Η δίκη των δύο αστυνομικών που κατηγορούνται για τον φόνο του μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου έχει απασχολήσει τον τελευταίο καιρό τη δημοσιότητα κυρίως από δύο απόψεις. Πρώτο σημείο ενδιαφέροντος ήταν ο τόπος διεξαγωγής της, εν όψει αφενός των αιτημάτων της μητέρας του θύματος να γίνει η δίκη στην Αθήνα, αφετέρου της ευδιάκριτης προσπάθειας των κατοίκων κάθε «υποψήφιας» πόλης να απέλθει απ΄ αυτούς το ποτήριον τούτο. Δεύτερη πτυχή υπήρξε- και παραμένει- η πολιτική πίεση για «παραδειγματική» Δικαιοσύνη και η καχυποψία για την ακριβοδικία της διαδικασίας, όπως εκφράζεται με τον συνήθη αφορισμό ότι «οι μπάτσοι πέφτουν πάντα στα μαλακά».

Δυστυχώς αυτό έχει γίνει αρκετές φορές, όπως ακόμη συχνότερα έχει συμβεί να συγκαλύπτονται από συναδέλφους των κατηγορουμένων ακόμη και ακραία κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Το παρελθόν όμως δεν προεξοφλεί πάντοτε το σήμερα- και κυρίως δεν αναιρεί την αξίωση να δικαστεί ελεύθερα και ανεπηρέαστα οποιοσδήποτε κατηγορούμενος, όσο σοβαρό αδίκημα και αν φέρεται ότι έχει διαπράξει.

Αν αυτό το αίτημα, ισοδύναμο για κάθε ύποπτο, το εννοούμε πραγματικά και στη δίκη της Αμφισσας, αν μας ενδιαφέρει να αποδοθεί αδέκαστη δικαιοσύνη και δεν αντιμετωπίζουμε τους κατηγορουμένους αστυνομικούς ως «ποσότητες» αδιάφορες σε σύγκριση με την ανάγκη να ικανοποιηθεί η δημόσια οργή για τον φόνο ενός παιδιού, πρέπει να παραδεχθούμε ότι το μεγαλύτερο βάρος της δίκης δεν αφορά ούτε τον τόπο που γίνεται, ούτε την υπόνοια για την εν γένει επιεική ποινική μεταχείριση των αστυνομικών όποτε άγονται στο εδώλιο. Η μεγαλύτερη δυσκολία αφορά την πρόκληση να δικαστούν οι κατηγορούμενοι νηφάλια και ανεπηρέαστα από τα όσα έχουν γίνει και γίνονται εκτός αιθούσης. Ανεπηρέαστα από την οργή, από την αντιπάθεια, από το πολιτικό φορτίο της μνήμης των καμένων πόλεων, από τον κίνδυνο «θερμών» ενεργειών, από τον- απολύτως ανθρώπινοενδεχόμενο φόβο δικαστών και ενόρκων για το τι μπορεί να συμβεί αν η «ψήφος» τους, η οποία προσδιορίζεται ονομαστικά, τους στοχοποιήσει στα μάτια ορισμένων που προεξοφλούν πως οτιδήποτε πέρα από την απόλυτη καταδίκη θα είναι εξ ορισμού υπαγορευμένο.

Πιστεύουμε ότι όλα αυτά μπορεί να τα εγγυηθεί η σημερινή ελληνική κοινωνία και κρατική οργάνωση; Στην περίπτωση της «17 Νοέμβρη», όπου η δράση των κατηγορουμένων χαρακτηρίστηκε μη πολιτική εγκληματικότητα προκειμένου να εξαιρεθούν από την αρμοδιότητα των ενόρκων, ποσοστά πάνω από 60% των τότε ερωτώμενων στις δημοσκοπήσεις φρονούσαν, πάντως, ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Καθώς οι κατηγορούμενοι είχαν ηττηθεί πολιτικά, αυτό το αίσθημα της αδικίας δεν μεταφράστηκε σε κοινωνική αντίδραση- άρα δεν είχε και επίπτωση. Σε αυτή τη δίκη; Μήπως εδώ τα πράγματα είναι αντίστροφα από πολιτική άποψη, αλλά αναλόγως δυσχερή από πλευράς δικαιοκρατικών αξιώσεων; Η απονομή δικαιοσύνης «τυφλής» στη δημοσιότητα και στην πολιτική είναι εξαιρετικά δύσκολη. Και η άνεση με την οποία προσπερνάμε την πρόκληση δεν μας κολακεύει.