Σε πολλά σημεία η σημερινή κατάσταση, οικονομική και πολιτική, θυμίζει το τέλος του 1993. Και τότε υπήρχε στασιμότητα του ΑΕΠ, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 14% του ΑΕΠ, δυσμενείς προσδοκίες και, τελικά, αλλαγή της κυβέρνησης. Ωστόσο με τη συνεπή εφαρμογή μιας ρεαλιστικής οικονομικής πολιτικής, η οικονομία γνώρισε μια δεκαπενταετία (1994-2008) υψηλής ανάπτυξης, ταχείας προσέγγισης του επιπέδου ευημερίας της ευρωζώνης, αφού βεβαίως ικανοποίησε τα κριτήρια σύγκλισης το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 και έγινε μέλος της ευρωζώνης. Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Μπορεί να υπάρξει δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως του 9% του ΑΕΠ σε ορίζοντα τετραετίας και, ταυτοχρόνως, επιστροφή των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στην τάση της προηγούμενης δεκαετίας; Ανεκμετάλλευτες δυνατότητες

Η εμπειρία του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1990 είναι θετική και ενδεικτική. Ωστόσο, τότε, μεγάλο μέρος της προσαρμογής επιτεύχθηκε με τη μείωση των επιτοκίων η οποία, παράλληλα, λειτούργησε και ως «ωστικό κύμα», μαζί βέβαια με την αξιοπιστία που προσέδωσε στην οικονομία η υιοθέτηση του ευρώ, τα κοινοτικά κονδύλια και την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος. Σήμερα η δυναμική όλων αυτών των στοιχείων έχει εξαντληθεί, με την εξαίρεση βεβαίως των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΣΠΑ). Τι θα μπορούσε να τα υποκαταστήσει; Η απάντηση είναι: Οι ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές δυνατότητες: ο ΟΟΣΑ (ΟΕCD) και η Διεθνής Τράπεζα (World Βank) κατατάσσουν πολύ χαμηλά, σχεδόν στις τελευταίες θέσεις, την Ελλάδα (α) στην αποτελεσματικότητα και την ένταση του ανταγωνισμού στις αγορές, (β) στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, (γ) στην αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος και των δημοσίων δαπανών, (δ) στην αποτελεσματικότητα της παιδείας και γενικά του «τριγώνου της γνώσης» (παιδεία- έρευνα- καινοτομία), (ε) στην επάρκεια των θεσμών και του κοινωνικού κεφαλαίου.

Επομένως μια συστηματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια «απελευθέρωσης» της οικονομίας από περιορισμούς που επιβλήθηκαν σε άλλες εποχές και θεσμικής εξυγίανσης (κλειστά επαγγέλματα, ιδιαίτερα στις μεταφορές, cabotage, ωράρια λειτουργίας, παρεμβάσεις στη διαμόρφωση των τιμών πολλών αγαθών και υπηρεσιών που δεν έχουν πλέον κοινωνικό αντίκρισμα, παράλογες ασφαλιστικές ρυθμίσεις, πολυνομία και πλήθος ερμηνευτικών εγκυκλίων, έλλειψη κωδικοποίησης νομοθεσίας, πλήθος επικαλύψεων αρμοδιοτήτων δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών) μπορεί να προκαλέσει ένα νέο «ωστικό» αναπτυξιακό κύμα, το οποίο θα διευκολύνει παράλληλα τη δημοσιονομική προσαρμογή. Εχει εκτιμηθεί ενδεικτικά από τον ΟΟΣΑ, αλλά και από άλλους διεθνείς και εγχώριους οικονομικούς οργανισμούς, ότι το μέγεθος αυτού του ωστικού κύματος είναι τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ. Οι πηγές αυτού του οφέλους θα αναφερθούν παρακάτω.

Το δημοσιονομικό είναι χωρίς αμφιβολία το πιο άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι όμως το μοναδικό. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει γενικότερο πρόβλημα αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο συμπλέκεται με το δημοσιονομικό της πρόβλημα.

Είναι φανερό ότι απαιτείται ένα νέο πρότυπο για το μέλλον, που να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, τη λειτουργία των αγορών, την ανταγωνιστικότητα, το κοινωνικό κράτος και τους θεσμούς, εξειδικεύοντας μετρήσιμους στόχους και τα μέσα επίτευξής τους. Χωρίς αμφιβολία, η θεραπεία του «μεγάλου ασθενούς», του κράτους, είναι βασικό μέσο προσέγγισης του νέου αναπτυξιακού προτύπου.

Εκσυγχρονισμός και μεταρρύθμιση
Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα με συγκεκριμένα και απλά μέτρα και η απελευθέρωση της οικονομίας από δεσμά που είχαν επιβληθεί σε άλλες εποχές μπορεί, σε μεσοπρόθεσμο / μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να αποφέρουν οφέλη της τάξεως του 10% σε ετήσια βάση. Η συγκεκριμένη έρευνα που ποσοτικοποιεί αυτά τα οφέλη έχει γίνει από τον ΟΟΣΑ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ, την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους οργανισμούς, και αναφέρεται ενδεικτικά στα εξής: * Ο εκσυγχρονισμός του ρυθμιστικού και ανταγωνιστικού πλαισίου των αγορών αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 3,5%.

* Η μείωση του κόστους συμμόρφωσης των επιχειρήσεων στις διοικητικές ρυθμίσεις μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 3,5%.

* Η απελευθέρωση των «κλειστών επαγγελμάτων» (περίπου 70 τον αριθμό) μπορεί να αυξήσει τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1%.

* Η αύξηση στις εισαγωγές κεφαλαίων για άμεσες ξένες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του ΑΕΠ, αν και δεν έχει αποτιμηθεί ποσοτικά το όφελος αυτό.

* Η βελτίωση κατά 45 μονάδες στην επίδοση των μαθητών στο πρόγραμμα ΡΙSΑ του ΟΟΣΑ (δηλαδή κατά 3,5%), στο οποίο η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία, συναρτάται με μόνιμη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 1% ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ.

* Η διείσδυση του Διαδικτύου και η χρήση συστημάτων πληροφορικής στην οικονομία και ιδιαίτερα στις δημόσιες υπηρεσίες αναμένεται να αυξήσει δραστικά την παραγωγικότητα.

* Η αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου θα μπορούσε να αυξήσει τόσο τα (μη φορολογικά) δημόσια έσοδα όσο και τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Εναπόκειται λοιπόν στη διορατικότητα και αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού συστήματος, να αντιληφθεί έγκαιρα πού «γέρνει η ζυγαριά» του κόστους- οφέλους μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.