Το έναυσμα για τη δημοσίευση του παρόντος κειμένου μπορεί μεν να το έδωσε η ενδιαφέρουσα αλληλογραφία δύο λογοτεχνών του μεσοπολέμου και εν προκειμένω η αλληλογραφία των Γιάννη Σκαρίμπα και Γιώργου Κοτζιούλα, στην πραγματικότητα όμως η αλληλογραφία αυτή υπερβαίνει το πλέγμα των διαπροσωπικών πνευματικών σχέσεων, καθώς ανάγεται στη διαμάχη κέντρου – περιφέρειας, ήτοι στη στάση φιλολογικών κύκλων του αθηναϊκού χώρου απέναντι σε συγγραφείς που ζουν και δημιουργούν στην επαρχία. Στην ουσία πρόκειται για μια παθογένεια, η οποία δεν έλειψε ποτέ από τα πνευματικά πράγματα της χώρας μας, τότε όμως, στη δεκαετία του 1930 κι εξής, πήρε τη μορφή πνευματικής σύρραξης, η οποία συμπαρέσυρε κάποιους από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πνευματικής μας ζωής.


H διαμάχη του πνευματικού κέντρου, δηλαδή της Αθήνας, με την ελληνική επαρχία και ιδίως με τον αιρετικό Χαλκιδαίο και τον τρικαλινό Νίκο Παππά ξέσπασε, κορυφώθηκε και κατακάθισε μέσα στην πολλαπλώς σημαντική για τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μας δεκαετία του 1930. Ο ιδεολογικός πυρήνας αυτής της διαμάχης απέβλεπε στην αφύπνιση της ελληνικής επαρχίας -ρόλος που αποτέλεσε το μήλο της έριδος ανάμεσα στους Αθηναίους και τους επαρχιώτες. Ο αθηναϊκός άξονας, σαφώς πολυαριθμότερος, περιελάμβανε πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής: τον M. Καραγάτση, τον I.M. Παναγιωτόπουλο, τον K. Θ. Δημαρά, τον Στράτη Μυριβήλη, τον Ανδρέα Καραντώνη, τον Κώστα Ουράνη, τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, τον Αλκη Θρύλο και πολλούς ακόμα. Το επαρχιακό μέτωπο περιοριζόταν αρχικά στους δύο λογοτέχνες που αναφέρθηκαν παραπάνω, για να προσελκύσει στην πορεία και άλλους. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος και μετείχε στη διαμάχη, στέλνοντας τα κείμενά του να δημοσιευτούν στο περιοδικό Νεοελληνικά Σημειώματα, περιοδικό που άρχισε να εκδίδει ο Σκαρίμπας τον Μάρτιο του 1937 -χρονιά που κορυφώθηκε η διαμάχη- και έκλεισε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εξαιτίας του μεταξικού καθεστώτος. H διαμάχη, ύστερα από ένα σύντομο θερμό διάστημα, όπου πρωταγωνίστησαν κυρίως το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος -επεισόδιο που μετέθεσε την αντιπαλότητα μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης- έσβησε μέσα στο καμίνι του επερχόμενου πολέμου.


* H πρόσκληση του 1935


Με το κείμενό μου αυτό επιθυμώ να ρίξω φως στον διάλογο του Γιάννη Σκαρίμπα με τον ηπειρώτη Γιώργο Κοτζιούλα, ο οποίος επί σειράν ετών βρισκόταν σε συχνή επαφή με τον Χαλκιδαίο συγγραφέα και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί στενή σχέση φιλίας και συνεργασίας. H σχέση αυτή προκύπτει όχι μόνον από τη συμμετοχή του Κοτζιούλα στο βραχύβιο περιοδικό του Σκαρίμπα, που αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και από τις ένδεκα επιστολές του Σκαρίμπα που περιλήφθηκαν στον τόμο της αλληλογραφίας του Κοτζιούλα (Οδυσσέας, 1994), οι οποίες εκτείνονται από το 1935 ως το 1950 και στις οποίες αποτυπώνεται η φιλία τους και η σύγκλισή τους σε θέματα λογοτεχνικά αλλά και ευρύτερα κοινωνικά. Από μια πρώτη διερεύνηση φαίνεται ότι η επαφή των δύο ανδρών πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1935, οπότε ο Χαλκιδαίος συγγραφέας προσκαλεί τον Κοτζιούλα να τον επισκεφθεί στην πόλη του και να τον φιλοξενήσει για ένα μήνα. Ο Κοτζιούλας είχε τελειώσει τότε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή και με διορθώσεις δοκιμίων και άλλες τυπογραφικές επιμέλειες προσπαθούσε να επιβιώσει. Στο μεταξύ είχε προσβληθεί από φυματίωση και είχε καταφύγει σ’ ένα σανατόριο στην Πάρνηθα, ελπίζοντας ότι ο καθαρός αέρας θα βελτίωνε την υγεία του. Εκεί τον βρίσκουν τα τέσσερα πρώτα γράμματα του Σκαρίμπα. Στο μεταξύ ο Κοτζιούλας είχε δημοσιεύσει ένα ποίημα με τον τίτλο «Γράμμα για τη Χαλκίδα», όπου, χωρίς, βέβαια, να τον κατονομάζει, είναι φανερό ότι αναφέρεται στον Σκαρίμπα και ταυτόχρονα υποδηλώνει την επαρχιακή του καταγωγή. Αναμφίβολα, η επαφή των δύο ανδρών από το 1935 και πέρα είναι διαρκής, αν και μεσολάβησε ένας πόλεμος, η Κατοχή και η φυγή του Κοτζιούλα στο βουνό, όπου είχε ακολουθήσει τον Αρη Βελουχιώτη.


* Μετά τον εμφύλιο


Οι επιστολές στις οποίες κυρίως αναφερόμαστε εδώ είναι του 1950. Ο εμφύλιος έχει τελειώσει και ο Σκαρίμπας προσκαλεί και πάλι τον Κοτζιούλα να τον επισκεφτεί, στην πόλη του, πράγμα το οποίο συνέβη τον Μάιο του 1950, οπότε συλλαμβάνεται και η ιδέα της έκδοσης ενός νέου περιοδικού με τον τίτλο Εγριπιώτικη Φυλλάδα. Το περιοδικό αυτό, απ’ όσο ξέρω, δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Από την αλληλογραφία των δύο πνευματικών ανθρώπων, ωστόσο, είναι εμφανείς οι πνευματικές τους ανησυχίες και η μαχητικότητά τους, που όλο αυτό το χρονικό διάστημα βρισκόταν εν υπνώσει λόγω των ιστορικών συνθηκών. H αίσθηση του παραγκωνισμού και της υποτίμησης από τους κρατούντες στα πνευματικά πράγματα της χώρας, καθώς και η επαναστατική τους συνείδηση, διαποτίζει τις επιστολές τους.


Το έναυσμα εδώ ενδεχομένως το έχει δώσει η έκδοση τεσσάρων ιστοριών της λογοτεχνίας, από συγγραφείς αρκετά διαφορετικούς μεταξύ τους. Πρόκειται για την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας των Ηλία Βουτιερίδη, Αριστου Καμπάνη, I.M. Παναγιωτόπουλου και K.Θ. Δημαρά σε δύο τομίδια (1948-1949). Και από τις τέσσερις αυτές ιστορίες το όνομα του Σκαρίμπα απουσιάζει παντελώς, ενώ του Κοτζιούλα αναφέρεται απλώς από τον Παναγιωτόπουλο.


Το γεγονός ενόχλησε βάναυσα τους δύο συγγραφείς και ετοιμάζουν την αντίδρασή τους. Το ένα γράμμα διαδέχεται το άλλο. Διαβάζοντάς τα κανείς έχει την αίσθηση ότι από τα στόματα και των δύο ξεχύνεται ένας θυμός που κοχλάζει. H οργή είναι το κυρίαρχο γνώρισμα των επιστολών, η οποία και διατυπώνεται απερίφραστα.


Σε επιστολή της 3 Ιουνίου 1950, ο Κοτζιούλας, αφού ευχαριστήσει τον Σκαρίμπα για τη φιλοξενία του, σχολιάζει μια επιστολή-διαμαρτυρία που έστειλε ο Σκαρίμπας στο φύλλο των Αθηνών Φιλελεύθερος. Για να έχουμε αμεσότερη εικόνα του όλου φαινομένου, παρατίθενται εδώ μερικά αποσπάσματα από τις ανέκδοτες επιστολές του Κοτζιούλα, από τις οποίες προκύπτει και η όλη ατμόσφαιρα. Ιδού:


«…είναι αναγκαία η έκδοση αυτής της περίφημης (από τώρα!) φυλλάδας σου, όπου θα μπορούμε να τους τα ψέλνουμε κάθε μήνα εις όλους τους ήχους, εκκλησιαστικούς και κοσμικούς, αυτών των εμπόρων και ψιλικατζήδων που μίαναν με την παρουσία τους τον οίκον του Κυρίου. Από κάτι πρόχειρες ανακοινώσεις μου είδα πως περιμένουν το γεγονός με ανάμικτα αισθήματα αδημονίας και κάποιου φόβου προκαταβολικού.


Πότε υπολογίζεις βάσιμα να βγει το πρώτο φύλλο; Εννοώ ακριβώς πότε. Θα σου ετοιμάσω ως τότε, δηλαδή σύντομα πάντως, παρ’ όλο που θέλει αρκετή μελέτη ακόμα, μια συλλήβδην και σύρριζα αναίρεση 4 γραμματολογιών-ιστοριών της λογοτεχνίας μας, αυτών ίσα ίσα που μας «αγνοούν». Θα τους δώσουμε να καταλάβουν. Ετσι θέλουν αυτοί: «μονάχα ατσάλι τα κολλάει, να ξέρεις, τα θεριά» (στίχος από το χαμένο μου ποίημα «Στίχοι για ένα νέο διανοούμενο που μπορεί νάμαι κι εγώ» -απ’ το 1935, ήγουν προδρομικό!). Ηρθε, φαίνεται, το πλήρωμα του χρόνου, χάρις στο εγγλέζικο (ειρωνεία της τύχης!) μηχάνημα, να πάρουμε το δίκιο μας, να λαλήσουμε στα πέρατα της δικής μας γης, κι εμείς οι τόσα χρόνια φιμωμένοι.


Τη σελίδα που είχες τη γενναιοδωρία να μου παραχωρήσεις αυθόρμητα λέω να την ονομάσουμε «H σελίδα του κριτικού μας». Το πρώτο άρθρο, εξαιτίας του θέματος, θάναι μεγαλούτσικο και μπορεί να γυρίζει, γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να υπολογίσω το χώρο. Αλλά δεν πιστεύω να πειράζει.


Τι άλλο να σου γράψω; Περιμένω ανυπόμονα νέα σου καλά, δηλαδή καθορισμό εξόρμησης. Βάρα στο σταυρό! Αυτό πρέπει νάναι το σύνθημά μας. Πρέπει να σπάσουμε κόκαλα, να τους αγκαλιάσουμε κυριολεχτικά, γιατί κι αυτοί θέλησαν να μας θάψουν ζωντανούς, όχι μονάχα εμάς τους δυο, αλλά ολόκληρον κόσμο, τον κόσμο το δικό μας. Θα γίνουμε «δίκης οφθαλμός» για να τιμωρήσουμε τους ασύδοτους και αυθάδεις, εμείς που δόξα τω Θεώ δε διακρινόμαστε και τόσο για λεπτότητα τρόπων, ώστε να υπάρχει φόβος μήπως μεταχειριστούμε το καμουτσίκι του λόγου χαλαρά και χλιαρά […]».


Ο Σκαρίμπας βρήκε πολύ ενδιαφέρουσα τη μαχητική αυτή θέση του Κοτζιούλα και σπεύδει αμέσως να του απαντήσει, ενθαρρύνοντάς τον προς την κατεύθυνση αυτή. Σε επιστολή του της 5 Ιουνίου 1950 γράφει σχετικά:


«Μόλις πήρα το γράμμα σου. Την πάνω στις 4 γραμματολογίες μελέτη σου -που, ξέροντάς σε, είμαι σίγουρος για το πόσο θα σταθεί μνημειώδικη- θα την περιμένω όποτε θα την έχεις ετοιμάσει καλά. Θέλω να σου πω ότι όση σημασία θάχει αυτή σου η εργασία μες στα γράμματά μας, δε μπορεί νάχουν οι δικές μου «Φυλλάδες». H «Φυλλάδα» μου με τον -τρόπον τινά- «αεροπλανικό» έλεγχό της και την -όσο θέλεις- πολεμική της στα πράγματα, δε μπορεί να ξεπεράσει τα στενά όρια μιας -πάλι «τρόπον τινά»- «σιδηροδρομικής» προβολής της πνευματικής μας σαπίλας. Είναι απ’ τη φύση τους τούτα τα πράγματα τέτοια. H ιστορία και των πιο γερών περιοδικών κλπ. τέτοιων εκδόσεων, αυτό λέει. Ο,τι θα δώσει την παραπάνω αξία στη δική μου «Φυλλάδα» θα είναι μόνο ό,τι με επιστημονική ευσυνειδησία και φιλολογική καθαρότητα τοποθετήσεις ιστορικά μες στον κόσμο μας, συ -ένας από τους μόνο δυο τρεις που διαθέτει η σύγχρονη Ελλάδα αυθεντικούς διανοουμένους, αληθινούς επιστήμονες και τίμιους λογοτέχνες. Το έργο τούτο, δεν είναι δουλειά του ποδιού. Θα το ετοιμάσεις με άνεση και με τη γνώριμή μου αφοσιωμένη σου αγάπη, χωρίς να υπολογίζεις σε χώρο, σε έξοδα κλπ. δυσκολίες. Ολ’ αυτά θα παραμεριστούν -από μένα- είμαι δε πρόθυμος και οικονομικά να σε συντρέξω στην εργασία σου αυτή. Ακόμα δε και αν όλη η «Φυλλάδα» ακόμα και αν χρειαστεί 8σέλιδη να την βγάλω -στο πρώτο της φύλλο- (σχήμα όπως ξέρεις μεγάλο) για μόνο την εργασία σου αυτή θα το κάμω ευχαρίστως. Το αν θα βγει τούτ’ το μήνα, ή τον άλλο ή τον παράλλο, δεν έχει καμιά σημασία. Ωστε -σκέψου και πε μου- τι σκέφτηκες […]».


* Μελαγχολική αμφιβολία


H αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών συνεχίστηκε όλο το καλοκαίρι του 1950 με εγκάρδιες επιστολές, οι περισσότερες από τις οποίες περιέχουν αναφορές στην προσεχή «Φυλλάδα» και στον μαχητικό της χαρακτήρα, καθώς και αμοιβαίες παροτρύνσεις και ενθαρρύνσεις για συνεργασίες τους που το περιοδικό, χωρίς λογοκρισία (πράγμα που δεν συνέβαινε με τον «Νέο Νουμά»), θα φιλοξενούσε. Ωστόσο, αρχές φθινοπώρου, σε γράμμα του Κοτζιούλα της 15 Σεπτεμβρίου 1950, εκφράζεται μια μελαγχολική αμφιβολία ότι κάπου η όλη διαδικασία της έκδοσης του περιοδικού δεν προχωρούσε.


Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν σήμερα και κάποιες ανατρεπτικές απόψεις του Σκαρίμπα όσον αφορά στον τρόπο γραφής. Την άποψη ότι οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμοποιούν ρεαλιστική γραφή, ο Σκαρίμπας τη θεώρησε ως είδος καταναγκασμού, αφού εμποδίζει την αβίαστη έκφραση και τεχνική. Τούτο προκύπτει από την επιστολή στον Κοτζιούλα τον Μάιο του 1936. Ιδού: «Τους Πρωτοπόρους δεν τους πολυπαρακολουθώ, μα τώρα που μου γράφεις αυτά θα τους προσέχω. Εχεις δίκιο. Αυτοί οι άνθρωποι -εκεί- κάμνουν μια φρικτή παρεξήγηση. Εχουν την αξίωση να βάλουμε το μανιφέστο στην τέχνη, να κάνουμε κοινωνιολογία σε τετράστιχα. Γι’ αυτό δεν τους παρακολουθώ. Πιστεύω σαν σε θρησκεία στην σοσιαλιστική πολιτεία, είμαι κομμουνιστής με όλη την έννοια και στην θεωρητική σημασία της λέξης, μα κάμνω διάκριση αυτών των πραγμάτων. Δεν μπερδεύω πράγματα που είναι καλά και από εαυτού τους χωρισμένα. Αυτοί όμως επιμένουν. Ας επιμείνουν!».


Ανεξάρτητα από την έκβαση αυτού του κοινού σχεδίου, που ποτέ δεν τελεσφόρησε, η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τη σχετική αλληλογραφία είναι η συνειδητοποίηση από τους δύο αλληλογράφους της επιτακτικής ανάγκης για απρόσκοπτη πνευματική έκφραση· και οι δύο είχαν συνείδηση του παραγκωνισμού τους, για τούτο και αναζητούσαν ένα νέο μαχητικό βήμα.


Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.