Οι ευρωεκλογές του 2009 ίσως αποδειχτούν οι ευρωπαϊκότερες εκλογές ως τώρα, καθώς μέσω των αποτελεσμάτων καταγράφηκε ένα κοινό πρόβλημα: η μετανάστευση και η διαχείρισή της. Δεν είναι τωρινό βέβαια το πρόβλημα, κλείνουν κοντά δύο δεκαετίες από την έντονη εμφάνισή του, αλλά το πώς θα υπάρξει μια θέση για τους νεοεισερχόμενους στις κοινωνίες μας δεν έχει αντιμετωπιστεί ακόμη.

Η εξέλιξη του προβλήματος
Ας δούμε ιστορικά το πρόβλημα πως μεγάλες αλλαγές δημιουργούν νέους ακατάτακτους πληθυσμούς και πώς οι κοινωνίες αντιδρούν ή τους δεξιώνονται. Η βιομηχανική επανάσταση (από τα μέσα του 18ου στην Αγγλία ως τον 19ο αιώνα στην ηπειρωτική Ευρώπη) δημιούργησε πλήθος ξεριζωμένων πληθυσμών που προέρχονταν από την ύπαιθρο ή και από άλλες χώρες. Αυτοί οι πληθυσμοί που συνωστίζονταν στις παρυφές των πόλεων, άθλιοι και επιρρεπείς στην παραβατικότητα, προκαλώντας «ηθικό πανικό» (moral panics) στις αρχές και στις μεσαίες τάξεις, ονομάστηκαν «επικίνδυνες τάξεις» (classes dangereuse). Τα αρχεία των υπερπόντιων φυλακών της Αυστραλίας και της Τασμανίας καθώς και της Νέας Καληδονίας (όπου, αντίστοιχα, έστελναν η Βρετανία και η Γαλλία δεκάδες χιλιάδες Τομ Σόγερ και Γιάννηδες Αγιάννηδες), είναι μάρτυρες της κατασταλτικής αντιμετώπισης αυτών των επικίνδυνων τάξεων. Οι ιστορικοί, συσχετίζοντας τις ηλικίες, το φύλο και τους συγγενικούς δεσμούς αυτών των απόκληρων, μιλούν σήμερα για μια αθέατη γενοκτονία. Μόνον όταν εφαρμόστηκαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εκτείνονταν από τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και τα σχολικά συσσίτια, από την κοινωνική κατοικία, την αναδιάταξη των δη μόσιων χώρων των πόλεων, ως την εργατική νομοθεσία και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, άλλαξαν οι τάξεις αυτές και οι Αρχές δεν τις έβλεπαν πλέον ως επικίνδυνες. Κυρίως όταν ενσωματώθηκαν στους πολιτικούς θεσμούς και απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Με τα χρόνια, και όχι χωρίς κινδυνολογία και συγκρούσεις, βρέθηκε μια θέση για όλους αυτούς που έφερε στις πόλεις η βιομηχανική επανάσταση και αποδείχθηκε ότι υπήρχε τρόπος να χωρέσουν όλοι στη νέα κοινωνία, κάτι που πριν εθεωρείτο αδιανόητο. Επικίνδυνη οπισθοδρόμηση
Σήμερα, δηλαδή εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σε ανάλογη θέση, καθώς παγκοσμιοποίηση, πόλεμοι και κλιματικές αλλαγές φέρνουν νέους πληθυσμούς απόκληρων, για τους οποίους φαίνεται κατ΄ αρχάς να μην υπάρχει θέση στις κοινωνίες μας – πέραν της άμεσης και πρώτης χρήσης τους. Αλλά το χειρότερο είναι πως φαίνεται να μην υπάρχουν επίσης ιδεολογίες και πολιτικές ένταξης. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν στις νοοτροπίες της εποχής των «επικίνδυνων τάξεων»; Σκέπτομαι μήπως η παρουσία τους άλλαξε πρωτίστως και ανεπαισθήτως εμάς. Σαν να μην έφτασε ποτέ στη Γηραιά Ηπειρο ο λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή σαν αυτά να αφορούν μόνο τους ομοίους μας και όχι τα ανθρώπινα όντα ανεξαρτήτως ιδιότητας, τους θεωρούμε μιαρούς και πολιτισμικά ασύμβατους με μας. Γλιστρήσαμε σε οργουελιανούς νεολογισμούς και μιλάμε με ευφημισμούς για «σκούπες» (για να μη λέμε πογκρόμ ), για «επαναπροωθήσεις» (για να μη λέμε ξενηλασίες ) για «ειδικούς χώρους υποδοχής» (για να μη λέμε στρατόπεδα συγκέντρωσης ). Τα αποδεχόμαστε σαν να μην τα έχουμε ποτέ καταδικάσει όλα αυτά στο παρελθόν.

Η ασφάλεια των πολιτών; Βεβαίως. Αλλά από πότε και γιατί να θεωρούμε ότι η ασφάλεια ταυτίζεται με την αστυνομική καταστολή; Δεν ήταν η καταστολή που έκανε ακίνδυνες τις «επικίνδυνες τάξεις» του 19ου αιώνα. Ήταν ένα πλέγμα πολιτικών που ξεχώριζε το κοινωνικό από το παραβατικό, που στα μάτησε να απελαύνει τους ανέργους ή να τους κλείνει στα workhouses και στα άσυλα, που θεώρησε ανήθικη την απόσπαση των παιδιών από τους γονείς τους μόνο και μόνο γιατί ήταν φτωχοί. Που διεμβόλισε τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές. Ενα παρόμοιο όραμα και μια παρόμοια πολιτική μακράς πνοής σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα χρειάζεται σήμερα. Ως προς το παρόν, χρειάζεται να θέσουμε συγκεκριμένα ερωτήματα. Δεν είναι απαράδεκτες οι διαδικασίες και προκαλεί ντροπή ο χαμηλός αριθμός των αιτήσεων για άσυλο που γίνονται αποδεκτές; Δεν θα πρέπει να φτάσει τουλάχιστον στον μέσο όρο όσων χορηγούνται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τις οποίες συμμεριζόμαστε ένα κοινό νομικό πολιτισμό; Είναι δυνατόν να καταργείται ο δεύτερος βαθμός κρίσης των αιτήσεων για άσυλο και να μην καταγγέλλεται ως κατευθείαν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Δεν θεωρεί προσβολή στην ιστορία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το να υπογράψει παρόμοιο προεδρικό διάταγμα; Είναι δυνατόν να μη δίνεται ιθαγένεια σε παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν και πήγαν σχολείο στην Ελλάδα; Είναι δυνατόν, σε περιόδους ανεργίας, να τρέμουν οι μετανάστες μήπως απελαθούν αν δεν συμπληρώσουν τα απαραίτητα ένσημα; Είναι δυνατόν να μην προσφέρονται δυνατότητες στοιχειώδους και υγιεινής διαμονής σε αυτούς τους καραβοτσακισμένους που φτάνουν στις ακτές μας, αλλά να συγχέονται σκόπιμα με τους παραβατικούς και με την εγκληματικότητα; Είναι δυνατόν, τα κοινωνικά προβλήματα στις γειτονιές, όπως αυτό του Αγίου Παντελεήμονα, να αφεθεί στην Αστυνομία, στους αγαναχτισμένους πολίτες και στους αναρχικούς; Πού είναι οι δημοτικές αρχές; (Παρεμπιπτόντως, ο δήμαρχος ασχολείται με την οργάνωση… διεθνούς βυζαντινολογικού συνεδρίου!) Εχουν τα ΜΜΕ ευθύνες για την καλλιέργεια ενός «ηθικού πανικού» μέσω της ταύτισης μετανάστευσης, προσφυγιάς και εγκληματικότητας; Πέραν των αστυνομικών ποια κοινωνικά και ανθρωπιστικά μέτρα σκοπεύει να πάρει η κυβέρνηση;

Το πρόσωπο της κοινωνίας μας
Μετά τιςευρωεκλογές φαίνεται όλοι να συρόμαστε πίσω από τα «μηνύματα» της Ακροδεξιάς. Διατυπώνεται μάλιστα η θεωρία ότι για να κυβερνήσει η Δεξιά πρέπει είτε να ενσωματώσει την Ακροδεξιά ή να υιοθετήσει το πρόγραμμά της. Δυστυχώς το έχουμε ξαναδεί το έργο τη δεκαετία του 1930. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο φασισμός πέρασε θριαμβευτικά. Αλλά ο κίνδυνος σήμερα δεν είναι να κυβερνήσουν οι ευρωπαϊκές ακροδεξιές. Δεν το μπορούν και δεν είναι όμοιες οι συνθήκες με τον Μεσοπόλεμο. Ο κίνδυνος σήμερα είναι η πολιτική της Ακροδεξιάςνα εγκατασταθεί στο κέντρο του πολιτικού συστήματος . Δεν ανησυχώ όταν ο κ. Καρατζαφέρης λέει «μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση». Με φοβίζει όμως, και πολύ μάλιστα, όταν το σύνθημα αυτό το υιοθετεί ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου ως το υπ΄ αριθμ.

1 μέτρο για το μεταναστευτικό πρόβλημα («Καθημερινή» 14.6.09). Και ανησυχώ γιατί γνωρίζω πολλές οικογένειες από το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές που αυτές τις ημέρες φοβούνται να κυκλοφορήσουν έξω από το σπίτι τους, γιατί παρά τα χρόνια που πέρασαν, δεν απέκτησαν χαρτιά.

Γιατί είδα στα μάτια των παιδιών τους χαραγμένο τον τρόμο. Εναν τρόμο που δεν είναι διαφορετικός από εκείνον που ένιωθαν τα χωρίς χαρτιά αλβανάκια ως πριν από λίγα χρόνια, που δεν είναι διαφορετικός εν τέλει από εκείνον που χαρασσόταν στο πρόσωπο των θυμάτων όλων των πογκρόμ και των καταδιώξεων της Ιστορίας, συμπεριλαμβανομένων και των προγόνων πολλών από μας. Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Μας αρέσει αυτό το πρόσωπο της κοινωνίας μας;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. ΥΓ.: Ενώ είχε δοθεί το άρθρο, συνέβη η δολοφονία του αστυνομικού. Η χώρα δεν αντέχει δεύτερο κύμα τρομοκρατίας μαζί με τις εξ αντιδιαστολής επιπτώσεις της. Η τρομοκρατία για να εξαρθρωθεί, χρειάζεται πρωτίστως να ηττηθεί πολιτικά. Και πολιτική ήττα σημαίνει να απομονωθεί όχι από τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, στα οποία έτσι κι αλλιώς είναι απονομιμοποιημένη, αλλά από τα στενότερα, εκείνα που της δίνουν εφεδρείες. Εκείνα πρέπει να πειστούν και να την απομονώσουν. Προκειμένου να ηττηθεί η τρομοκρατία, πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένας αδιανόητος τρόπος δράσης. Δεν πέτυχε έως τώρα απολύτως καμία κοινωνική αλλαγή και κανένα πολιτικό αποτέλεσμα, πέραν από την ασύμμετρη αύξηση της αστυνόμευσης και της επιτήρησης, καθιστώντας επισφαλέστερη τη θέση στρωμάτων που δεν ευθύνονται γι αυτήν.