Πήρα και δημοσιεύω το παρακάτω «πελαγωμένο» γράμμα:


Αγαπητέ κύριε,


ΕΧΟΝΤΑΣ λείψει απ’ την Ελλάδα μερικούς μήνες, θέλησα, γυρίζοντας, να κατατοπισθώ για τα εδώ τεκταινόμενα, μια και, στις ευρωπαϊκές χώρες όπου ταξίδεψα, δεν είχα διαβάσει ούτε λέξη για τη χώρα μας. Αμ’ έπος, άμ’ έργον, λοιπόν, άνοιξα την τηλεόραση.


ΤΟ πρώτο πράγμα που έμαθα ήταν πως ο Πρωθυπουργός, εν πλήρει Υπουργικώ Συμβουλίω, βεβαίωσε τα μέλη του: «Είμαστε μια καλή κυβέρνηση». Μπράβο, είπα. Για να το λέει ο κ. Καραμανλής – που έχει κάνει Αρθρον Πίστεως τη «σεμνότητα και ταπεινότητα» – έτσι θα είναι και καλύτερα.


Οσο προχωρούσε, όμως, το Δελτίο Ειδήσεων εκείνης της ημέρας και των άλλων που ακολούθησαν, άρχισα να μουδιάζω. Γιατί έβλεπα πως αυτή η «καλή κυβέρνηση» έμοιαζε μάλλον με ρωμαϊκό ιππόδρομο (circus), όπου δεκάδες μονομάχοι – υπουργοί, υφυπουργοί, γ. γραμματείς, διοικητές ΔΕΚΟ κλπ., οπλισμένοι με σπάθες, δόρατα, τρίαινες, δίχτυα – πάσχιζαν να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλον, με τόσο μένος, που κανένας λατίνος χρονικογράφος και καμιά χολυγουντιανή υπερπαραγωγή δεν έχουν περιγράψει. Ο,τι έλεγε ο ένας το ξέλεγε ο άλλος, ό,τι έκανε ο άλλος το ξέκανε ο ένας, κι όλοι μαζί τσακίζονταν να ξεκάνουν ό,τι είχαν κάνει οι προηγούμενοι μαστόροι του «κίρκου»…


ΜΠΑ, είπα, οι γνωστές υπερβολές του ηλεκτρονικού «όπιου του λαού». Ο έντυπος Τύπος είναι πιο αξιόπιστος. Αγοράζω, λοιπόν, ένα μάτσο εφημερίδες, και τι βλέπω; Υπουργούς αλλά και Ενώσεις Συντακτών να κατηγορούν αβέρτα δημοσιογράφους πως «λαδώνονται» από υπουργούς, δημόσιες υπηρεσίες κλπ., πως μασουλάνε «μυστικά κονδύλια» – και, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», γράφουν ό,τι γουστάρει και συμφέρει στους λαδωτήρες και κονδυλιοδότες.


Μόνο που κανένας δεν μαρτυρούσε ποιοι κοντυλοφόροι χρυσώνονται και, προπάντων, ποιοι χρυσοφόροι τους χρυσώνουν. Μήπως, λέω, ισχύει και εδώ η διαβόητη «ομερτά», ο όρκος σιωπής και αλληλεγγύης των μαφιόζων;


Ισως γι’ αυτό, είπα, ο υπουργός Αμυνας διάταξε να συνοδεύονται οι δημοσιογράφοι που κάνουν ρεπορτάζ του υπουργείου του, από στρατονόμους για να μην κρυφακούν. Ομως, δεν θα ήταν καλύτερα να τους έδενε τα χέρια πισθάγκωνα, ώστε να μη μπορούν ούτε να κρυφογράφουν;


ΑΣ είναι, είπα. Ολα αυτά τα αμαρτωλά θα τα ξεκαθαρίσει και θα τα τιμωρήσει η αμερόληπτη Δικαιοσύνη, που έχει πάντα τα μάτια της κλειστά και τις τσέπες της εφτασφράγιστες. Στρέφομαι, λοιπόν, προς το σεπτό της Θέμιδος Μέλαθρον, και τι μαθαίνω; Πως έχουν τσακώσει δυο ντουζίνες δικαστές, που έχουν, λέει, και παραέχουν μάτια και τσέπες ορθάνοιχτες, που τα έχουν κάνει πλακάκια με συνηγόρους και κατηγορουμένους, και απολύουν απ’ τις φυλακές κάθε λογής αποβράσματα, για να μη χαλάσει η πιάτσα. Και πως ο Αρειος Πάγος θα αποδυθεί σε επιχείρηση «καθαρά χέρια» για να ξεπλύνει τη Δικαιοσύνη απ’ αυτά τα σαΐνια. Σωστά: «Αριστον μεν ύδωρ» για τέτοιες μπουγάδες. Αλλά θα είναι άχρηστον, αν δεν βρεθεί η κατάλληλη αλισίβα για να εξαφανίσει τους ρύπους απ’ αυτό το αλισιβερίσι…


ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ, σκέφτηκα πως η μόνη καταφυγή και παρηγορία είναι η υπερκόσμια Εκκλησία, η «ιατρός ψυχών και σωμάτων». Ανοίγω, λοιπόν, και πάλι την τηλεόραση και βλέπω την Ιερά Σύνοδο εν πλήρει απαρτία, με τα χρυσά εγκόλπια και τα χρυσοκέντητα πετραχήλια… Τι κατάνυξη! Αλλά πριν προλάβω να καταβυθιστώ σ’ αυτήν, να σου και ανοίγουν τα τηλεοπτικά παράθυρα και βλέπω καν και καν άγιους πατέρες ν’ αλληλολιθοβολούνται για χίλια μύρια σκάνδαλα, μαύρα και ροζ, με το καλλιεπές λεξιλόγιο που τόσο καλά κατέχουν ανέκαθεν οι κληρικοί. Και αστέρας μέσα σ’ αυτό τον αχταρμά, ένας «αρχιμανδρίτης(;), που κατηγορείται για τα μισά τουλάχιστον αδικήματα του Ποινικού Κώδικα σε τρεις ή τέσσερις ηπείρους, και που μηνύεται από- και μηνύει τους πάντες, ενώ κάποιοι ιεράρχες τώρα μόλις θυμήθηκαν να μηνίσουν (να οργιστούν) εναντίον του για τα τέρατα και σημεία που έχει διαπράξει σε δεκατέσσερις μητροπόλεις και σε μέγα βάθος χρόνου…


ΥΣΤΕΡ’ απ’ όλα αυτά, πού να βρω τη δύναμη να συνεχίσω σε άλλους εύοσμους αγρούς… σε σχολεία και πανεπιστήμια χωρίς δασκάλους, σε νοσοκομεία χωρίς γιατρούς, σε δημόσιες υπηρεσίες που μοιάζουν με τις γνωστές «δημόσιες» της οδού Αθηνάς;


Παντού χάος και χαμός. Και αιώνιοι χαμένοι οι απλοί πολίτες, που ούτε μίτρες φορούν, ούτε τηβέννους, ούτε υπουργικά φράκα. Ολοι αυτοί – εμείς – που η πάνσοφη οικονομική πολιτική, αφού μας έκανε περίγελο του κόσμου όλου, ζητάει να πληρώσουμε το μάρμαρο για τους ανδριάντες των εκατόγχειρων. Ετσι που, κάθε πρωί, ξυπνάμε με τον εφιάλτη ποιους καινούργιους φόρους θα μας φορτώσουν οι άρχοντές μας, για να κουκουλώσουν τις «μπομπές» τους και να μπαλώσουν τις τσέπες τους, αδειάζοντας τις τρις-άδειες και τρισάθλιες δικές μας…


ΜΕΣΑ σ’ αυτό τον κορυβαντισμό της διαφθοράς, της αναρχίας, της ακυβερνησίας, των σκανδάλων, του «πολέμου πάντων κατά πάντων», ξεπήδησε στο πελαγωμένο μυαλό μου ο οδυρμός του Δάντη για τη μεσαιωνική πατρίδα του, στη «Θεία Κωμωδία» («Καθαρτήριο», 6,76):


«Ahi, serva Italia, di dolore ostello,


Nave senza nocchiero in gran tempesta,


Non donna di provincie, ma bordello!»


(Αλί, σκλάβα Ιταλία, κατοικιά του πόνου,


καράβι χωρίς τιμονιέρη σε μεγάλη φουρτούνα,


όχι κερά στον τόπο σου, αλλά μπορντέλλο!)


Ούνα φάτσα, η Ιταλία του δέκατου τέταρτου αιώνα και η Ελλάδα του εικοστού πρώτου…


Με κάθε τιμή


ΣΠ. ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ


Και για την αντιγραφή


M. ΠΛ.