Το υπάρχον νομικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ αποτελεί μία ακόμη «ελληνική ιδιαιτερότητα- παγκόσμια πρωτοτυπία». Εχει αποτύχει να δημιουργήσει, ως θα όφειλε, ένα περιβάλλον υψηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων και θετικών κοινωνικών παρεμβάσεων. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό σε όλους τους «παροικούντες εν Ιερουσαλήμ» και δυστυχώς όχι μόνο. Βέβαια υπάρχουν γύρω μας εξαιρετικές επιδόσεις μερικών συναδέλφων και περιπτώσεις άμεμπτου ακαδημαϊκού ήθους, οι οποίες μας κάνουν υπερήφανους, αλλά αυτό ουδόλως αλλάζει τη συνολική αποτυχία του συστήματος. Οι λεγόμενες «πλειοψηφίες των μαζικών οργάνων» του πανεπιστημίου διαφωνούν με τα παραπάνω, αλλά έκπληξη θα ήταν αν συμφωνούσαν. Εξάλλου, αλίμονο αν κρίναμε κάποιον με το τι θεωρεί ο ίδιος για τον εαυτό του. Οι «ακαδημαϊκοί ταγοί» που εκκολάφτηκαν και ευδοκίμησαν μέσα στο υπάρχον σύστημα αξιών είναι οι «καταφερτζήδες», συνήθως όχι γνωστοί διεθνώς για το επιστημονικό τους έργο αλλά «χαρισματικοί ισορροπιστές» των πλειοψηφιών στα θεσμικά όργανα του πανεπιστημίου. Μια πρακτική ιδιαίτερα γνωστή στο πολιτικό σύστημα που «ευαγγελίζεται» σήμερα τις αλλαγές στο πανεπιστήμιο.

Ηταν λοιπόν ευχάριστη έκπληξη ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, σε αντίθεση με άλλες πρωτοβουλίες ως σήμερα, έβαλε ως στόχο την ανατροπή του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος στα ΑΕΙ με προτάσεις που μας φέρνουν κοντά στα διεθνή πρότυπα λειτουργίας των πανεπιστημίων. Προφανώς, αυτό είναι δύσκολο εγχείρημα και το υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να περιμένει τη σφοδρή αντίθεση και αντεπίθεση όλων των παραγόντων του υπό αμφισβήτηση συστήματος. Προκαλεί, επομένως, στους γράφοντες μεγάλη περιέργεια ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιχειρεί μια συναίνεση διαβουλευόμενη με τους εκπροσώπους- υπερασπιστές του υπάρχοντος συστήματος. Αραγε διαβουλεύεται μαζί τους για να συμφωνήσουν στον έλεγχο της εξουσίας τους; Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαβούλευσης για συναίνεση; Αν πράγματι πιστεύει το υπουργείο στην αναγκαιότητα των αλλαγών, με ποια λογική περιμένει αυτές να προκύψουν έπειτα από συνεννόηση με τους «καταφερτζήδες» και τους «βολεμένους»; Πληροφορούμαστε ότι πρώην «μεγάλοι παίκτες» του συστήματος, με γνωστή συμπεριφορά «νεποτισμού και φαυλότητας» στο πανεπιστήμιο, συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο έχοντας ρόλο «μπροστάρη» στην προσπάθεια κατασκευής συναίνεσης έτσι ώστε να γίνουν αλλαγές «γιαλαντζί» και να είναι όλοι ευχαριστημένοι!

Το υπουργείο έχει την ευθύνη για το τι πραγματικά θέλει να πετύχει και με ποιους διαβουλεύεται. Αν τα παραπάνω είναι θέμα τακτικής, έχει καλώς. Φοβόμαστε όμως ότι η διαβούλευση με τους παραπάνω εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων με στόχο τον πολιτικό απεγκλωβισμό του υπουργείου από τις εξαγγελίες ή ακόμη χειρότερα τον συμβιβασμό. Γιατί, αν πράγματι η υπουργός, όπως δήλωσε πρόσφατα, θα υποχωρήσει και το «Συμβούλιο του Πανεπιστημίου» θα αποτελείται στην πλειοψηφία του από μέλη των ΑΕΙ τα οποία θα καθορίζουν / εκλέγουν τα εκτός του Ιδρύματος μέλη του Συμβουλίου, τότε, προσοχή, το ακαδημαϊκό σύστημα που θα προκύψει θα είναι ακόμη πιο συγκεντρωτικό, αδιαφανές και ανεξέλεγκτο, δηλαδή πολύ χειρότερο από το σημερινό.

Το επιτυχημένο μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων υπάρχει στις χώρες με μεγάλη ακαδημαϊκή παράδοση και δεν χρειάζεται να το επινοήσουμε αλλά να το εφαρμόσουμε. Το «Συμβούλιο του Πανεπιστημίου» έχει νόημα ύπαρξης όταν η πλειοψηφία των μελών του είναι εκτός του Ιδρύματος και φυσικά δεν ορίζονται από το Ιδρυμα. Τα μέλη του Συμβουλίου εκλέγονται/ ορίζονται και αντικαθίστανται από το ίδιο. Τα μέλη του πρώτου Συμβουλίου «κατ΄ εξαίρεση» θα ήταν φρόνιμο να επιλεγούν/ εκλεγούν από τη Διαρκή Διακομματική Επιτροπή Παιδείας της Βουλής μέσα από μια λίστα ονομάτωνπροτάσεων η οποία περιέχει τουλάχιστον υπερδιπλάσιο αριθμό προτεινόμενων ονομάτων. Η λίστα αυτή θα μπορούσε να συσταθεί κατά 50% από ονόματα που θα προτείνονται από το Ιδρυμα και κατά 50% από το υπουργείο Παιδείας. Επίσης, η ακαδημαϊκή διαδικασία οφείλει να επιτρέπει την επιλογή/ εκλογή πρύτανη, κοσμήτορα και προέδρου τμήματος από υποψηφίους και εκτός του Ιδρύματος.

Βέβαια, καλό θα είναι όλοι μας να κρατάμε μικρό καλάθι προσδοκιών διότι δεν προβλέπουμε να υπάρξουν πολλές υποψηφιότητες διακεκριμένων επιστημόνων από το εξωτερικό για τις παραπάνω θέσεις, δεδομένου ότι οι καθαρές αποδοχές μας είναι 2.400 ευρώ τον μήνα, δηλαδή λιγότερα από τα μισά που προσφέρει το Πανεπιστήμιο Κύπρου και ακόμη λιγότερο από όσα προσφέρουν τα περισσότερα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά πανεπιστήμια στους καθηγητές τους! Σημειώνουμε πάντως προς την κυρία υπουργό και τους περί αυτήν αγγέλους και εξαγγέλους των αλλαγών και των συναινέσεων ότι «αν δεν έχουν νέο ευχάριστο να πουν, καλύτερα να μη μας πουν κανένα…».

Οι κκ. Μιχάλης Κουτσιλιέρης και Χαράλαμπος Μουτσόπουλος είναι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο κ. Νίκος Παυλίδης είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.