Οταν ξέσπασε ο πόλεμος του Κόλπου, ο Κρίστοφερ Νόρις, γνωστός μαρξιστής διανοούμενος και πανεπιστημιακός, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Uncritical Theory: Postmodernism, Intellectuals and the Gulf War (Μη Κριτική Θεωρία: Μεταμοντερνισμός, Διανοούμενοι και ο Πόλεμος του Κόλπου). Η αδυναμία των διανοουμένων αλλά και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων να αντιδράσουν δυναμικά στις στρατηγικές των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή είναι απόρροια, ισχυρίστηκε ο Νόρις, της επιρροής του μεταμοντερνισμού. Αυτή η «διανοητική μόδα» προωθεί τον σχετικισμό και την αποδοχή όλων των αληθειών με αποτέλεσμα να νομιμοποιεί την προπαγάνδα των ΜΜΕ και τις κατευθυνόμενες από την εξουσία πληροφορίες και να καθιστά αδύνατο να διακρίνει κανείς ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Μία είναι η λύση: επιστροφή στην αντικειμενικότητα και εγκατάλειψη του μεταμοντέρνου σχετικισμού. Διέφυγε την προσοχή του Νόρις ότι προπαγανδιστικές πολιτικές και εξουσιαστικές παρεμβάσεις στη ροή της πληροφορίας είχαν κατορθώσει να εδραιωθούν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους (πολύ προτού εμφανισθεί ο «μεταμοντερνισμός») αλλά και ότι το σχήμα «γνώση/ιδεολογία/εξουσία» (προνομιακά συνδεδεμένο με τη σκέψη του Μ. Φουκό) συμπεριλαμβανόταν στην προβληματική πολλών από αυτούς που αποκαλούσε «μεταμοντέρνους».


* Η αμερικανική ιστορία


Δέκα χρόνια μετά και ενώ οι ΗΠΑ προετοιμάζουν και επιδιώκουν άλλον έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή, ο Κρίστοφερ Νόρις βρήκε μια μάλλον απροσδόκητη συνομιλήτρια στο πρόσωπο της κυρίας Λιν Τσένι, συζύγου του αντιπροέδρου των ΗΠΑ. Συντάκτρια μιας έκθεσης για τον χαρακτήρα και τους στόχους της εκπαίδευσης ήδη από το 1988 («Humanities in America» – «Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες στην Αμερική») και συγγραφέας ενός πρόσφατου βιβλίου με τίτλο Telling the Truth (Λέγοντας την Αλήθεια), η κυρία Τσένι έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών για την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών σε σχετικά πανεπιστημιακά προγράμματα. Στο στόχαστρο βρίσκονται και πάλι οι «μεταμοντέρνοι». Αυτοί απειλούν την ενότητα της αμερικανικής κοινωνίας, αφού άνοιξαν την πόρτα της ιστορίας στον καθένα και στην καθεμιά αναφερόμενοι συνεχώς σε ζητήματα «κοινωνικής τάξης, φυλής και φύλου».


Αντί της ενιαίας ιστορίας του αμερικανικού έθνους (κατά προτίμηση, λευκού, αγγλοσαξονικού και προτεσταντικού), προώθησαν μια επικίνδυνη πολιτική βάσει της οποίας Αφροαμερικανοί, Λατινοαμερικανοί, γηγενείς Αμερικανοί, μετανάστες διεκδίκησαν μια θέση στο παρελθόν αλλά και στο παρόν της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτή η πολυφωνία οδηγεί, κατά την κυρία Τσένι, στην υποβάθμιση της αμερικανικής εθνικής υπερηφάνειας (ενδεχομένως και στην υπονόμευση του αμερικανικού λευκού εθνικισμού). Ειδικά στην ιστορία και στη λογοτεχνία, τα εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν αντικειμενικώς αναγνωρισμένα έργα του δυτικού πολιτισμού και όχι τη φωνή κάθε μειονότητας. Η λύση είναι η εγκατάλειψη του επικίνδυνου σχετικισμού των «μεταμοντέρνων» διανοουμένων και η αντικειμενική διδασκαλία της αμερικανικής ιστορίας.


* Τα κριτήρια εγκυρότητας


Στη σκιά ενός νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή, η παράδοξη συνάντηση της ορολογίας του Κρίστοφερ Νόρις και της Λιν Τσένι προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για να κατανοήσουμε τις ιδιόρρυθμες χρήσεις του όρου «μεταμοντέρνος» αλλά και τις επιστημονικές και πολιτικές συνεπαγωγές των επιχειρημάτων περί σχετικισμού και αντικειμενικότητας που κυριαρχούν στους «μεταμοντέρνους πολέμους» των διανοουμένων. Οι δύο έννοιες εμφανίζονται να αντιπαρατίθενται πλήρως αλλά προτού βιαστούμε να χρεώσουμε την πρώτη σ’ έναν ανυπόληπτο και επικίνδυνο «μεταμοντερνισμό» και τη δεύτερη σ’ έναν αξιόπιστο επιστημονικό λόγο, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε δύο παραμέτρους: α) η έννοια της «αντικειμενικής αλήθειας» έχει συνδεθεί σε πολλές περιπτώσεις τόσο στην επιστήμη όσο και στην πολιτική με τις τεχνολογίες της εξουσίας και έχει νομιμοποιήσει ιδεολογικοποιημένα ερμηνευτικά σχήματα και β) οι φιλοσοφικές και επιστημονικές διαδρομές της έννοιας της αντικειμενικότητας σπάνια κατόρθωσαν να την αποσυνδέσουν πλήρως από τις ηθικές, πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες που την περιβάλλουν.


Το πρόβλημα δεν έγκειται στην απο-νομιμοποίηση της αντικειμενικότητας αλλά κυρίως στο αν μπορεί να νομιμοποιηθεί ο σχετικισμός του «anything goes» («όλα έχουν πέραση») τόσο στην επιστήμη όσο και στην πολιτική. Η εγκυρότητα οποιασδήποτε άποψης σε αυτά τα πεδία δεν μπορεί να βασίζεται ούτε σε μια αφηρημένη και γενική επίκληση της αντικειμενικότητας αλλά ούτε βέβαια και στην άποψη «εφόσον όλα είναι σχετικά, όλα είναι νόμιμα». Οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις του Ολοκαυτώματος και οι απόπειρες άρνησής του κατά τα τελευταία χρόνια επανέφεραν με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο την ανάγκη προσδιορισμού των κριτηρίων εγκυρότητας κάθε επιστημονικού ή πολιτικού επιχειρήματος.


Ειδικά στο πεδίο της ιστορίας, η παρέμβαση του διαπρεπούς ιστορικού Κάρλο Γκίνζμπουργκ υπήρξε καθοριστική για δύο λόγους: α) ο Γκίνζμπουργκ επεσήμανε ότι η εγκυρότητα κάθε ιστορικής ερμηνείας δεν στοιχειοθετείται στη βάση της κατάκτησης της απόλυτης αλήθειας αλλά βασίζεται στη στήριξη κάθε συγκεκριμένου ερμηνευτικού εγχειρήματος από αποδεικτικό υλικό που ελέγχεται τόσο από τους ιστορικούς όσο και από την ευρύτερη κοινότητα και β) στο εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του History, Rhetoric and Proof (Ιστορία, Ρητορική και Απόδειξη) μας θύμισε ότι οι αφηγηματικές διαστάσεις του ιστορικού λόγου αντλούν από μια μακρά παράδοση ρητορικής που ανάγεται στον Αριστοτέλη και εμπεριέχει την έννοια της απόδειξης του επιχειρήματος προκειμένου να εξασφαλίσει την πειθώ. Επομένως, η αφηγηματικότητα και οι ρητορικές διαστάσεις της ιστορίας δεν εξαντλούνται στη συγκρότηση μιας επινοημένης πλοκής, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι, αλλά αποπειρώνται να συνδυάσουν την ερμηνεία με επιχειρήματα και αποδείξεις που προτείνονται και τίθενται σε κοινό έλεγχο και διασταύρωση. Σε αυτό το πλαίσιο, η προβληματική για την αφηγηματικότητα της ιστορίας εμπλουτίστηκε σημαντικά ενώ παράλληλα πρόσφερε στον Γκίνζμπουργκ τη δυνατότητα σύνδεσής της με τα καίρια ζητήματα της απόδειξης, του ελέγχου και της εγκυρότητας.


* Η διασφάλιση της νομιμότητας


Οι «μεταμοντέρνοι πόλεμοι» των διανοουμένων θα είχαν μικρή σημασία αν αφορούσαν αποκλειστικά τους ίδιους και περιορίζονταν στο εσωτερικό των ακαδημαϊκών κοινοτήτων. Οπως δείχνουν όμως οι περιπτώσεις των Κρίστοφερ Νόρις, Λιν Τσένι και Κάρλο Γκίνζμπουργκ, οι θέσεις τους έχουν σαφείς πολιτικές επιπτώσεις.


Αυτές οι επιπτώσεις καθιστούν αναγκαία μια ουσιαστική προβληματική που δεν εξαντλείται ούτε στην αγιοποίηση του σχετικισμού αλλά ούτε και στην αόριστη χρήση του όρου «αντικειμενικότητα» προκειμένου να καταδειχθεί η απόλυτα ασύμμετρη θέση τους. Η άποψη του Κάρλο Γκίνζμπουργκ για τα κριτήρια εγκυρότητας καθίσταται περισσότερη επίκαιρη από ποτέ σε μια στιγμή που ένας νέος πόλεμος (πραγματικός δυστυχώς και όχι ακαδημαϊκός) διαφαίνεται. Ο έλεγχος των ενεργειακών αγωγών βαραίνει καθοριστικά στην ανάπτυξη της διεθνούς γεωπολιτικής αλλά η διασφάλιση της διεθνούς νομιμότητας είναι απαραίτητη. Οι έλεγχοι των επιθεωρητών του ΟΗΕ για τα οπλικά συστήματα του Ιράκ επιβεβαιώνουν αυτή την αναγκαιότητα πριν από την ανάληψη μιας στρατιωτικής επιχείρησης: μια ρητορεία χωρίς αποδείξεις, τεκμήρια και διασταύρωση παραμένει ξεκρέμαστη.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.