Μια από τις σοφές συμβουλές που δίνω στους φοιτητές μου είναι να απαλλαγούν από τις στερεότυπες ιδέες για την ελληνική κοινωνία. Ο αναγνώστης ίσως σκεφθεί ότι πρόκειται για συμβουλή μάλλον κοινότοπη και ότι είναι μάλλον απίθανο ένας επιστήμων να πάσχει από στερεότυπες ιδέες, με άλλα λόγια από προϊδεασμούς, προκαταλήψεις ­ έστω και αν είναι εκκολαπτόμενος επιστήμων, δηλαδή αν έχει το μέγα ελάττωμα να είναι νέος και αδοκίμαστος. Και όμως, γνωρίζω πολλούς γέροντες, εμού συμπεριλαμβανομένου, οι οποίοι, μολονότι επιστήμονες τελειωμένοι και με τη βούλα, έχουν όντως προκαταλήψεις μόνο που αυτές είναι προκαταλήψεις, ας πούμε, «επιστημονικότερες».


Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ ­ με τρόπο έμμεσο, πλάγιο και όσο γίνεται ελαφρό. Γιατί «όσο γίνεται»; Μα γιατί το πρόβλημα των προϊδεασμών δεν είναι απλό, δεν είναι μονάχα ζήτημα της καθημερινής μας ζωής, είναι και ένα από τα κεντρικά θέματα της επιστημολογίας, της επιστήμης που εξετάζει τις επιστήμες ως σύνολο, που είναι, όπως λέει το όνομά της, ένας «λόγος περί τις επιστήμες».


Ας αρχίσουμε με μιαν από τις επιστημολογικές θεωρίες· ας πάρουμε, παραδείγματος χάριν, τη θεωρία του Kuhn περί «παραδείγματος». Ο Κουν χρησιμοποιεί, ακριβώς, τον όρο «Paradigm» ­ «Παράδειγμα». Εννοεί, σε νεότερα ελληνικά, θεωρητικό «υπόδειγμα», «πρότυπο». Και μάλιστα όχι ένα οποιοδήποτε θεωρητικό πρότυπο, αλλά εκείνο που οι δάσκαλοί μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ονόμαζαν «η κρατούσα θεωρία» ­ οι περισσότεροι με αγαλλίαση, ελάχιστοι με περιφρόνηση.


Μπορεί να μη συμφωνούμε με τη θεωρία του Κουν ή, τουλάχιστον, να μη συμφωνούμε με όλες τις πλευρές και με όλα τα θεωρητικά συνεπαγόμενά της. Αλλά στο θέμα που μας απασχολεί μπορούμε, νομίζω, να δεχθούμε ότι η εμπειρική της θεμελίωση είναι βάσιμη, τουλάχιστον για το θέμα που μας απασχολεί εδώ. Πράγματι, ένα παλαιό «Παράδειγμα» μπορεί σήμερα να είναι παντελώς ξεπερασμένο, έστω και αν κυριάρχησε επί μακρόν στην επιστημονική σκέψη της εποχής του. Επομένως, σήμερα θεωρούμε ευλόγως ότι αυτό το παλαιό θεωρητικό υπόδειγμα, για όσες δεκαετίες (ή αιώνες) κυριαρχούσε, ήταν ένα είδος επιστημονικού προϊδεασμού: ενός παρωχημένου προϊδεασμού εκείνης της εποχής, επίσης παρωχημένης. Ο προϊδεασμός αυτός μπορεί να είναι πολύ προωθημένος για την εποχή του, άρα, για μας, αξιοθαύμαστος και συνάμα χαριτωμένος εν τη αφελεία του. Ας θυμηθούμε, παραδείγματος χάριν, τους Πτολεμαϊκούς χάρτες. Στην εποχή τους αποτελούσαν ένα «Παράδειγμα», ήταν κατασκευάσματα επιστημονικά, αποτελέσματα μιας εμπειρικής και θεωρητικής επεξεργασίας, εργαλεία όχι μόνο της ναυσιπλοΐας αλλά και της επιστημονικής σκέψης.


Ενας προϊδεασμός, αφ’ ότου κρυσταλλώνεται, αποτελεί πλέον ένα στερεότυπο, ένα είδος προκατάληψης. Αλλά η κρυστάλλωση προϋποθέτει χρόνο, ιστορική διάρκεια. Είπαμε στην αρχή ότι το πρόβλημα των προϊδεασμών είναι από τα κεντρικά θέματα της επιστημολογίας. Τώρα, ας προσθέσουμε ότι είναι θέμα και της ιστορίας των επιστημών (που, άλλωστε, συμβαδίζει με την επιστημολογία). Οι θεωρητικές προ-υποθέσεις των επιστημόνων μετατρέπονται σιγά σιγά σε προ-ιδεασμούς, σε προ-καταλήψεις και στο τέλος κρυσταλλώνονται σε στερεό-τυπα, ακολουθώντας το βήμα της ιστορίας τους ­ και της Ιστορίας, γενικότερα.


Ετσι, η ιστορία των επιστημών (και των επιστημόνων που τις φτιάχνουν), βρίθει στερεοτύπων και προκαταλήψεων που κάποια στιγμή κατέρρευσαν. Αλλά δεν είναι ανάγκη να καταρρεύσει πλήρως ένα θεωρητικό «υπόδειγμα» για να παραδεχθούμε ότι ακόμη και οι επιστήμονες μπορεί να έχουν, οι καημένοι, προκαταλήψεις. Αρκεί να καταρρεύσουν απλώς ορισμένα τμήματα του θεωρητικού υποδείγματος. Αυτά τα τμήματα τι άραγε θα θεωρούνται, αφού καταρρεύσουν, αν όχι προκαταλήψεις;


Εχουμε ήδη εγκαταλείψει τον Κουν (καιρός ήταν) και έχουμε μεταφερθεί στον Popper. Ο Πόπερ μάς λέει ότι μια θεωρία δεν είναι επιστημονική παρά μόνον όταν είναι διαψεύσιμη. Τι σημαίνει αυτό, αν ισχύει; Σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η διάψευση δεν είναι ανάγκη να περιλαμβάνει το σύνολο του υπό κατεδάφισιν θεωρητικού οικοδομήματος αρκεί να αφορά σε τόσα μέρη του ώστε το οικοδόμημα να καθίσταται δομικώς επικίνδυνο, άρα κατεδαφίσιμο και κατεδαφιστέο. Για ποια μέρη πρόκειται; Είναι όσα κάποτε οι απόγονοί μας θα ονομάσουν προκαταλήψεις. Τι θα είναι, εκατό χρόνια από σήμερα, ορισμένα τμήματα από τις σημερινές ερμηνείες μας για τη νεότερη ελληνική Ιστορία;


Για να ανακεφαλαιώσω με άλλα λόγια. Η επιστημονική δεοντολογία επιβάλλει να αμφισβητούμε συνεχώς τα στερεότυπα και τις κρατούσες θεωρίες ­ ακόμη και εκείνες που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε. Αυτό το γνωρίζουμε, βεβαίως αλλά το ζητούμενο είναι και να το εφαρμόζουμε συνεχώς, ιδίως στις σπουδές για την ελληνική κοινωνία. Επειδή όλες τις «θεωρίες» που έχουν κατά καιρούς προταθεί γι’ αυτήν τις σκιάζουν πολλαπλές προκαταλήψεις που προέρχονταν από τη δύσκολη σχέση της κοινωνίας αυτής με το παρελθόν της, όπως η ίδια το σκέπτεται, το βιώνει και το επιθυμεί με την αρχαιότητα, με το Βυζάντιο, με την τραυματική νεότερη ιστορία της με ό,τι τέλος πάντων καθορίζει τη βαθύτερη συνειδησιακή της θεμελίωση.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι ιστορικός, διευθυντής σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού.