Μια έκθεση αρχιτεκτονικής αποτελεί λογική αντίφαση, από τη στιγμή που δεν παρουσιάζει το πραγματικό αντικείμενο (το κτίριο) αλλά τα εικονικά του υποκατάστατα. Στην περίπτωση της έκθεσης του Αλμπέρτι το πρόβλημα διπλασιάστηκε: πώς είναι δυνατόν να παρουσιαστεί το έργο ενός αρχιτέκτονα όταν λείπουν τα σχέδια των έργων του ή άλλα ντοκουμέντα άμεσα συνδεδεμένα με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την κατάσταση των οικοδομών αμέσως μετά την ολοκλήρωση;


* Ο άνθρωπος της Αναγέννησης


Αυτό ήταν ένα από τα προβλήματα με τα οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι οι δύο εμπνευστές της έκθεσης «Ο άνθρωπος της Αναγέννησης. Ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι και οι τέχνες στη Φλωρεντία μεταξύ λόγου και κάλλους» (L’uomo del Rinascimento. Leon Battista Alberti e le arti a Firenze tra ragione e bellezza) που παρουσιάζεται στο Palazzo Strozzi από τις 11 Μαρτίου (θα διαρκέσει ως τις 23 Ιουλίου 2006). H Cristina Acidini, έφορος του Εργαστηρίου σκληρών πετρωμάτων της Φλωρεντίας, και ο Gabriele Morolli, καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της ίδιας πόλης, έπρεπε να χειριστούν μια ιδιότυπη περίπτωση: ο Αλμπέρτι μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος αρχιτέκτων της ιστορίας με μοντέρνους όρους, εκείνος που θέτει σε νέα βάση τη σχέση μεταξύ αρχιτέκτονα και έργου. Ο Αλμπέρτι δεν έχει έφεση «κατασκευαστή» όπως ο Μπρουνελέσκι. Είναι ο πρώτος δημιουργός του 15ου αιώνα που διακρίνει σαφώς τη φάση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού από εκείνη της υλοποίησης, ο πρώτος που αποδίδει στο αρχιτεκτονικό σχέδιο πρωτεύοντα και ανεξάρτητο ρόλο, ο πρώτος που διαχωρίζει τη θέση του αρχιτέκτονα-διανοούμενου και θεωρητικού από εκείνη του εκτελεστή του οικοδομήματος που παρίσταται στο εργοτάξιο, ο πρώτος που ενισχύει τον ρόλο του αρχιτέκτονα ως προς την παντοδυναμία του πρίγκιπα-παραγγελιοδότη. Ταυτόχρονα είναι ίσως ο πρώτος «αναγεννησιακός άνθρωπος», αντιπροσωπευτικό προϊόν ενός στόχου που έθεσε η κοινωνία του 15ου αιώνα: είναι δηλαδή ο πρώτος φορέας και εκφραστής ενός συνόλου ενδιαφερόντων, επιδόσεων και επιτευγμάτων, πριν ακόμα από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι ή τον Μιχαήλ Αγγελο.


* H νέα θεώρηση του «κλασικού»


Οι επιμελητές της έκθεσης είχαν ακόμη να αντιμετωπίσουν άλλο ένα πρόβλημα: πώς μπορούσαν να μιλήσουν για τη σχέση του αρχιτέκτονα με την πόλη, όταν ο ίδιος σημείωνε ότι αισθανόταν ξένος στη Φλωρεντία και ότι «ελάχιστες φορές πήγα και λίγο έμεινα» («raro ci venni e poco ci dimorai»), επιβεβαιώνοντας την ιστορικά αντιφατική σχέση των ανθρώπων της, των Φλωρεντινών μαζί και των «άλλων», με την απωθητική και μαζί ποθητή πρωτεύουσα της Αναγέννησης. Είναι γνωστό ότι ο Αλμπέρτι υπήρξε νόθο τέκνο μιας ισχυρής οικογένειας που είχε εξοριστεί από τη Φλωρεντία για πολιτικούς λόγους: ο Λεόν Μπατίστα γεννιέται πράγματι στη Γένοβα το 1404 και έρχεται για λίγο στη Φλωρεντία, μόλις το 1434. Εν τω μεταξύ έχει ακολουθήσει σπουδές στη Βενετία, στην Πάδουα και στην Μπολόνια, ενώ στη Ρώμη, όπου θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και θα πεθάνει (το 1472), θα εκτελέσει μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών έργων υπό τον ουμανιστή Πάπα Νiccolς V, αλλά κυρίως θα έχει την ευκαιρία να κάνει κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: να αναπτύξει με συστηματικό τρόπο τα αρχαιολογικά του ενδιαφέροντα και τις σχέσεις με τον κλασικισμό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, εμβαθύνοντας μεταξύ άλλων σε μνημεία παραδειγματικά όπως το Πάνθεον. Εδώ έχει τη βάση της η νέα θεώρηση του «κλασικού» που επιχειρείται από τον Αλμπέρτι στο πλαίσιο μιας ουμανιστικής θεώρησης του κόσμου και της ιστορίας· πρόκειται για μια θεώρηση που βρίσκει εκφραστικές διόδους σε αριστουργήματα όπως ο ναός του Μαλατέστα στο Ρίμινι ή εκείνος του Αγίου Ανδρέα στη Μάντουα. Στη Ρώμη επίσης ο Λεόν Μπατίστα ολοκληρώνει το 1450 τον χειρόγραφο κώδικα Περί αρχιτεκτονικής (De re aedificatoria) που θα τυπωθεί στη Φλωρεντία το 1485 με πρωτοβουλία του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απουσία αρχιτεκτονικών σχεδίων από αυτή την πραγματεία ερμηνεύτηκε ενίοτε, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Βαζάρι, ως έκφραση ενός διανοουμενίστικου σνομπισμού, της απουσίας δηλαδή ενδιαφέροντος για τα πρακτικά ζητήματα, για τη «σκόνη του εργοταξίου». Ο Αλμπέρτι, εν τούτοις, όχι μόνο αποφεύγει με αυτόν τον τρόπο τα σχεδιαστικά λάθη που θα διέλαθαν στα πολλαπλά χειρόγραφα αντίτυπα της εποχής, αλλά επίσης υποχρεώνει τους αναγνώστες-μαθητές να επιδοθούν στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με αυτόνομη δημιουργική έφεση στη βάση των ακριβέστατων γραπτών περιγραφών και υποδείξεων αυτού του θεμελιώδους συγγράμματος για την ιστορία και τη θεωρία της αρχιτεκτονικής.


* H Ιταλία τον τιμά


Ο Αλμπέρτι λοιπόν, δημιουργός με πολλαπλά ενδιαφέροντα, από τη φυσική και τα μαθηματικά ως την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Κυρίως όμως αρχιτέκτων, ένα επάγγελμα που ο ίδιος θεωρούσε το πιο σπουδαίο, το πιο φιλοσοφικό και από την ίδια τη φιλοσοφία. Με αφορμή τα 600 χρόνια από τη γέννησή του, η καθοριστική επιρροή του στον πολιτισμό της Αναγέννησης επιδιώχτηκε να καταγραφεί σε μια σειρά από εξειδικευμένες εκθεσιακές και συνεδριακές εκδηλώσεις σε διάφορες ιταλικές πόλεις. Σε αυτές επεδίωξε να αντιπαρατεθεί, με λίγη καθυστέρηση, η πιο «εκλαϊκευμένη» και εν τούτοις πρωτότυπη έκθεση για τον Αλμπέρτι και τη Φλωρεντία του 15ου αιώνα. Το μεγάλο αυτό εκθεσιακό γεγονός γνώρισε μια προβολή αντίστοιχης σημασίας (υπολογίζεται ότι το 10% περίπου του συνολικού κόστους της έκθεσης, δηλαδή 200.000 ευρώ, διατέθηκαν από τον κύριο τραπεζικό χορηγό αποκλειστικά για τη διαφήμιση).


Ο Αλμπέρτι δεν υλοποίησε στη Φλωρεντία παρά τρία – τέσσερα έργα εξαιρετικής ωστόσο σημασίας: το μέγαρο του Giovanni Rucellai, βασικού εργοδότη του Αλμπέρτι, μια αναπαραγωγή του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ στο παρεκκλήσι της οικογένειας Rucellai, την όψη της γοτθικής εκκλησίας της Santa Maria Novella και τον κεντρικό θόλο (tribuna) της εκκλησίας της Santissima Annunziata. H έκθεση ωστόσο διαμορφώνεται ουσιαστικά γύρω από τις αισθητικές θεωρίες του Αλμπέρτι και την πρόσληψή τους στην τέχνη των φλωρεντινών συγχρόνων του, αλλά και το αντίστροφο: την υποδοχή, από τον Αλμπέρτι, των αντιλήψεων των «ντόπιων» Μπρουνελέσκι, Ντονατέλο, Γκιλμπέρτι, Μαζάτσιο ή τη σημασία που είχε γι’ αυτόν η επαφή με τους λόγιους, Δυτικούς και Βυζαντινούς, στη φλωρεντινή Σύνοδο των Εκκλησιών του 1439.


* Το εκθεσιακό περιβάλλον


Με μια σειρά από συνεχείς και συχνά απρόβλεπτες και αιφνιδιαστικές «παραπομπές» εκτίθενται 170 αντικείμενα (μεταξύ αυτών και δύο «δάνεια» του Μουσείου Μπενάκη): έγγραφα, ζωγραφικοί πίνακες, κώδικες, γλυπτά, μετάλλια, προπλάσματα, αρχιτεκτονικά μέλη κ.ά., τα οποία, κατανεμημένα σε οκτώ θεματικές περιοχές, σκοπεύουν στην τεκμηρίωση κάθε δυνατού συσχετισμού και επιρροής της σκέψης και του σχεδιαστικού ήθους του Αλμπέρτι στο έργο των συγχρόνων αλλά και των επιγόνων (από τον Μπεάτο Αντζέλικο, τον Πιντουρίκιο και τον Μποτιτσέλι ως τον Γάλλο Λεμπά και τον Βιολέ-Λε-Ντυ, ακόμη και τον αρχιτέκτονα Γιόζεφ Φρανκ, τον αυστριακό εκπρόσωπο του μοντέρνου κινήματος). Το εκθεσιακό περιβάλλον ρυθμίζεται με έναν ορθογώνιο κάναβο διάστασης φλωρεντινού βραχίονα (58,36 εκ.), και με επενδύσεις πράσινου χρώματος – του χαρακτηριστικού πράσινου των μαρμάρων στις οικοδομές του Αλμπέρτι. H έκθεση κορυφώνεται με τον θρυλικό πίνακα της Ιδανικής πόλης που φυλάσσεται στο Ουρμπίνο και αποδίδεται στον Λουτσιάνο Λαουράνα (1470 περίπου), κάτω από τον οποίο αποκαλύφθηκε ένα πυκνό γραμμικό σχέδιο ακριβούς αρχιτεκτονικής σύνθεσης του πίνακα, το οποίο ο Morolli αποδίδει για πρώτη φορά στον Αλμπέρτι: μόνο η διαδοχική επικάλυψη, ο «επιχρωματισμός» κατά κάποιον τρόπο του πίνακα θα ήταν έργο ενός άλλου δημιουργού.


H έκθεση, εν τέλει, και ο πληθωρικός κατάλογος (480 σελ.), φαίνονται μάλλον να χρησιμοποιούν τον Αλμπέρτι ως πρόφαση για μια ευφάνταστη, τολμηρή περιήγηση στον πολιτισμό ενός αιώνα που εφηύρε εκ νέου το «κλασικό» και αποτελεί κιβωτό της νεωτερικότητας εδώ και εξακόσια χρόνια.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.