΗ. Μόλις αποκαλύφθηκε ότι επιδοτούνταν με τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων (για να αγωνίζεται για φθηνό ρεύμα εννοείται, το οποίο χάρις σε αυτόν τον αγώνα αυξήθηκε μόνο 17 φορές τα τελευταία τρία χρόνια) ανακάλυψε ότι οι εργαζόμενοι έχουν να παίρνουν 12 δισ. ευρώ από το Δημόσιο και σκέφτεται να τα διεκδικήσει δικαστικά. Οποιος περιμένει από αυτούς τους ανθρώπους να δώσουν κάποια μάχη για κοινωνική αλληλεγγύη, για υπεράσπιση των οικονομικά ασθενέστερων ή για ενίσχυση των νέων, είναι βαθιά νυχτωμένος.

Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ