Στις 8 Ιουνίου 2007 απεβίωσε ο αμερικανός φιλόσοφος, καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας και πολιτικός στοχαστής Ρίτσαρντ Ρόρτυ. Οι έρευνές του εκτείνονταν σε ασυνήθιστα πολλούς τομείς, περιλαμβανόμενων της φιλοσοφίας της γλώσσας, της επιστημολογίας και της πολιτικής ανάλυσης, ενώ το έργο του φανερώνει επιρροές από ευρύτατο φάσμα ρευμάτων σκέψης, από τον πραγματισμό και τον δαρβινισμό μέχρι τη φιλοσοφία των Χάιντεγκερ και Βίτγκενσταϊν και την αμερικανική Αριστερά. Κατά μία παράδοξη έννοια, ο Ρόρτυ ήταν ο λιγότερο αναλυτικός από τους σύγχρονους αμερικανούς φιλοσόφους, με την έννοια ότι προσπάθησε να γεφυρώσει την αγγλοσαξονική και ιδιαίτερα την αναλυτική με την ηπειρωτική φιλοσοφία. Μάλιστα το έργο του είχε συζητηθεί στους κύκλους της ευρωπαϊκής Αριστεράς και στη Γαλλία, καθώς «συνομιλούσε» με εκείνο των Ντεριντά και Φουκό. Ταυτόχρονα, η φιλοσοφία του διατηρούσε κατ’ εξοχήν αμερικανικά στοιχεία, αφενός λόγω της αυτοτοποθέτησής του στο φιλοσοφικό ρεύμα του πραγματισμού του Ντιούι και αφετέρου λόγω ενός ανανεωτικού πνεύματος, χαρακτηριστικού του «Νέου Κόσμου», και της αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον που απέπνεαν τα πιο πολιτικά γραπτά του.


Ο Ρόρτυ αρνιόταν να προσδιορίσει το μέλλον με βάση μια φιλοσοφική αφετηρία. Για εκείνον, η αναζήτηση της απόλυτης έννοιας του αγαθού και του αληθινού ήταν μάταια υπόθεση: «Δεν υπάρχει λόγος να ρωτάμε ποια περιγραφή του κόσμου τον αναπαριστά όπως είναι «καθεαυτόν». Αντίθετα θα έπρεπε να θέτουμε το πρακτικό ερώτημα: ποια περιγραφή εξυπηρετεί καλύτερα αυτό που θέλουμε;» (Τύχη, ειρωνεία, αλληλεγγύη, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002). Ο Ρόρτυ δέχεται την άποψη των πραγματιστών ότι μια πρόταση είναι αληθής αν μας βοηθά να λύσουμε ένα πρόβλημα και αμφισβητεί τη θέση ότι το νόημα μιας πρότασης μπορεί να αναζητηθεί στην εξωτερική πραγματικότητα που ανταποκρίνεται σε αυτήν. Μας καλεί να πάρουμε διαζύγιο από την αναπαραστατική φιλοσοφία, δηλαδή από τη φιλοσοφική παράδοση η οποία, από τον Πλάτωνα μέχρι τις μέρες μας, προϋποθέτει ότι ο ανθρώπινος νους είναι ένας καθρέφτης που περιέχει αναπαραστάσεις (Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2001). Ο Ρόρτυ μάς προτρέπει να απελευθερωθούμε από τη συνήθεια να γυαλίζουμε τον καθρέφτη προκειμένου να αποκτήσουμε ακριβέστερες αναπαραστάσεις, γιατί η οριστική αναπαράσταση της πραγματικότητας δεν είναι δυνατή ούτε ενδιαφέρει τελικά. Ολα αυτά καταλήγουν σε έναν «επιστημολογικό μπιχεϊ-βιορισμό» όπως τον ονομάζει ο ίδιος.


Εύλογα, τέτοιες απόψεις του Ρόρτυ έχουν εγείρει ενστάσεις, για τις οποίες ωστόσο διέθετε απαντήσεις. Αν κάποιος τον κατηγορούσε για σχετικισμό και υποκειμενισμό, τότε ο Ρόρτυ θα απαντούσε ότι τέτοιοι όροι ανήκουν στο αναπαραστατικό λεξιλόγιο (αντικειμενισμός – υποκειμενισμός), το οποίο ο ίδιος έχει ξεφορτωθεί. Αν κάποιος άλλος επιχειρούσε να προσάψει στον Ρόρτυ ότι ο «αντιθεμελιωτισμός» του είναι τρομακτικός, αφού δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα, εκείνος θα απαντούσε ότι για εκείνον βαραίνει περισσότερο «ο φόβος ότι θα υπάρχουν αντικειμενικώς αληθείς ή ψευδείς απαντήσεις σε κάθε ερώτημα… η εικόνα αυτή είναι τρομακτική, επειδή αποκλείει τη δυνατότητα να αναδυθεί κάτι καινούργιο κάτω από τον ήλιο, επειδή καταργεί την ποιητική διάσταση του ανθρώπινου βίου σε όφελος της αμιγώς θεωρητικής» (Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης).


Η τελευταία αποστροφή μάς θυμίζει τον πολιτικό Ρόρτυ, ο οποίος, για τα αμερικανικά δεδομένα, ήταν ένας αριστερός φιλελεύθερος. Οραματιζόταν μια κοινωνία που θα περιείχε περισσότερη ποικιλομορφία και λιγότερη οδύνη από όση περιέχει η σημερινή. Αισθανόταν πλησιέστερα προς την πραγματιστική Αριστερά που υπήρχε στην Αμερική στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα (Ντιούι, Γουίτμαν κ.ά.) παρά προς τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 (Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20ού αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2000). Θεωρούσε ότι η Νέα Αριστερά διέρρηξε τις συμμαχίες με τα συνδικάτα και οδήγησε στον αυτοπεριορισμό της σημερινής Αριστεράς στα πανεπιστήμια. Αμφισβητούσε τον προσανατολισμό της σημερινής «ακαδημαϊκής, λόγιας» Αριστεράς στις συγκρούσεις γύρω από την πολυπολιτισμικότητα. Αν και θεωρούσε ότι οι αγώνες της Αριστεράς έχουν μειώσει τον εξευτελισμό όσων αισθάνονται διαφορετικοί (π.χ., μέλη μειονοτήτων), εν τούτοις πίστευε ότι οι εν λόγω συγκρούσεις είναι δευτερογενείς. Κύριο ζήτημα είναι η αντιμετώπιση της κατάστασης στην πλανητική οικονομία η οποία «σύντομα θα βρίσκεται στα χέρια μιας κοσμοπολίτικης άρχουσας τάξης που δεν θα διατηρεί πλέον κανέναν απολύτως συνεκτικό δεσμό με τους εργάτες οπουδήποτε στον κόσμο» (Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20ού αιώνα). Εδώ ο Ρόρτυ μοιάζει να ασπάζεται την προβληματική της κύριας αντίφασης του καπιταλισμού, καθώς θέτει μαρξιστικές προτεραιότητες, από τις οποίες θα νόμιζε κανείς ότι έχει αποστασιοποιηθεί. Γράφει στο ίδιο βιβλίο του: «Πρέπει να απαρνηθούμε την υπόρρητη ιδέα που εντέχνως καλλιεργούν οι μαρξιστές πως μόνο εκείνοι που έχουν πειστεί ότι ο καπιταλισμός πρέπει να ανατραπεί λογίζονται ως αριστεροί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι παρά νερόβραστοι φιλελεύθεροι, αστοί ρεφορμιστές που ζουν μέσα στις αυταπάτες τους». Μικρές υποσημειώσεις στη σκέψη ενός γοητευτικού στοχαστή, ο οποίος, χωρίς να στηρίζεται στον Θεό, στον ορθό λόγο της νεωτερικότητας ή στην επιστήμη, τόλμησε να σκεφθεί μια καλύτερη κοινωνία.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.