Οι «ιδέες της μεταπολίτευσης» πνέουν τα λοίσθια. Οι νέες ιδέες, οι όποιες νέες ιδέες, για να επιβληθούν δεν αρκεί να είναι ορθολογικά «καλύτερες» (για παράδειγμα: να εξηγούν πειστικότερα από τις προηγούμενες τη μεγάλη κρίση της χώρας). Οι «καλύτερες» ιδέες είναι καλύτερες μόνον εάν συντρέχει μια επιπλέον- κρίσιμη – περίσταση: η πεποίθηση ότι θα συμβάλουν στη δημιουργία μιας δίκαιης τάξης πραγμάτων. Η προσδοκία δικαιοσύνης είναι το sine qua non, ο αναγκαίος όρος για την ηγεμονική αντικατάσταση ενός set ιδεών από ένα άλλο.

Σήμερα η αίσθηση ότι το παλαιό «δεν λειτουργεί» είναι κυρίαρχη. Ταυτόχρονα είναι κυρίαρχη η αίσθηση ότι το νέο είναι «άδικο». Η κυβέρνηση πέτυχε πολλά, απέτυχε σε πολλά. Ωστόσο ένα μη μετρήσιμο μέγεθος, το κενό πειστικής εθνικής στρατηγικής, αποτελεί το πιο σκοτεινό σημείο του δωδεκάμηνου απολογισμού τόσο της κυβερνητικής όσο και της δράσης της αντιπολίτευσης (μείζονος και ελάσσονος).

Η αίσθηση του ορίζοντα που κλείνει στηρίζεται σε σκληρούς οικονομικούς δείκτες. Ενισχύεται όμως από τις στρατηγικές επιλογές των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων αλλά και των ευρωπαίων εταίρων μας. Το υφεσιακό σοκ, η διαμορφούμενη πεποίθηση ότι η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύθηκε σωστά τους όρους του μνημονίου, η παρατεταμένη ανεπάρκεια των φορο- και εισφορο-εισπρακτικών μηχανισμών (η πιο τρανταχτή αποτυχία της κυβέρνησης), οι σιωπές και οι ιδιοτέλειες των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, το «κυριλέ» εξεταστικό ύφος των εκπροσώπων της τρόικας, τα αυτάρεσκα μαθήματα πολιτικής οικονομίας προς μια μικρή χώρα (και προς κάθε παραλήπτη) της Γερμανίας, η καταφανής ανεπάρκεια της ΕΕ, η παντοδυναμία των αγορών, όλα τα ανωτέρω ωθούν στη διαμόρφωση της πεποίθησης ενός στρατηγικού αδιεξόδου.

Πράγματι, η στρατηγική του μνημονίου δεν έχει πείσει. Η υπόσχεση μακράς λιτότητας και η πολιτική σμίκρυνσης του δημοσίου τομέα τείνουν να αντιστρέψουν τους «παλαιούς» όρους του προβλήματος, μετατρέποντας το δημόσιο χρέος σε ιδιωτική ένδεια. Οσο δε το ενδεχόμενο της πτώχευσης διατηρείται στο προσκήνιο, τόσο παγώνουν οι οικονομικές προσδοκίες και τόσο η έξοδος από το τούνελ απομακρύνεται.

Ο «άλλος» δρόμος, εκείνος της παύσης πληρωμών και της εξόδου από την ευρωζώνη, αναμφίβολα οικονομικά συνεκτικός, ισοδυναμεί, στην παρούσα φάση, με κάθοδο στην άβυσσο. Μας φέρνει αντιμέτωπους με συμμάχους και δανειστές, αυξάνει το κόστος (και το οικονομικό) της επίλυσης των εθνικών προβλημάτων (Κυπριακό, Μακεδονικό) και θα επιταχύνει, με δεδομένες τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και της παραγωγικής δομής, τη δυναμική της «τριτοκοσμικοποίησης». Η εικόνα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας προδιαγράφει αυτό που ίσως αύριο συμβεί, εντός ή εκτός της ευρωζώνης, στο σύνολο της χώρας.

Επιπλέον, η ακραία πόλωση ενισχύει την αίσθηση αδιεξόδου. Οι αντιπολιτεύσεις (με την εξαίρεση του ΛΑΟΣ) ποντάρουν στα αποκαΐδια της κυβερνητικής πολιτικής, όπως το ΠαΣοΚ πόνταρε στο παρελθόν στην αποτυχία της ΝΔ. Προτιμούν το «πάμε σαν άλλοτε» από στρατηγικές περισσότερο σύνθετες. Αποκόπτονται έτσι από τη συμμετοχή στον πυρήνα μιας αναγκαίας- με ή χωρίς μνημόνιο- μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Δυστυχώς για την αντιπολίτευση, δυστυχώς και για το ΠαΣοΚ, η ενδεχόμενη μελλοντική ήττα της κυβέρνησης δεν θα οφείλεται στην πόλωση αλλά στις αδυναμίες της κυβερνητικής δράσης.

Η πόλωση εν τούτοις έχει μια κρίσιμη και μη διορθώσιμη συνέπεια: υπονομεύει τη δυνατότητα βαθιών μεταρρυθμίσεων και, άρα, υπονομεύει τα δυνάμει στηρίγματα (με πρώτο και καλύτερο έναν αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό) που θα χρειαστεί κάθε αντιπολίτευση για να υλοποιήσει στο μέλλον το δικό της στρατηγικό σχέδιο (είτε αυτό ονομάζεται τροποποίηση του μνημονίου είτε έξοδος από το ευρώ είτε, για κάποιους, σοσιαλισμός). Οι σημερινές συνθήκες θυμίζουν συνεπώς εκείνες που οδήγησαν στον πόλεμο του 1897: ακραία πόλωση, κομματική ιδιοτέλεια και κρατική αποδιοργάνωση. Ο πόλεμος εκείνος βρήκε το έθνος τόσο απροετοίμαστο ώστε ο υπουργός Ναυτικών της εποχής δεν ήταν καν σε θέση, όπως αναφέρει ο Δ. Βικέλας, να γνωρίζει πού βρίσκεται ο στόλος του: «Να στείλομεν ατμόπλοιον προς ανεύρεσιν του στόλου»! (παρατίθεται από Γ. Κοντογιώργη).

Οσοι επιθυμούν μια έξοδο από την κρίση χωρίς «τριτοκοσμοποίηση» της χώρας (εντός ή εκτός της ζώνης ευρώ), όσοι δεν θέλουν κάποια στιγμή, παρά τις σημερινές εθνικά υπερήφανες δηλώσεις τους, να ψάχνουν «τον στόλο», θα ήταν χρήσιμο να διερευνήσουν τους δρόμους μιας συντονισμένης δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Απαραίτητος όρος για την αποφυγή του ναυαγίου είναι η συντονισμένη δημιουργία ερεισμάτων στην Ευρώπη

Είναι βέβαιο ότι η μερική τροποποίηση του μείγματος πολιτικής που περιγράφει το μνημόνιο, στην κατεύθυνση ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης και αντιμετώπισης των υφεσιακών πιέσεων, θα αποδειχθεί γρήγορα αναπόφευκτη, είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους. Είναι βέβαιο επίσης ότι αργά ή γρήγορα μια νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία στήριξης θα είναι αναγκαία. Σε αυτό το πλαίσιο, η αλλαγή του μείγματος πολιτικής και η ήπια αναδιαπραγμάτευση του χρέους μπορεί να είναι μια δύσκολη και επικίνδυνη στρατηγική, είναι όμως υλοποιήσιμη. Προϋποθέτει φυσικά τη συντονισμένη δημιουργία ερεισμάτων στην Ευρώπη, σιωπηρά από τη μεριά της κυβέρνησης, ενεργητικά από τη μεριά των αντιπολιτεύσεων. Προϋποθέτει, επιπλέον, την έγκαιρη ανάληψη πρωτοβουλιών, όσο η χώρα δεν έχει ανάγκη προσφυγής στις αγορές και, πάντως, πριν οι εξελίξεις καταστούν πολιτικά και οικονομικά ανεξέλεγκτες.

Πολλές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όχι μόνο της Αριστεράς, είναι ανοιχτές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ιδιαίτερα, εάν η Ελλάδα βελτιώσει τα δημοσιονομικά της και εκλογικεύσει τους «τρελούς» μηχανισμούς που την οδήγησαν στη διεθνή ανυποληψία. Μια στρατηγική μακράς πνοής είναι σε θέση να επιβάλει τη δυναμική της στο σημερινό χαοτικό σύμπλεγμα συμφερόντων, ιδεών και θεσμών.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.