Στις 7-10 Ιουλίου πραγματοποιείται στην Κορησσό της Καστοριάς το έβδομο ετήσιο συνέδριο του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων με θέμα «Μνήμες των εμφυλίων πολέμων. Τόποι και εργαλεία». Το συνέδριο περιλαμβάνει περίπου 40 ανακοινώσεις και δομείται γύρω από τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η θεσμική μνήμη των εμφυλίων με επί μέρους αντικείμενα τη μνήμη του Εμφυλίου στον μεταπολεμικό κομματικό λόγο, τις πολιτικές της μνήμης και τη θεσμική μνήμη και εκπαίδευση. Ο δεύτερος άξονας αφορά την ανεπίσημη μνήμη των εμφυλίων με θεματικές όπως η σχέση δημόσιας μνήμης και τέχνης, η μεταβίβαση της μνήμης στο παρόν, τα απομνημονεύματα του Εμφυλίου και η σχέση βιωματικού λόγου και φύλου. Οσο για τον τελευταίο άξονα, αυτός έχει ως αντικείμενο τη μεθοδολογία της μελέτης της μνήμης μέσα από την εξέταση της σχέσης ιστοριογραφίας και μνήμης και της εξέλιξης της «κοινωνικής μνήμης».


Το συνέδριο για τη Μελέτη των Εμφυλίων θέτει μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα. Από την άποψη αυτή, συνεχίζει την εντυπωσιακή σειρά δραστηριοτήτων του δικτύου που ξεκίνησε το 2000 και περιλαμβάνει πλήθος συνεδρίων, ημερίδων και εκδόσεων, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Μια σύντομη αναφορά στις θεματικές των προηγούμενων συνεδρίων αρκεί για να φανούν το εύρος και η σημασία των θεμάτων που τέθηκαν στην ερευνητική ατζέντα μέσω των δραστηριοτήτων αυτών: «Οι τοπικές διαστάσεις του Εμφυλίου», «H βία των εμφυλίων πολέμων», «H εμπειρία της πολιτικής προσφυγιάς», «Ο δωσιλογισμός», «Οι στρατιωτικές διαστάσεις του Εμφυλίου». Μια σειρά θεμάτων που ως πρόσφατα θεωρούνταν «ευαίσθητα», ακόμη και ταμπού, έγιναν, συχνά για πρώτη φορά, αντικείμενο ανοιχτού, επιστημονικού διαλόγου.


Είναι άξιο λόγου πως η σημαντική αυτή ανανέωση της έρευνας και της συζήτησης προέκυψε από την πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων κυρίως επιστημόνων που προέρχονται από διαφορετικά επιστημονικά πεδία (Ιστορία, Πολιτική Επιστήμη, Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία κ.ά.), με περιορισμένη πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους αλλά πολύ μεράκι και ενθουσιασμό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το δίκτυο δεν αποτελεί ενιαία ομάδα με κοινές θέσεις, αλλά μια ανοιχτή επιστημονική κοινότητα της οποίας τα μέλη διαφωνούν (κάποτε έντονα) ως προς τις ερμηνείες των φαινομένων που μελετούν αλλά συμφωνούν ως προς τους βασικούς κανόνες διεξαγωγής της συζήτησης.


H δημιουργία και η ανάπτυξη του δικτύου βασίστηκαν σε δύο προϋποθέσεις: στην επιδίωξη λειτουργίας μιας επιστημονικής κοινότητας ακόμη και με ένα αντικείμενο τόσο δύσκολο όπως ο Εμφύλιος και στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί ούτε να υπηρετεί πολιτικές ή ιδεολογικές σκοπιμότητες ούτε να αναπαράγει τον περιρρέοντα ιστορικό κομφορμισμό. H ως τώρα επιτυχία του δικτύου είναι απόδειξη ότι οι προϋποθέσεις αυτές υπάρχουν στη χώρα μας. Δεν λείπουν όμως οι αντιδράσεις που δείχνουν πως οι κατακτήσεις αυτές δεν έχουν διασφαλιστεί τελείως. Οι αντιδράσεις αυτές είναι εμβληματικές των συγκρούσεων που συχνά διεξάγονται με αντικείμενο το περιεχόμενο της συλλογικής μνήμης.


Στην περίπτωση του δικτύου οι αντιδράσεις προέρχονται από δύο πλευρές. Από τη μία πλευρά κάποια τμήματα των «τοπικών κοινωνιών» στις περιοχές όπου διοργανώνονται τα συνέδρια του δικτύου εκδήλωσαν ορισμένες φορές στο παρελθόν είτε μια αμηχανία είτε μιαν ανοιχτή εχθρότητα. Πρόσφατο παράδειγμα η περίπτωση της Καστοριάς, όπου η δημοτική αρχή όχι μόνον υπαναχώρησε από την αρχική της δέσμευση να στηρίξει το συνέδριο, αλλά προσπάθησε να το υπονομεύσει επειδή η οργανωτική επιτροπή δεν υπέκυψε στην απαράδεκτη απαίτηση της πρώτης να αποβάλει ορισμένους συμμετέχοντες που δεν ήταν αρεστοί στους τοπικούς εθνικόφρονες. Το συνέδριο θα είχε ματαιωθεί αν δεν είχε προσφέρει ο δήμαρχος της γειτονικής Κορησσού τη στήριξή του.


Λιγότερο γραφική αλλά εξίσου έντονη είναι η αντίδραση μερίδας της πανεπιστημιακής και παρα-πανεπιστημιακής Αριστεράς. Πρόσφατο παράδειγμα των αντιδράσεων αυτών αποτελεί η δημόσια δήλωση γνωστού ιστορικού του ΑΠΘ στο συνέδριο του δικτύου στην Πρέβεζα το 2005, ότι δέχθηκε να συμμετάσχει μόνο και μόνο για να το υπονομεύσει. H πλευρά αυτή προσπαθεί να αναπαλαιώσει και να συντηρήσει μιαν εκδοχή της ιστορικής μνήμης του Εμφυλίου που έχει αναδειχθεί ένα είδος καθεστωτικής ιδεολογίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Πρόκειται για μιαν ασπρόμαυρη ερμηνεία που αποτελείται από ήρωες και προδότες, μάρτυρες και εκτελεστές, θύματα και θύτες, χωρίς αποχρώσεις. Στην οπτική αυτή κυριαρχεί η εξιδανίκευση της μιας παράταξης και η δαιμονοποίηση της αντίπαλης, για την οποία συνήθως επιφυλάσσονται αφοριστικοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί. Ο λόγος είναι άκαμπτος και στερεότυπος και η ματιά επιλεκτική και μονομερής, καθώς δίνεται έμφαση στη βία της μιας παράταξης ενώ αποσιωπάται η αντίστοιχη βία της άλλης. Οσες σκοτεινές πλευρές δεν μπορούν να συγκαλυφθούν ή να παραποιηθούν εντάσσονται στο ρητορικό σχήμα του λάθους ή της μεμονωμένης ενέργειας. Ο αντίπαλος είναι ξενοκίνητος και οι οπαδοί του ανδρείκελα χωρίς ιδία βούληση. H αγιογραφία, η καρικατούρα, η απλουστευτική καταγγελία, η μαρτυρολογική ροπή και η έντονη ρητορεία αντικαθιστούν την πολυσημία. Ο συναισθηματισμός είναι έντονος, ο τρόπος σκέψης πολεμικός, ο ρομαντισμός ακατάσχετος, η γενίκευση αυθαίρετη και η τεκμηρίωση ανύπαρκτη, νοθευμένη ή αποσπασματική. H ομοιότητα με τον απλουστευτικό εθνικισμό είναι έντονη και εξηγεί την αποτελεσματικότητα των δύο ιδεολογημάτων.


Τα κατάλοιπα της επαρχιακής εθνικόφρονης Δεξιάς συναντούν λοιπόν τους ταγούς της παλαιοημερολογίτικης Αριστεράς σε έναν κοινό τόπο: την πεποίθηση ότι η ιστορική μνήμη αποτελεί δόγμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και πως, επομένως, η επιστημονική αναζήτηση και αναθεώρηση συνιστούν ένα είδος αίρεσης που πρέπει να στιγματιστεί. H έκβαση της σύγκρουσης ανάμεσα στις επιταγές της επιλεκτικής μνήμης και της τυφλής πίστης, από τη μία πλευρά, και της επιστημονικής έρευνας, από την άλλη, δεν είναι ποτέ δεδομένη, καθώς δοκιμάζονται πολιτικές και κοινωνικές αντοχές που βασίζονται συχνά στη γενίκευση της άγνοιας. H προοπτική είναι σαφής: η επιστημονική έρευνα είναι αυτή που πρέπει να διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη και όχι η κυρίαρχη συλλογική μνήμη την επιστημονική έρευνα.


Ο κ. Στάθης N. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.