Διαβάζοντας στον εγχώριο και διεθνή Τύπο αναλύσεις για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 7ης Ιουνίου, διαπιστώνουμε ότι θεωρήθηκε έκπληξη η άνοδος των δυνάμεων των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, όπως και των κομμάτων της άκρας Δεξιάς. Με τον ίδιο τρόπο είχε σχολιαστεί και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 13ης Ιουνίου 2004, όταν και πάλι με έκπληξη διαπιστωνόταν ότι «πολέμιοι της Ευρώπης και λαϊκιστές εκτοξεύτηκαν σε ψήφους» ( Die Ζeit, 14.06.2004). Ο κομματικός χώρος της πολιτικής διαμαρτυρίας, ιδιαίτερα εκείνος της άκρας Δεξιάς, μετράει πλέον αρκετές δεκαετίες παρουσίας στην εθνική και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή των μεταπολεμικών δημοκρατιών και αυτό που επιβεβαιώνεται ύστερα από κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι τα χαρακτηριστικά της διάρκειας που έχει αποκτήσει μια τέτοια παρουσία. Παρ΄ ότι αρκετά από τα κομματικά μορφώματα της πολιτικής διαμαρτυρίας εμφανίζονται ως «πομφόλυγες» (flash parties) με αιφνίδια, αν και σύντομη πολιτική παρουσία, επίσης αρκετά από αυτά παρουσιάζουν μια σταθερή διαδρομή στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό κομματικό σύστημα.

Στις εκλογές της 7ης Ιουνίου ο ευρύτερος κομματικός χώρος της πολιτικής διαμαρτυρίας (ξανα)έκανε αισθητή την παρουσία του στην Ευρώπη. Μιλώντας για κομματικό χώρο της πολιτικής διαμαρτυρίας οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων από τη μία μεριά, η πολιτική ατζέντα των οποίων περιστρέφεται γύρω από την κριτική σε θεσμούς (Κοινοβούλιο, Επιτροπή) και διεργασίες (π.χ. διεύρυνση) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και των κομμάτων της άκρας Δεξιάς από την άλλη, τα οποία διαθέτουν ένα πολύπλοκο και μεταβαλλόμενο πολιτικό προφίλ. Τα τελευταία, με εμφανείς αντιευρωπαϊκούς τόνους στον πολιτικό λόγο τους, ενσαρκώνουν έναν πιο ολοκληρωμένο τύπο κόμματος διαμαρτυρίας από τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, καθώς δεν εναντιώνονται μόνο στην ΕΕ, αλλά και σε πτυχές του πολιτικού και του κομματικού συστήματος των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών συνολικά: δομές της πολιτικής συναίνεσης, του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας, της κομματικής δημοκρατίας και της ποιότητας της δημοκρατίας (δικαιώματα, πολυπολιτισμικότητα) τίθενται στο στόχαστρο των κομμάτων του ακροδεξιού χώρου. Η εκλογικά επιτυχημένη πορεία τους στην εθνική και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή οφείλεται στο γεγονός ότι λειτουργούν ως συλλέκτες της διαμαρτυρίας των πολιτών, αλλά και ως πολλαπλασιαστές αυτής της διαμαρτυρίας, μετουσιώνοντας τα κάθε είδους αντικομματικά και αντιπολιτικά συναισθήματα, τους φόβους και τις ανασφάλειες των πολιτών σε συγκεκριμένη (αντιμεταναστευτική, ξενοφοβική, ισλαμοφοβική κτλ.) πολιτική στάση.

Στα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητήθηκαν ιδιαίτερα τα υψηλά εκλογικά ποσοστά ορισμένων ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, ιδίως του Βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας και της Λίστας του Ηans Ρeter Μartin στην Αυστρία, κόμματα που πάντως είχαν συγκεντρώσει σχεδόν το ίδιο υψηλά ποσοστά και στις ευρωεκλογές του 2004. Εντονα συζητήθηκαν στα ΜΜΕ οι εκλογικές επιτυχίες των κομμάτων της άκρας Δεξιάς, με κυριότερη την περίπτωση του Κόμματος της Ελευθερίας στην Ολλανδία, καθώς πρόκειται για ένα νέο κόμμα (πρωτοεμφανίστηκε το 2006), το οποίο, κινητοποιώντας τους φόβους εναντίον των μουσουλμάνων, σχεδόν τριπλασίασε το εθνικό ποσοστό του κατακτώντας τη δεύτερη θέση, μπροστά από το Εργατικό Κόμμα. Βέβαια ως τώρα συζητήθηκαν πολύ λιγότερο ορισμένες αποτυχίες και κάποια συρρίκνωση δυνάμεων που καταγράφηκε στον κομματικό χώρο της πολιτικής διαμαρτυρίας: Η πανευρωπαϊκή κίνηση Libertas για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας απέτυχε στους στόχους της εκλέγοντας μόνο έναν βουλευτή και ο επικεφαλής της, ο Ιρλανδός Ντέκλαν Γκάνλεϊ, έμεινε εκτός της Ευρωβουλής. Επιπλέον, κάμψη στις δυνάμεις τους κατέγραψαν ορισμένα από τα ισχυρά κόμματα της άκρας Δεξιάς (Φλαμανδικό Συμφέρον στο Βέλγιο, Επίθεση στη Βουλγαρία, Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, Σλοβακικό Εθνικό Κόμμα κ.ά.). Οι διακυμάνσεις στις εκλογικές δυνάμεις των κομμάτων της άκρας Δεξιάς καταδεικνύουν ότι η ικανότητά τους να προσελκύουν εκλογείς είναι αντιστρόφως ανάλογη της ικανότητας των λαϊκών-πολυσυλλεκτικών κομμάτων να συγκρατούν τους δικούς τους κοινωνικοοικονομικά ευάλωτους εκλογείς.

Τα κόμματα του χώρου της πολιτικής διαμαρτυρίας αυξάνουν τα εκλογικά ποσοστά τους όταν ευθυγραμμίζονται στις διαθέσεις πολιτικής δυσαρέσκειας αναδεικνύοντας στην πολιτική ατζέντα ζητήματα (μετανάστευση, παγκοσμιοποίηση, Ισλάμ, ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, οικονομική κρίση) που εξάπτουν τις ανησυχίες και δικαιώνουν το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών. Οσο τα κόμματα της διακυβέρνησης αποφεύγουν την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων ή οι προτάσεις πολιτικής που καταθέτουν δεν κρίνονται ως αποτελεσματικές από τους εκλογείς, τόσο μεγαλύτερα περιθώρια αφήνονται στα κόμματα διαμαρτυρίας να εκφραστούν κατά τρόπο δημαγωγικό και λαϊκιστικό, κινούμενα εκτός των αρχών του ευρωπαϊκού πλαισίου, ενίοτε και εκτός των ορίων της «πολιτισμικής (μας) αισχύνης» (Ν. Εlias).

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το βιβλίο της «Η άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία».