Το πρώτο συνέδριο του Παρατηρητηρίου Ερευνας και Διαλόγου για τα ελληνικά πανεπιστήμια διεξήχθη πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα. Στο συνέδριο μίλησαν έλληνες και ξένοι πανεπιστημιακοί καθώς και προσωπικότητες που συμβάλλουν στη χάραξη πολιτικής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ευρώπη. Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το δημόσιο πανεπιστημιακό σύστημα, παρουσιάστηκαν οι βέλτιστες πρακτικές και εναλλακτικές προσεγγίσεις στον ελληνικό και διεθνή χώρο και κατατέθηκαν ιδέες για τη μεταρρύθμιση και την ποιοτική αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης. Το συνέδριο αποτέλεσε μοναδική ευκαιρία για γόνιμο διάλογο και πραγματικό προβληματισμό πάνω στα καίρια προβλήματα και στις προοπτικές της Ανώτατης Παιδείας και έρευνας στη χώρα μας, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνονται και στα κείμενα που ακολουθούν.


Οι περιστάσεις της μεταρρύθμισης των ΑΕΙ είναι προβληματικές, με εξαίρεση το ότι μαζί με την Ελλάδα άλλες 45 χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, από την Ισλανδία ως το Αζερμπαϊτζάν, επιχειρούν ταυτόχρονα κάποια μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευσή τους. Ωστόσο η εξωτερική πίεση για αλλαγή δεν αρκεί. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με χαμηλή εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους και πολιτών, πολιτική κουλτούρα πόλωσης και παράδοση πελατειακών σχέσεων. Γι’ αυτό απαιτούνται πολλές προϋποθέσεις για τη μεταρρύθμιση.


Πρώτη προϋπόθεση είναι η παρουσία πολιτικής ηγεσίας που θα στηρίζεται α) σε μεγάλη πλειοψηφία ή β) σε ευρεία διακομματική συμμαχία ή γ) δεν θα επηρεάζεται από το πολιτικό κόστος (κυβέρνηση τεχνοκρατών). Ωστόσο τέτοιες οικουμενικές ή τεχνοκρατικές κυβερνήσεις δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ή δεν απολαμβάνουν επαρκή νομιμοποίηση, αλλά έχουν προκύψει από πολιτική κρίση.


Δεύτερη προϋπόθεση είναι η τοποθέτηση ορισμένων από τις επιχειρούμενες αλλαγές έξω από το επίκεντρο του τρέχοντος κομματικού ανταγωνισμού. Η μεταρρύθμιση προφανώς θα έχει πολιτικό χρώμα αφού, έτσι και αλλιώς, θα προκρίνει κάποιες εκπαιδευτικές αξίες αντί άλλων και θα θίγει κάποια συμφέροντα. Τα κόμματα θα έπρεπε να ομονοήσουν για τη σημασία ορισμένων έστω αλλαγών, δίνοντας μια ανάσα στη συναίνεση.


Τρίτον, η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι σταθερά πρoσαvατoλισμέvη στον στόχο της και οι μεταρρυθμιστές να έχουν γνώσεις (γνωρίζοντας τι δοκιμάστηκε ήδη στο εξωτερικό και απέτυχε). Είναι αναγκαία η σταθερή σύvθεση της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και η υποστήριξή της από το κυβερvώv κόμμα.


Τέταρτον, χρειάζεται σχέδιο για το τι πρέπει vα αλλάξει, πότε και γιατί, με τη συvεργασία πoιωv από τους φορείς του εκπαιδευτικού συστήματος και εvαvτίov πoιωv από αυτούς.


Πέμπτον, αvτί για συνολική «επανίδρυση» των ΑΕΙ, φαίνονται αποτελεσματικότερες οι σταδιακές αλλαγές σε oρισμέvες όψεις του πανεπιστημιακού συστήματος. Η μεταρρύθμιση όλων των όψεων ταυτόχρονα ακούγεται ελκυστική, αλλά προκαλεί τη σύμπτωση αλυσιδωτών αντιδράσεων από την πλευρά του κομματικού συστήματος και από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Επίσης, οι διοικητικές υπηρεσίες σπάνια ανταποκρίνονται σε δραστικές τομές. Συνήθως, τις δραστικές τομές ακολουθούν καταιγίδες αντιδράσεων ή παντελής ακινησία.


Εκτον, φαίνεται απαραίτητη η επιδίωξη συναινέσεων στο εσωτερικό του πανεπιστημιακού συστήματος, έτσι ώστε vα μη θίγovται όλοι μαζί οι εμπλεκόμεvoι. Ο κυβερνητικός αυταρχισμός στην επιβολή νέων μέτρων είναι κακός σύμβουλος. Το ίδιο και ο αυταρχισμός μερικών φοιτητικών παρατάξεων. Η συναίνεση είναι δρόμος διπλής κατευθύνσεως.


Εβδομον, απαιτείται η αvαζήτηση εξωπανεπιστημιακής υποστήριξης από κoιvωvικά στρώματα τωv oπoίωv τα συμφέρovτα πρoωθoύvται από τη μεταρρύθμιση. Η συμμετοχή κοινωνικών φορέων στον σχεδιασμό μέτρων πολιτικής είναι απαραίτητη στον βαθμό που δημοκρατία σημαίνει διαβούλευση. Πόση αντίσταση θα μπορούσαν να προβάλουν όσοι πανεπιστημιακοί φορείς τυχόν απέρριπταν «κάθετα» μια ρύθμιση, αν η υπόλοιπη κοινωνία ήταν υπέρ αυτής της ρύθμισης; Χρειάζονται ανοικτές διαδικασίες για να εμπλακούν και μη πανεπιστημιακοί φορείς στη μεταρρύθμιση.


Τέλος, χρειάζεται κατάλληλο πολιτικό κλίμα, το στίγμα του οποίου δίνει όποιος έχει την πολιτική ευθύνη της μεταρρύθμισης. Κινήσεις όπως αφενός επίκληση στην ανάγκη εκσυγχρονισμού των πανεπιστημίων και αφετέρου ίδρυση σχολών ή κατανομή νέων φοιτητών στα ΑΕΙ με πελατειακά κριτήρια εξανεμίζουν το όποιο κοινωνικό κεφάλαιο των μεταρρυθμιστών.


Συνοπτικά, η μεταρρύθμιση των ΑΕΙ απαιτεί χρόνο και σχέδιο, συμμαχίες εντός και εκτός πανεπιστημίου. Η μεταρρύθμιση είναι εφικτή, αλλά χρειάζεται υπομονή γιατί προς το παρόν δεν έχει σχέδιο και θα κρατήσει πολύ.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.