Μια και υπήρξα 46 χρόνια δημοσιογράφος, και μόνο δημοσιογράφος, θα ήθελα να αποτολμήσω μερικές σκέψεις, που γνωρίζω ότι θα ενοχλήσουν αλλά αισθάνομαι ότι οφείλω να τις δημοσιοποιήσω.


Θα ξεκινήσω με την υπογράμμιση της πεποίθησης ότι δημοκρατία χωρίς ελευθερία του Τύπου, χωρίς ακώλυτη ενημέρωση για τα συμβαίνοντα και τον ανεμπόδιστο σχολιασμό τους δεν νοείται. Συνεπώς η ελεύθερη δημοσιογραφία είναι ακρογωνιαίος λίθος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Γι’ αυτό άλλωστε κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα.


Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε γράφων και ομιλών δημοσιογράφος είναι αυτονόητα άψογος και αντικειμενικός ενημερωτής. Και οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι με όλες τις αδυναμίες και ιδιοτέλειες που χαρακτηρίζουν και τα υπόλοιπα μέλη κάθε κοινωνίας. Οπως και κάθε άλλος άνθρωπος, κατά κανόνα αποβλέπουν πρώτα απ’ όλα στο προσωπικό τους συμφέρον. Και δυστυχώς επειδή αυτό ενδέχεται να συγκρούεται με την έντιμη και πλήρη ενημέρωση, μπορεί να διολισθαίνουν στην παραπληροφόρηση αποσιωπώντας ή επιλέγοντας ειδήσεις, χρωματίζοντας θετικά ή απαξιώνοντας γεγονότα και στοιχεία ή ακόμη και κατασκευάζοντας ειδήσεις. Αυτή η κακή δημοσιογραφία, που θάλλει δυστυχώς σε κάθε κοινωνία ανεξαρτήτως πολιτεύματος ανάλογα προς τον βαθμό ηθικής αντίστασης ή διαφθοράς που κυριαρχεί σ’ αυτήν, μόνο αποτελεσματικό εχθρό έχει τον πλουραλισμό. Δηλαδή τη δυνατότητα κάποιου άλλου να την αμφισβητήσει με την αντιπαράθεση άλλων στοιχείων, γεγονότων και ερμηνειών. Ετσι και οι παραπληροφορητές, που είτε από προσωπική ιδιοτέλεια είτε ως όργανα πολιτικών, επιχειρηματικών ή άλλων, ακόμη και εθνικών, συμφερόντων παραβιάζουν τη δημοσιογραφική δεοντολογία, εκτίθενται στον κίνδυνο απαξίωσης της πληροφοριακής αυθεντίας τους. Γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στην κοινή γνώμη να συγκρίνει και να κρίνει. Συνεπώς να ενημερώνεται καλύτερα.


Με τον εν όψει πόλεμο στο Ιράκ και τη δίκη της «17 Νοέμβρη» η ελεύθερη έως ασυδοσίας δημοσιογραφία διεκδικεί και πάλι ρόλους ενάρετου, ανιδιοτελούς, αδέκαστου, ευαίσθητου, αντικειμενικού ενημερωτή, ενώ ουκ ολίγοι εξ αυτών που επικαλούνται αυτό το ολοένα και πιο σπάνιο δημοσιογραφικό ήθος έχει κατ’ επανάληψιν αποδειχθεί ότι μπορεί να υπηρετούν και αντίθετους ρόλους. Ηρωοποιούν εγκληματίες, λασπώνουν ανήμπορα να προστατευθούν πρόσωπα, απειλούν και εκβιάζουν, παραπλανούν και διαφθείρουν το εύπιστο και εύπλαστο κοινό, ιδιαίτερα τους τηλεθεατές, καθώς χρησιμοποιούν και το ενίοτε ακαταμάχητο όπλο της εικόνας, που όχι σπάνια είναι χειραγωγημένη. Αυτού του ήθους η δημοσιογραφία είναι αυτή που έφθασε στην ιδεολογική στήριξη των τρομοκρατών και στην ενθάρρυνση του δολοφονικού τους έργου, με τη δημοσίευση των προκηρύξεών τους, η οποία προϋπέθετε φόνους, όπως παραδέχθηκε ο Σάββας Ξηρός. Και με βαθιά οδύνη βλέπω ακόμη και συνδικαλιστικούς εκπροσώπους του δημοσιογραφικού επαγγέλματος να υπεραμύνονται της ελευθερίας στην ασυδοσία ακόμη και εκείνων που τα ίδια τα πειθαρχικά τους όργανα έχουν κατ’ επανάληψιν τιμωρήσει με διαγραφή ή άλλες ποινές, ακόμη και εκείνων που η δικαιοσύνη έχει καταδικάσει ως συκοφάντες και εκβιαστές.


Τα αδηφάγα τηλεοπτικά δίκτυα τείνουν να αναδειχθούν σε άτυπη πανίσχυρη εξουσία. Ηδη μάλιστα αντιπαρατίθενται με ιταμό θράσος προς τους συνταγματικούς θεσμούς. Πλήθος πολιτικοί, ακόμη και κόμματα ενεργούν ή απέχουν από το καθήκον τους τρέμοντας τον έλεγχο των τηλεοπτικών κριτών ή για να εξασφαλίζουν την προσωπική προβολή τους. Και μόνο το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση δεν τολμά να εφαρμόσει τον νόμο σε βάρος των ποδοσφαιρικών ανώνυμων εταιρειών από τον φόβο του κομματικού κόστους αρκεί, ως το πιο ανώδυνο παράδειγμα των αδιεξόδων στα οποία έχει οδηγηθεί η δημοκρατία μας.


Γι’ αυτό και ελπίζω ότι κρύβει δικανική δεξιοτεχνία και όχι επηρεασμό του δικαστηρίου στον Κορυδαλλό από αυτή τη νοσηρή ατμόσφαιρα καθώς στο ξεκίνημα αντιμετώπισε με μεσογειακή οικογενειακή ζεστασιά και χιούμορ πρόσωπα που παριστάνοντας αναισχύντως τους αγωνιστές του ’21 σχεδόν καμαρώνουν για τις δολοφονίες, τις ληστείες, τους τραυματισμούς και την απέραντη δυστυχία που προκάλεσαν σε πλήθος οικογενειών. Τόσο που οι συγγενείς των δολοφονηθέντων να φαίνονται ως παρείσακτοι, αφού οι κατά σύστημα προβαλλόμενοι δικηγόροι, νομικοί, δημοσιογράφοι και τα συνδικαλιστικά τους όργανα για το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρονται είναι μήπως και κακοπάθουν οι κατηγορούμενοι και η αριστερή ιδεολογία τους.


Ο κ. Γιάννης Μαρίνος είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.