Ζούμε μια αναταραχή στην Παιδεία μας. Δεν είναι υποκινούμενη. Για τον απλούστατο λόγο διότι – ευτυχώς ακόμη – κανείς, καμιά παράταξη δεν έχει τόση δύναμη ώστε να κινητοποιήσει τόσο κόσμο, εκπαιδευτικών, μαθητών, πανεπιστημιακών, φοιτητών. Μη βαυκαλιζόμαστε, λοιπόν, με εύκολες έως απλοϊκές ερμηνείες σύνθετων φαινομένων. Αυτό που προέχει είναι να καθίσουμε όλοι μαζί να βρούμε λύσεις. Λύσεις τίμιες, ορθολογικές, αποτελεσματικές, αναλαμβάνοντας ο καθένας τις ευθύνες του: Υπουργείο Παιδείας, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, φοιτητές, μαθητές, γονείς, κοινωνία. Δεν έχουμε – ευτυχώς – να κάνουμε με άλυτα προβλήματα, αλλά με άστοχους χειρισμούς και λανθασμένες μορφές συμπεριφοράς από όλες τις πλευρές, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική έκταση. Πώς μπορούν να αρθούν τα αδιέξοδα; Σαράντα χρόνια στην Παιδεία μας μού επιτρέπουν, ελπίζω, να διατυπώσω μια ρεαλιστική άποψη, που μπορεί ίσως να οδηγήσει σε άρση των αδιεξόδων που έχουν ανακύψει στη Γενική και στην Ανώτατη Παιδεία.


* Γενική Παιδεία


Πρέπει να ξεκινήσει χωρίς καμιά καθυστέρηση ένας συστηματικός, σωστά – από κυβερνητικής απόψεως – προετοιμασμένος διάλογος με τους εκπαιδευτικούς αλλά παράλληλα και με την κοινή γνώμη. Προοπτική τού διαλόγου – μαζί με τα καθαρώς εκπαιδευτικά θέματα – πρέπει να είναι η μεγαλύτερη δυνατή οικονομική προσφορά στους εκπαιδευτικούς. Τον δάσκαλο δεν τον μειώνουμε, δεν τον απαξιώνουμε, δεν τον ενοχοποιούμε. Τον τιμούμε, τον σεβόμαστε, τού λέμε αλήθειες – έστω και πικρές. Ζητούμε την κατανόηση και τη βοήθειά του, δίνοντας πραγματικά ό,τι καλύτερο μπορεί να εξασφαλισθεί οικονομικά, ώστε να δείξουμε έμπρακτα την αναγνώριση τής Πολιτείας στο πρόσωπο και στο έργο τού δασκάλου, στον άνθρωπο στον οποίο έχουμε εμπιστευθεί τα παιδιά μας. Και αν υπάρξουν εμμονές σε εξωπραγματικές απαιτήσεις, η κοινωνία τελικά θα στηρίξει ή θα βάλει στη γωνία αυτούς που προβάλλουν παράλογες απαιτήσεις.


Ωστόσο, δεν αρκεί η οικονομική – βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη – αντιμετώπιση τού θέματος. Χρειάζεται, χωρίς άλλη καθυστέρηση, να δρομολογηθεί η λύση μερικών καίριων προβλημάτων που θα καθορίσουν το μέλλον και την ποιότητα τής Εκπαίδευσης:


α) Να φύγουν οι εξετάσεις από το Λύκειο. Ολη η εκπαίδευση σήμερα, ιδίως η Μέση, τελεί υπό ομηρεία και υπό τη δαμόκλειο σπάθη των εξετάσεων για τα ΑΕΙ.


β) Να καθιερωθεί συνεχής επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε τακτά διαστήματα («πρότυπο Φινλανδίας»). Γιατί «καλό σχολείο» σημαίνει «καλός δάσκαλος», καταρτισμένος και συνεχώς επιμορφούμενος.


γ) Να απελευθερωθούν οι σχολικές μονάδες από την πλήρη γραφειοκρατική εξάρτηση τού λεπτομερούς αναλυτικού προγράμματος και να ενθαρρυνθούν οι εκπαιδευτικοί να αναπτύξουν πρωτοβουλίες με βάση ένα προκαθορισμένο γενικό πλαίσιο θεμάτων στα οποία θα πρέπει να κινηθεί η διδασκαλία. Ετσι μόνο μπορεί να κινητοποιηθεί ηθικά και παιδευτικά ο δάσκαλος και να διαμορφώσει – σε κλίμα πνευματικής άμιλλας – ένα σχολείο που δεν θα είναι «πανεθνικό αντίγραφο» αλλά σχολείο δασκάλων-προσώπων και μαθητών-αναπτυσσομένων προσωπικοτήτων.


δ) Να υποχρεωθούν τα Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης των Πανεπιστημίων και τής Φιλοσοφικής Σχολής να συμφωνήσουν από κοινού μεταξύ τους και σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο επί ενός πλαισίου κατάρτισης των αυριανών εκπαιδευτικών. Τι Ελληνικά (Γλώσσα, Λογοτεχνία) λ.χ. να διδάξει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής αν δεν τα έχει επαρκώς διδαχθεί στο Πανεπιστήμιο; Να διδάξει με ό,τι θυμάται από το Λύκειο ή με ψιχία γνώσεων ενός ή δύο εξαμήνων στο Πανεπιστήμιο; Το Φιλολογικό Τμήμα τού Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελεί ήδη ένα καλό πρότυπο κατάρτισης φιλολόγων καθηγητών για τη Μέση Εκπαίδευση.


* Ανώτατη Παιδεία


Για όσους γνωρίζουν εις βάθος τα προβλήματα τής Ανώτατης Παιδείας, το κομβικό σημείο για μια ριζική αναδιάρθρωση τής ελληνικής Ανώτατης Παιδείας είναι να αποκτήσει το θεσμικό καθεστώς που διέπει όλα τα Πανεπιστήμια τής Ευρώπης, των ΗΠΑ και όλων των αναπτυγμένων χωρών, δηλ. πλήρη αυτοδιοίκηση (ακαδημαϊκή, οικονομική, διοικητική), όπως άλλωστε προβλέπεται και από το Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει να δοθεί στο δημόσιο Πανεπιστήμιο η ευθύνη, μέσα σ’ ένα γενικό νομοθετικό πλαίσιο – πραγματικά πλαίσιο – που θα καθορίσει η ίδια η Πολιτεία, να διαχειριστεί τα θέματά του (ακαδημαϊκά, οικονομικά, διοικητικά) με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, το πρόγραμμα ανάπτυξής του και την επιστημονική άμιλλα με τα άλλα Πανεπιστήμια, ελληνικά και ξένα. Ετσι μόνο μπορούν να διαμορφώσουν τη δική τους φυσιογνωμία τα δημόσια Πανεπιστήμια, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να αξιολογούνται για τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα τής λειτουργίας τους και να αναδειχθούν. Με το άτεγκτο γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό σύστημα που διέπει σήμερα τα ελληνικά Πανεπιστήμια, σύστημα μοναδικό στον κόσμο (!), τίποτε δεν πρόκειται στην ουσία να αλλάξει και αν ακόμα υιοθετηθούν όλες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις.


Ας δοθούν επί τέλους στα δημόσια Πανεπιστήμια τα «θεσμικά φτερά» που χρειάζονται για να πετάξουν και ας ιδρυθούν τότε και τα δήθεν «σωτήρια» ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Εκεί θα φανεί ποιος υπερέχει πραγματικά. Οταν η σύγκριση δεν θα είναι με ένα υπό θεσμική-γραφειοκρατική ομηρεία τελούν Πανεπιστήμιο, οικονομικά υποχρηματοδοτούμενο, αριθμητικά (για λόγους πολιτικής) ασφυκτιών, από τους φυσικούς υποστηρικτές του απαξιούμενο και βαλλόμενο, όπως είναι το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο σήμερα. Ας τολμήσουν οι υπεύθυνοι και ας ξεκινήσουν επί τέλους έναν γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο, αντί να εξαντλούν μια ολόκληρη μεταρρύθμιση στη βελτίωση κάποιων μεμονωμένων άρθρων ενός πανεπιστημιακού νόμου (τού 1268 τού 1982), που ό,τι καλό είχε να δώσει το έδωσε, αλλά που προξένησε και σωρεία δυσλειτουργιών, αδυναμιών και προβλημάτων. Αυτά δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικές ρυθμίσεις ή σπασμωδικές κινήσεις αλλά με θεσμική παρέμβαση που θα ανοίγει νέες προοπτικές για το ελληνικό Πανεπιστήμιο, το οποίο θα κληθεί να πάρει επάνω του την επιβίωση και την ανάπτυξή του, να επιλύσει μόνο του όλα τα προβλήματά του και να ανταγωνιστεί τα ξένα Πανεπιστήμια επί ίσοις όροις. Γιατί αν περιμένουμε ο υγιής ανταγωνισμός να προέλθει από τα υπό ίδρυσιν ιδιωτικά Πανεπιστήμια – οψέποτε ιδρυθούν – θα περιμένουμε πολλές δεκαετίες, όσες χρειάζονται για να αποκτήσει ένα νέο Πανεπιστήμιο επιστημονική υπόσταση, ικανές δυνάμεις, ερευνητικό κύρος και ακαδημαϊκή παράδοση.


Ενα σύγχρονης ουσιαστικής μεταρρύθμισης έργο απαιτεί, φυσικά, έναν ουσιαστικό διάλογο εξ αρχής (αυτό που λέμε στα Πανεπιστήμια από «μηδενικής βάσεως»), χωρίς δεσμεύσεις ούτε από τον Νόμο 1268 ούτε από τα πορίσματα οποιασδήποτε επιτροπής. Πάνω απ’ όλα απαιτεί βαθιά γνώση των θεμάτων τής Παιδείας, χρόνο, μελέτη (τού τι ισχύει θεσμικά στα Πανεπιστήμια τής Ευρώπης), ιδέες, τόλμη, σύνεση και συναίνεση, ευρύτερο όραμα και ηρεμία. Γιατί τέτοια μεγάλα προβλήματα που σφραγίζουν τη ζωή ενός έθνους δεν λύνονται ούτε με αφορισμούς, ούτε με καταλήψεις, ούτε στο πόδι! Ούτε χωρίς μια ριζική ανακατανομή των κονδυλίων τού κρατικού προϋπολογισμού, χωρίς μια έμπρακτη δηλ. γενναία οικονομική στήριξη και προτεραιότητα στην Παιδεία, Γενική και Ανώτατη, που να δείξει και να αναδείξει την Παιδεία σε πρώτη κυβερνητική επιλογή.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής τής Γλωσσολογίας, πρόεδρος τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών.