Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου


Την προηγούμενη εβδομάδα φιλοξενήθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης οι εργασίες του 21ου συνεδρίου «Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη κατά το 2007». Συμμετείχαν, όπως κάθε χρόνο, κυρίως αρχαιολόγοι αλλά και επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων, όπως αρχιτέκτονες, γεωλόγοι, γεωφυσικοί, δασολόγοι κ.ά. Ολοι τους παρουσίασαν πορίσματα ερευνών σχετικών με τις αρχαιότητες του βορειοελλαδικού χώρου, τις οποίες διεξήγαγαν κατά το προηγούμενο έτος. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά επιτυχημένο θεσμό, από τους λιγοστούς της χώρας μας στον χώρο της αρχαιολογίας. Χάρη σ’ αυτόν κάθε χρόνο η αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα πληροφορείται έγκυρα και έγκαιρα για το αρχαιολογικό έργο της χρονιάς που πέρασε στη Μακεδονία και στη Θράκη. Η ενημέρωση αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε όσους ειδικούς, έλληνες και ξένους, τυχαίνει να παρακολουθούν τις εργασίες του συνεδρίου αλλά είναι πολύ ευρύτερη, αφού στη διάρκεια της συνάντησης αυτής παραδίδεται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και ο τόμος των πρακτικών της προηγούμενης χρονιάς. Αλλά η επιστημονική αυτή συνάντηση – που ξεκίνησε το 1987 με πρωτοβουλία του καθηγητή Δ. Παντερμαλή και της εφόρου Αρχαιοτήτων, αείμνηστης Ιουλίας Βοκοτοπούλου – φαίνεται ότι έχει απήχηση όχι μόνο στον χώρο των ειδικών αλλά και στο ευρύτερο κοινό.


Δύο από τους συνέδρους της φετινής συνάντησης αναφέρθηκαν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό και από παλιά γνωστό μνημείο της Μακεδονίας. Πρόκειται για το εντυπωσιακό σε μέγεθος και λαμπρό σε κατασκευή ανάκτορο των Αιγών, της παλιάς πρωτεύουσας των Μακεδόνων, που δεσπόζει σε μια επιβλητική θέση δίπλα στο σημερινό χωριό Βεργίνα. Το χωριό αυτό έγινε διεθνώς γνωστό χάρη στις ανασκαφές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που με τόση επιτυχία διεξήγαγε επί σειρά ετών ο αείμνηστος καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος. Επειδή σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 16 χρόνια από τον θάνατό του (31.3.1992), αφιερώνω το κείμενο αυτό στη μνήμη του αξέχαστου δασκάλου μου.


Το ανάκτορο ανακαλύφθηκε το 1855 από τον γάλλο αρχαιολόγο Leon Heuzey, χάρη στις πληροφορίες που του έδωσε ένας «ξύπνιος», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος, παπάς της περιοχής. Από τον ίδιο ερευνητή έγιναν, έξι χρόνια αργότερα, και οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες που διήρκεσαν σαράντα μέρες. Κατά τη διάρκειά τους ερευνήθηκαν τμήματα της ανατολικής πτέρυγας του ανακτόρου, ανάμεσα στα οποία και ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων χώρος, ένα κυκλικό εσωτερικά δωμάτιο. Εδώ βρέθηκε αργότερα η επιγραφή «ΗΡΑΚΛΗΙ ΠΑΤΡΩΙΩΙ», μια σαφής αναφορά στην καταγωγή των ιδιοκτητών του ανακτόρου, δηλαδή των μελών της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας, από τον Ηρακλή. Μετά τις έρευνες του Heuzey πέρασαν πολλά χρόνια εγκατάλειψης του ανακτόρου, κατά τη διάρκεια των οποίων ο εκτεταμένος ερειπιώνας του αποτέλεσε πλούσια πηγή οικοδομικού υλικού για νεότερα κτίσματα.


Το 1938 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποφάσισε, με πρόταση του τότε καθηγητή Αρχαιολογίας Κωνσταντίνου Ρωμαίου, να αναλάβει τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας του σημαντικού αυτού μνημείου της Μακεδονίας. Η ανασκαφή ωστόσο σταμάτησε το 1940 λόγω της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, που βρήκε τον Ρωμαίο με την ομάδα του – σε αυτήν ανήκε και ο τότε φοιτητής Μανόλης Ανδρόνικος – να εργάζεται στη Βεργίνα. Ο Ρωμαίος θα επανέλθει στο ανάκτορο το 1954 και θα συνεχίσει τις ανασκαφικές του έρευνες ως το 1956, σε συνεργασία με τον τότε έφορο Αρχαιοτήτων Χαράλαμπο Μακαρόνα, ενώ από το 1959 το έργο του θα το συνεχίσουν οι διάδοχοί του στο Πανεπιστήμιο Γεώργιος Μπακαλάκης και Μανόλης Ανδρόνικος. Με τη συνταξιοδότηση του πρώτου το 1972 την αποκλειστική ευθύνη της ανασκαφικής έρευνας στο ανάκτορο την αναλαμβάνει ο Ανδρόνικος, την οποία και ολοκληρώνει το 1974. Μετά τον αδόκητο θάνατό του τις πανεπιστημιακές ανασκαφές στη Βεργίνα συνεχίζουν οι συνάδελφοι Στ. Δρούγου, Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη και Π. Φάκλαρης, όλοι τους μαθητές και συνεργάτες του Ανδρόνικου, οι οποίοι, εκτός των άλλων, επωμίζονται και τη μεγάλη ευθύνη της τελικής δημοσίευσης του ανακτόρου. Για λόγους ιστορικούς σημειώνω ότι τις πολύχρονες ανασκαφές του ανακτόρου της Βεργίνας στήριξαν οικονομικά, εκτός φυσικά από το Πανεπιστήμιο, τα εκάστοτε αρμόδια για τις αρχαιότητες υπουργεία, το Ιδρυμα Singer-Polignac και το Εμπορικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.


Πρόσφατα η ελληνική πολιτεία αποφάσισε, με γενναία χρηματοδότηση, να προχωρήσει σε εργασίες συντήρησης, ανάπλασης και ανάδειξης του σημαντικού αυτού μνημείου. Πρωτοβουλία επαινετή, μόνο που από το φιλόδοξο αυτό έργο αποκλείστηκε – σκοπίμως ή όχι, δεν γνωρίζω – το Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για ενέργεια με την οποία το ελληνικό κράτος εμφανίζεται να μη σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό. Υπενθυμίζω, για λόγους και πάλι… ιστορικούς, ότι το 1961, με αφορμή «μιαν πανηγυρικήν συγκέντρωσιν την οποίαν ωργάνωσε το Πανεπιστήμιον…» για τα 100 χρόνια από την έναρξη των ανασκαφών του ανακτόρου, η Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως εξέδωσε ειδικό τεύχος αναφερόμενο στις πανεπιστημιακές αυτές ανασκαφές, το οποίο και προλόγισε ο τότε γενικός διευθυντής της Ιωάννης Κ. Παπαδημητρίου.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.