Ο κ. Ι. Ζάχος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Leeds της Αγγλίας, με αφορμή το άρθρο της κυρίας Δ. Καρακατσάνη επανέρχεται στο θέμα των ημερών, που δεν είναι άλλο από τη θρησκεία και τους θεσμούς.


Αυτή την εποχή έχουν δει το φως αρκετά άρθρα τα οποία αμφισβητούν, με επιχειρήματα ­ εξαιρετικά όσον αφορά τη χρήση της αναλυτικής σκέψης ­, την άποψη ότι η πολιτεία πρέπει να παρέχει παιδεία η οποία να έχει στόχο της τη διάπλαση πολιτών που «διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Ενα τέτοιο υπήρξε και το άρθρο της κυρίας Δ. Καρακατσάνη που εμφανίστηκε στο «Βήμα της Κυριακής» 11.6.2000. Το πρόβλημα που εμφανίζει το συγκεκριμένο άρθρο αλλά και άλλα σχετικά άρθρα δεν βρίσκεται στην επιχειρηματολογία, αλλά στις υποθέσεις που γίνονται σιωπηρά. Μια τέτοια σιωπηρή υπόθεση, που υιοθετείται στο συγκεκριμένο άρθρο, είναι ότι η διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης δεν είναι η καταλληλότερη για να διδάξει την αγάπη και τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, ενώ αντίθετα μια ουδέτερη διδασκαλία, βασισμένη σε ανθρωπιστικές αξίες, θα πετύχει τα ίδια αποτελέσματα καλύτερα, μια και δεν θα διχάσει ανθρώπους διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ετσι η αρθρογράφος υιοθετώντας σιωπηρά αυτή την υπόθεση οδηγείται σε ορισμένα λογικοφανή μεν αλλά αδιανόητα συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα ότι με τη διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης, που ο Θεός της είναι Αγάπη, «καταπατώνται οι αξίες της ελευθερίας, της αγάπης, του σεβασμού…» προς τον συνάνθρωπο. Ακόμη επισημαίνει η αρθρογράφος ότι η διδασκαλία της ορθόδοξης παράδοσης υπονομεύει την ανάπτυξη του κριτικού ορθολογισμού στους μαθητές, αφού οι τελευταίοι γίνονται αποδέκτες των δογματικών «εξ αποκαλύψεως» αληθειών. Τέλος στην προσπάθεια αποκοπής από κάθε σχέση με τη θρησκευτική ηθική και τη δογματική σκέψη, η αρθρογράφος προτείνει την αντικατάστασή τους με μια κοσμική ηθική (υπάρχει τέτοια συμφωνημένη ηθική και ποιος τη γνωρίζει;) που θα εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα τις ανθρωπιστικές αξίες (μήπως αυτό τελικά δεν θα αποτελέσει ένα νέο δόγμα;).


Το ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί, και βρίσκεται στη βάση της διαφωνίας που έχει ανακύψει στις ημέρες μας ­ για το κατά πόσο είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η διδασκαλία της ορθόδοξης παράδοσης ­, είναι αν μπορούν όλες αυτές οι ανθρωπιστικές αξίες να υπάρξουν μέσα σε ένα «ουδέτερο περιβάλλον» και να καλλιεργηθούν χωρίς την ανάγκη της χριστιανικής παράδοσης.


Αν ναι, τότε θα πρέπει η πρόταση να υιοθετηθεί, γιατί σε ένα τέτοιο ουδέτερο περιβάλλον θα αποφευχθούν οι θρησκευτικές έριδες και ο φανατισμός με όσα αυτά συνεπάγονται. Η θέση της χριστιανικής θρησκείας είναι ότι δεν μπορούν να καλλιεργηθούν χωρίς την Ορθοδοξία για πολύ καιρό. Ακούγεται υπερβολικό, εξοργιστικό, μισαλλόδοξο και παράλογο, αλλά δεν μπορεί να διατυπωθεί με πιο ήπιο και ουδέτερο τρόπο.


Η απάντηση από τη χριστιανική πλευρά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική γιατί ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ετσι ενώ για έναν χριστιανό είναι απόλυτα φυσικό να ξεκινά το Σύνταγμα με τη φράση στο «Ονομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο για έναν «δηλωμένο» άθεο.


Αυτό αποτελεί, κατά τον γράφοντα, και το θεμελιώδες σημείο τριβής.


Στο σημείο αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένη η απορία, γιατί να μην μπορούν να αναπτυχθούν οι αρετές της αγάπης προς τον πλησίον, του σεβασμού της ελευθερίας του άλλου, της μετριοπάθειας κτλ., χωρίς την ανάγκη να καταφύγει κανείς στην Ορθοδοξία. Το εμπόδιο για την ανάπτυξη αυτών των αρετών οφείλεται σε κάτι πολύ απλό και ανθρώπινο: στα ανθρώπινα πάθη και στις αδυναμίες, στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Για τον χριστιανικό τρόπο ζωής ο αγώνας κατά των παθών, που αποτελούν το εμπόδιο για την απόκτηση αυτών των αρετών, απαιτεί αυτοκριτική, αυτογνωσία, μελέτη, άσκηση και διαρκή προσευχή σε καθημερινή βάση. Για έναν χριστιανό η απόκτηση των αρετών και η επιτυχής αντιμετώπιση των δυσκολιών χωρίς τη βοήθεια του Θεού είναι ανέφικτη. Γιατί συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, εύκολα να δηλώνουμε γενικώς και αορίστως ότι νοιαζόμαστε και κοπτόμαστε για τα δικαιώματα των άλλων, ενώ την επόμενη στιγμή τα ακυρώνουμε στην πράξη υπονομεύοντας τον συνάδελφό μας στον χώρο εργασίας. Κάτι τέτοιο είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης. Ισως το παράδειγμα αυτό να φανεί πεζό και τετριμμένο, όμως η ανάγκη χριστιανικής παιδείας στη ζωή των ανθρώπων δικαιώνεται κυρίως μέσα από τη βοήθεια που τους παρέχει στον καθημερινό τους βίο για μια έντιμη πορεία και όχι τόσο από φιλοσοφικούς και κοινωνικούς ­ ωστόσο θεωρητικούς ­ προβληματισμούς.


Βέβαια στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να προβάλει σοβαρές αντιρρήσεις και να παραθέσει περιπτώσεις ανθρώπων που καταφέρνουν να ζουν με ήθος που ξεπερνάει το ήθος πολλών «δηλωμένων» χριστιανών. Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή, η οποία σχετίζεται με την ανάπτυξη θρησκευτικού συναισθήματος. Συμβαίνει, στη βάση της ανθρώπινης ύπαρξης, να υπάρχουν μερικοί φόβοι που παραλύουν τον άνθρωπο ή τον καθιστούν αδύναμο μπροστά τους. Ο Α. Κέσλερ αναγνωρίζει, για παράδειγμα, τέσσερις τέτοιες μορφές φόβου: τον φόβο του θανάτου, τον φόβο της μοναξιάς, τον φόβο της απελπισίας και τον φόβο τού να βρεθεί κανείς αβοήθητος. Η παρουσία του Θεού στη ζωή ενός ορθόδοξου χριστιανού καθιστά τέτοιου είδους φόβους ανίσχυρους.


Βέβαια όλα τα παραπάνω για κάποιον που είναι οπαδός του ορθολογισμού είναι αδιανόητα, γιατί δεν μπορούν να αποδειχθούν και τέλος πάντων σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να έχουν επιστημονική εγκυρότητα. Απλώς μπορούν να αποτελέσουν θέσεις ή απόψεις, οι οποίες γίνονται αποδεκτές μόνον επειδή έχουν συναισθηματική απήχηση.


Πράγματι, όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζονται από ένα έντονο συγκινησιακό και συναισθηματικό στοιχείο. Ωστόσο συμβαίνει να υπάρχουν σοβαρές επιστημονικές ενδείξεις που δικαιώνουν τον κοινό νου, ότι δηλαδή λογική χωρίς συναίσθημα οδηγεί σε τραγικά αποτελέσματα. Τέτοιες επιστημονικές ενδείξεις υπάρχουν. Αναφέρω εδώ ως παράδειγμα τις πολύ πρόσφατες έρευνες ενός ζεύγους ερευνητών νευροφυσιολόγων στις ΗΠΑ, των Damasio. Οι ερευνητές αυτοί διαπίστωσαν ότι άτομα με φυσιολογική ευφυΐα, αλλά με εγκεφαλική βλάβη σε συναισθηματικά κέντρα του εγκεφάλου, έπαιρναν αποφάσεις που είχαν καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον τους. Το συμπέρασμα των μελετών τους ήταν ότι το συναίσθημα όχι απλώς υπεισέρχεται στη λήψη αποφάσεων, αλλά διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη λειτουργία αυτή. Η λογική από μόνη της, όπως διατυπώνεται από τον Α. Κέσλερ, είναι μια ελαττωματική πυξίδα που οδηγεί σε μια τόσο ελικοειδή τροχιά και μπερδεμένη πορεία, που τελικά ο στόχος χάνεται μέσα στην ομίχλη.


Στην προσπάθειά μου να βρω παραδείγματα, όπου αποφάσεις απόλυτα λογικές και επιστημονικά αποδεκτές αποδείχτηκαν εκ των υστέρων τραγικές, δεν κουράστηκα καθόλου. Φυλλομετρώντας την εφημερίδα («Το Βήμα της Κυριακής» 11.6.2000), και τι ειρωνεία, στην επόμενη ακριβώς σελίδα, έπεσα πάνω στα τραγικά αποτελέσματα της ευγονικής μεθόδου (στείρωση γυναικών με πνευματική υστέρηση) που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης και μάλιστα σε χώρες όπου θα ανέμενε κανείς να διαθέτουν κοινωνική ευαισθησία, όπως είναι οι Σκανδιναβικές. Η μέθοδος αυτή προτάθηκε από επιστήμονες της εποχής και υιοθετήθηκε από πολύ λογικούς ανθρώπους που είχαν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων. Σήμερα η μέθοδος αυτή φαντάζει εγκληματικά ρατσιστική. Αν είναι κάτι που έλειπε στους ανθρώπους αυτούς δεν ήταν η λογική, αλλά η φιλ-ανθρωπία. Ανάλογες επιλογές, σε άλλα θέματα, μπορούν να γίνουν και σήμερα αν ως μόνο γνώμονα για τη λήψη αποφάσεων χρησιμοποιήσουμε τη λογική χωρίς έλεος. Το έλεος, όμως, η φιλανθρωπία και η προς τον πλησίον Αγάπη αποτελούν δώρα του Θεού στους ανθρώπους, όταν οι τελευταίοι δεν αρνούνται την παρουσία Του στη ζωή τους.