Εχουμε κατά καιρούς ασχοληθεί με ζητήματα βαλκανικής ταυτότητας και βαλκανικής ιστορίας επισημαίνοντας τον κίνδυνο να υποκαταστήσουμε παλαιότερες κατασκευές με νεότερες που θα ακολουθούν στην ουσία το ίδιο πρότυπο. Στη σημερινή επιφυλλίδα θα διερευνήσουμε ειδικότερα τη βαλκανική παράμετρο στην ελληνική εθνική ταυτότητα, δηλαδή κατά πόσον η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζεται ως βαλκανική.


H απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι προφανώς απλή ούτε μονοδιάστατη και καθορίζεται από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας ως νότιου συνόρου της Βαλκανικής Χερσονήσου, την ιστορική εμπειρία των σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς και τις – φαντασιακές και πολιτικές – σχέσεις με τη Δ. Ευρώπη. H σχέση με τη Δ. Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στην ευρωπαϊκή διάσταση της ελληνικής ταυτότητας, λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ρυθμιστικά και για την ελληνική βαλκανικότητα.


H ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν είναι εξ ορισμού συμβατή με τη βαλκανική ταυτότητα. Ενώ δηλαδή θα περιμέναμε η εθνική ταυτότητα, η βαλκανική ταυτότητα και η ευρωπαϊκή ταυτότητα να οργανώνονται σε ένα σχήμα ομόκεντρων κύκλων, ομόλογο με τη σχέση των αντίστοιχων γεωγραφικών ενοτήτων, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Ο λόγος είναι ότι το πολιτισμικό περιεχόμενο και το αξιακό φορτίο της Ευρώπης αφενός και των Βαλκανίων αφετέρου ορίζονται αντιθετικά, και επομένως είναι δύσκολο να συνυπάρξουν ως συμπληρωματικά μέρη του ίδιου συνόλου. H Ελλάδα συνεπώς αποδέχεται τη βαλκανικότητά της μόνο στο πλαίσιο αντιδυτικών στάσεων. Στην Ελλάδα, η αντιδυτική ιδεολογία έχει σχηματικά δύο όψεις: πρώτον, συμπλέει με τον αντιαμερικανισμό (και εν μέρει τον φιλοσοβιετισμό) της μεταπολεμικής Αριστεράς και, δεύτερον, αποτελεί συστατικό στοιχείο της φιλορθόδοξης (και, τώρα πλέον, φιλορωσικής και φιλοσερβικής) συντηρητικής τάσης.


Επιπλέον, η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι σαφώς ισχυρότερη από τη βαλκανική, δεδομένου ότι δεν έχει μόνο πολιτισμικό αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. H αβέβαιη και ανισοβαρής συνάρθρωση των εθνικών, περιφερειακών και υπερ-εθνικών ταυτοτήτων οφείλεται πράγματι σε δύο σημαντικά στοιχεία των πολλαπλών ταυτοτήτων: α) δεν είναι ισοδύναμες αλλά διακρίνονται σε κυρίαρχες και κυριαρχούμενες, κεντρικές και περιθωριακές και β) δεν αποτελούν συνδεδεμένα συστατικά μιας μονάδας αλλά διακεκριμένα θραύσματα με αμφισβητούμενη ενότητα. Είναι προφανές ότι η ισχύς και το σθένος των ταυτοτήτων εξαρτώνται από την πολιτική τους λειτουργία, δηλαδή από τη σχέση τους με κοινωνικές ιεραρχίες. Σύμφωνα με τις αντίστοιχες πολιτικές τους λειτουργίες, η βαλκανική και η ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι ίσες.


H βαλκανική ταυτότητα στην Ελλάδα είναι λοιπόν ασθενής. Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από το περιεχόμενο της σχολικής ιστορίας όσο και από την ακαδημαϊκή παράδοση, όπου η βαλκανική ιστορία είναι υπόθεση κατ’ εξοχήν της B. Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης. Στον χώρο των άλλων κοινωνικών επιστημών επίσης, η βαλκανικότητα της Ελλάδας δεν φαίνεται να έχει ισχυρά ερείσματα. H ανθρωπολογία αντιμετωπίζει τόσο τη βαλκανικότητα όσο και τη μεσογειακότητα ως ιδεολογικές κατασκευές που έχουν στόχο την υποστασιοποίηση της πολιτισμικής διαφοράς, ενώ η πολιτική επιστήμη διχάζεται ανάμεσα στην κατηγορία της Νότιας Ευρώπης (όπου εντάσσεται και η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία) και σε εκείνη της NA Ευρώπης (που περιλαμβάνει και τα Βαλκάνια).


H περιθωριακή θέση της βαλκανικής διάστασης στην Ελλάδα σχετίζεται με τους όρους διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας ήδη από τον 19ο αιώνα. Από την εποχή λοιπόν κατά την οποία η ελληνική εθνική ταυτότητα αποκτά την οριστική της μορφή, η βαλκανική διάσταση υποβαθμίζεται ή και απορρίπτεται. Μπορούμε να προτείνουμε τρεις τουλάχιστον λόγους που συμβαίνει κάτι τέτοιο:


1. Ο φαντασιακός εθνικός χώρος δεν περιοριζόταν στα Βαλκάνια αλλά επεκτεινόταν επίσης στη M. Ασία. Το εθνικό έδαφος συνεπώς, παρ’ όλο που τα όριά του ήταν ρευστά και ασαφή, είχε ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη θάλασσα του Αιγαίου και όχι τους ορεινούς όγκους της B. Βαλκανικής. Ακόμη και μετά την οριστική παγίωση των ελληνικών συνόρων (1923) και τον περιορισμό του κράτους στη Βαλκανική, οι πρόσφυγες, επειδή ήλθαν σε ένα μεγάλο ποσοστό από τη M. Ασία, δεν ήταν φορείς μιας βαλκανικής συνείδησης.


2. H ελληνική εθνική ταυτότητα οικοδομήθηκε αντιθετικά προς τους Σλάβους, σε τρεις τουλάχιστον ιστορικές στιγμές. Πρώτον, με αφορμή τη θεωρία του Fallmerayer περί εκσλαβισμού των Ελλήνων στα μέσα του 19ου αιώνα. Δεύτερον, στην καμπή του 19ου αιώνα, όταν κυριαρχεί ο φόβος του πανσλαβισμού και της επέκτασης των Βουλγάρων εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. H εχθρότητα προς τα σλαβικά Βαλκάνια θα επανακάμψει, τέλος, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ως φόβος του κομμουνισμού.


3. Οι Ελληνες κατασκεύασαν την εθνική τους ταυτότητα σε αντίθεση με τους Τούρκους, απορρίπτοντας το οθωμανικό τους παρελθόν ως περίοδο δουλείας και παρακμής στην εθνική τους ιστορία. Επειδή όμως το οθωμανικό παρελθόν αντιπροσώπευε στην ουσία το κοινό πολιτισμικό υπόστρωμα των Βαλκανίων, η άρνησή του συνεπαγόταν αναπόφευκτα την άρνηση της βαλκανικότητας της νεότερης Ελλάδας.


Για όλους αυτούς τους λόγους και παρ’ όλο που από τη δεκαετία του 1990 αλλάζει η σχετική σχέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, η βαλκανικότητα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια ασθενή ταυτότητα, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.