Από την περασμένη Πέμπτη η Εκκλησία της Ελλάδος ποιμαίνεται από νέο αρχιεπίσκοπο. Τόσο όμως η δεκαετής θητεία του μακαριστού Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε τα εκκλησιαστικά θέματα όσο και η προεκλογική διαδικασία που ακολούθησε τον θάνατό του εγείρουν ερωτήματα, με πρώτο εκείνο του ρόλου της Εκκλησίας στις σημερινές συνθήκες. Πρέπει η Εκκλησία να είναι ελεύθερη από κρατικές παρεμβάσεις, από τον ασφυκτικό πολλές φορές εναγκαλισμό της πολιτείας και της πολιτικής, πραγματικά αυτοδιοικούμενη με βάση τους ιερούς κανόνες, τις ιερές παραδόσεις της; Πρέπει το λάδι της Εκκλησίας να χρησιμοποιείται για να ανάβουν συγκρούσεις; Πρέπει να περιοριστεί μόνο στον θρησκευτικό της λόγο ή μπορεί αυτός να γίνεται και πολιτικός; Το «άνοιγμα» στην κοινωνία σημαίνει και εκκοσμίκευση; Στο σημερινό αφιέρωμα, τρεις πανεπιστημιακοί επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις και να προσδιορίσουν τον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η Εκκλησία στο μέλλον.


Μετά την εθνική εξέγερση του 1821 και τη σύσταση του ελληνικού κράτους-έθνους βλέπουμε σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στις θρησκευτικές και πολιτικές λειτουργίες. Πολλές από τις πολιτικές λειτουργίες που, στην οθωμανική περίοδο, ασκούνταν από την Εκκλησία μεταβιβάστηκαν στο νεοσύστατο κράτος. Η σταδιακή όμως διαφοροποίηση μεταξύ πολιτικών και θρησκευτικών ρόλων σταμάτησε με τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας το 1833. Στη μεταπολίτευση ο καταστατικός χάρτης του 1977 ενίσχυσε σε κάποιο βαθμό την εκκλησιαστική αυτονομία. Η επέμβαση των κομμάτων και της κυβέρνησης έπαψε να είναι τόσο άμεση όσο στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά όμως η διαφοροποίηση Εκκλησίας και κράτους παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτή η κατάσταση έχει επιπτώσεις και στους δύο θεσμικούς χώρους.


* Οι σχέσεις θρησκευτικού και πολιτικού


Σε ό,τι αφορά τον θρησκευτικό χώρο η Εκκλησία από τον 19ο αιώνα ως σήμερα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό επέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας. Ετσι, για παράδειγμα, οι ιερείς πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και υπάγονται στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση όπου η πελατειακή νοοτροπία και ο αμοραλισμός, που παρατηρεί κανείς στη δημόσια διοίκηση, μεταφέρονται λίγο – πολύ αυτόματα στους διοικητικούς μηχανισμούς της Εκκλησίας.


Οσον αφορά τώρα τον πολιτικό χώρο είναι πάλι η έλλειψη διαφοροποίησης μεταξύ του πολιτικού και του θρησκευτικού που εξηγεί την ευκολία με την οποία οι πολιτικές ελίτ από τον 19ο αιώνα ως τη μεταπολίτευση επενέβαιναν δυναμικά και επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό τα θρησκευτικά πράγματα. Βέβαια και το αντίθετο συνέβαινε. Οι θρησκευτικές ηγεσίες επενέβαιναν στον πολιτικό χώρο – κυρίως όταν τα διάφορα προνόμιά τους ετίθεντο σε αμφισβήτηση. Βέβαια οι εκκλησιαστικές επεμβάσεις έγιναν πολύ πιο δυναμικές με την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του μακαριστού Χριστόδουλου. Κατ’ αυτήν την περίοδο οι εκκλησιαστικές επεμβάσεις έγιναν πολύ πιο δυναμικές και συγχρόνως αντιδημοκρατικές. Η εκκλησιαστική εξουσία πολιτικοποιείται ή και κομματικοποιείται: ο εκκλησιαστικός άμβωνας συχνά μετατράπηκε σε πολιτική/κομματική πλατφόρμα, βασικά ανθρώπινα δικαιώματα αμφισβητήθηκαν (π.χ. η περίπτωση των ταυτοτήτων) – ενώ ο Αρχιεπίσκοπος ex cathedra έπαιρνε θέσεις αντίθετες προς την κυβερνητική εξωτερική πολιτική. Βέβαια, ως έναν βαθμό, αυτού του είδους ο θρησκευτικός επεκτατισμός σχετιζόταν με την εκρηκτική, άκρως φιλόδοξη, προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου. Σχετιζόταν όμως επίσης και με την έλλειψη θεσμικής διαφοροποίησης μεταξύ του θρησκευτικού και του πολιτικού χώρου.


Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές πως ο διαχωρισμός μεταξύ κράτους και Εκκλησίας πρέπει να προχωρήσει. Ο διαχωρισμός όχι μόνο θα κάνει το πολίτευμα πιο δημοκρατικό αλλά θα βοηθήσει ώστε να γίνει ο ρόλος της Εκκλησίας λιγότερο πολιτικός/κομματικός και περισσότερο πνευματικός/φιλανθρωπικός.


* Ελληνικότητα και Ορθοδοξία



Για ορισμένους στοχαστές ο διοικητικός διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσει σε αποσύνδεση της ελληνικότητας από την Ορθοδοξία. Μπορεί δηλαδή να πάψει η χριστιανο-ορθόδοξη κληρονομιά να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας του Νεοέλληνα. Γιατί, αν αυτή η ταυτότητα είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού της αρχαίας ελληνικής και της ανατολικο-χριστιανικής κληρονομιάς μας, αυτός ο μοναδικός συνδυασμός παίρνει σάρκα και οστά σε ένα θεσμικό σύστημα όπου κράτος και Εκκλησία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα.


Νομίζω ότι το παραπάνω επιχείρημα είναι λανθασμένο. Η παραπέρα διαφοροποίηση του κρατικού και του θρησκευτικού χώρου, υπό τη μορφή της μεγαλύτερης αυτονομίας της Εκκλησίας από το κομματικοκρατικό σύστημα, δεν σημαίνει στεγανοποίηση. Σημαίνει απλώς ότι οι δεσμοί θα είναι διαφορετικοί. Οι δεσμοί θα είναι τέτοιοι που θα οδηγούν από τη σημερινή κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής πάνω στη θρησκευτική/πνευματική λογική σε μια κατάσταση όπου οι σχετικά αυτόνομες λογικές του κρατικού και του εκκλησιαστικού χώρου θα συνυπάρχουν σε κατάσταση αλληλοσεβασμού, σε κατάσταση ισορροπίας.


Η διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας είναι αναμφισβήτητη αλλά πρέπει να τη δει κανείς στο επίπεδο του έθνους και του πολιτισμού και όχι σε αυτό του κράτους. Πράγματι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η αρχαία ελληνική παράδοση (όπως επηρέασε τον πρωτοχριστιανισμό και όπως στη συνέχεια διαμορφώθηκε από τον δυτικό Διαφωτισμό) και η παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας αποτελούν σήμερα συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς μας, δηλαδή της εθνικής μας ταυτότητας. Ως έθνος και ως πολιτισμός είμαστε βαθιά διαποτισμένοι και από τις δύο αυτές παραδόσεις.


Αυτό όμως με κανέναν τρόπο δεν προϋποθέτει και δεν νομιμοποιεί τη διαιώνιση των σημερινών διοικητικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.


Επιπλέον, αν εστιάσουμε τη διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας στο επίπεδο του κράτους και όχι σε αυτό του έθνους/πολιτισμού, τότε οδηγούμαστε αυτόματα στο απαράδεκτο συμπέρασμα ότι όποιος δεν ασπάζεται τα δόγματα ή τις συγκεκριμένες θεσμικές μορφές της Εκκλησίας (γιατί είναι άθεος, «αιρετικός», «αλλόθρησκος» κτλ.) παύει να είναι «πραγματικός» Ελληνας ή στην καλύτερη περίπτωση είναι Ελληνας δεύτερης κατηγορίας.


* Εκκλησιαστική δημοκρατία


Ενα άλλο επιχείρημα εναντίον του διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους είναι πως, δεδομένης της αυταρχικής οργάνωσης και εσωστρέφειας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η μείωση του κρατικού ελέγχου μπορεί να χειροτερεύσει αντί να καλυτερεύσει τα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναζωογόνηση της Εκκλησίας χρειάζεται όχι μόνο απαγκίστρωση από τον κρατικό Λεβιάθαν αλλά και εσωτερική μεταρρύθμιση, δηλαδή μια πιο ανοιχτή κατάσταση όπου το λαϊκό στοιχείο και οι διάφοροι αντιπρόσωποί του να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή στον χώρο λήψης βασικών αποφάσεων.


Αλλά για να είναι η εσωτερική μεταρρύθμιση αποτελεσματική θα πρέπει να προέλθει μέσα από τους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας, μέσω των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ήδη υπάρχουν στον εκκλησιαστικό χώρο. Αυτές οι προοδευτικές δυνάμεις όχι μόνο υπάρχουν αλλά και έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν στο νέο ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί σήμερα: ένα κλίμα όπου σημαντικό μέρος της νεολαίας, αντιδρώντας στην κυρίαρχη καταναλωτική νοοτροπία της κοινωνίας μας, στρέφεται ξανά προς πνευματικές αξίες και θρησκευτικούς προσανατολισμούς.


Ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή του ρόλου της τελευταίας στη χώρα μας. Μπορεί να οδηγήσει σε μια Εκκλησία πιο πνευματική και συγχρόνως πιο δημοκρατική.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.