Για μεγάλο διάστημα η ιστορική μελέτη είχε ως κεντρικό σημείο αναφοράς της το έθνος, το οποίο εκλάμβανε ως φαινόμενο αχρονικό και αναλλοίωτο. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι συζητήσεις για τον αφηγηματικό χαρακτήρα της ιστοριογραφίας και τη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων έχουν καθιερώσει την άποψη ότι η ιστορική συνείδηση δεν υφίσταται a priori αλλά καλλιεργείται και αναπλάθεται διαρκώς. Πού μας αφήνει όμως η ολοκλήρωση της αποδόμησης των συλλογικών μύθων; Ποια είναι τα ερωτήματα που ανακύπτουν, τώρα που η κατασκευή των επίσημων εκδοχών του ιστορικού γίγνεσθαι θεωρείται, σχεδόν αναντίρρητα, δεδομένη;


Μια σειρά προσεγγίσεις στο θέμα επιχειρήθηκαν στο πλαίσιο διεθνούς συνεδρίου για τις σχέσεις μνήμης, ταυτότητας και γεωπολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, κατ’ εξοχήν χώρο μετακίνησης πληθυσμών και συνύπαρξης διαφορετικών παραδόσεων. Το συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 5 και 6 Μαΐου 2000 στην πόλη Providence των ΗΠΑ διοργανώθηκε από το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών και το Thomas J. Watson Jr. Ινστιτούτο Διεθνών Μελετών του Πανεπιστημίου Brown με τη συνδρομή του προγράμματος Κόκκαλη για τη Νοτιοανατολική και την Κεντροανατολική Ευρώπη του Πανεπιστημίου Harvard.


Οι ομιλητές επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στις διαδικασίες και στα αίτια διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων, στους τρόπους λειτουργίας της συλλογικής μνήμης και λήθης (Engin Akarli, Πανεπιστήμιο Brown), στις μορφές οικειοποίησης και αναπαραγωγής του παρελθόντος (Αναστασία Καρακασίδου, Κολέγιο Wellesley) και στο μεγάλο βάρος που φέρουν οι «μικρές πατρίδες» (Αντώνης Μόλχο, Πανεπιστήμιο Brown) στη συνείδηση μιας κοινότητας.


Για την κατανόηση της ιστορικής εμπειρίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως τόνισε εξαρχής ο Πασχάλης Κιτρομιλίδης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), απαραίτητη προϋπόθεση δεν αποτελεί μόνο η συνειδητοποίηση της ετερογενούς διαστρωμάτωσής της αλλά και η διερεύνηση της ιστορικότητας των κριτηρίων που χρησιμοποιεί η ιστορική ανάλυση, αφού η αναχρονιστική εφαρμογή κατηγοριών της σύγχρονης θεωρίας οδηγεί σε παρερμηνείες.


Οι παράγοντες της τοπικής και κοινωνικής διαφοροποίησης όπως και του φύλου είναι ενεργοί στη συγκρότηση συλλογικών υποκειμένων και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράλληλα με άλλες παραμέτρους, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και η στάση των διανοουμένων. Στο ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο κινήθηκαν ο Cemal Kafadar (Harvard) και ο Aron Rodrigue (Stanford). Ο πρώτος έδειξε πως η νοηματοδότηση των όρων «Οθωμανός» και «Τούρκος» από τον 13ο ως τον 18ο αιώνα προσδιορίζεται τόσο από τη γλώσσα του κειμένου στο οποίο εμφανίζονται όσο και από τη γεωγραφική προέλευση και κοινωνική θέση του χρήστη τους. Ο δεύτερος επεσήμανε τον ρόλο των γυναικών στη διατήρηση της Λαντίνο στον οικιακό χώρο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν ο πολιτισμός των σεφαρδιτών Εβραίων επηρεάστηκε από την ευρωπαϊκή, γαλλική κυρίως, εκπαίδευσή τους.


Η περίπτωση των Σεφαρδιτών, που, κατά τον Rodrigue, στήριξαν τη συναίσθηση της ετερότητάς τους στην πολυγλωσσία και στην πολυπολιτισμική φυσιογνωμία που τους διέκριναν, φωτίζει τις απρόβλεπτες διαδρομές που ακολουθεί η δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων. Ενα εξίσου ενδιαφέρον παράδειγμα σκιαγράφησε ο Fikret Adanir (Πανεπιστήμιο του Bochum), αναφερόμενος στην αντιμετώπιση του ρομαντικού εθνικισμού από την οθωμανική ελίτ. Η απάντηση ορισμένων οθωμανών ηγετών στην πρόκληση του έθνους-κράτους ήταν η προσπάθεια δημιουργίας ενός «πολιτικού έθνους», που θα εξασφάλιζε ίσα πολιτικά δικαιώματα στα μέλη του αλλά θα διατηρούσε τη συνοχή της Αυτοκρατορίας. Η προσπάθεια των Νεότουρκων στις αρχές του 20ού αιώνα να ενεργοποιήσουν αυτή την ιδεολογική κληρονομιά πυροδότησε τον βαλκανικό εθνικισμό, ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε στην κλιμάκωση της αλυσιδωτής αντίδρασης του τουρκικού εθνικισμού. Τη διαπλοκή των εννοιών της ταυτότητας και της υπηκοότητας στο ελληνικό κράτος διαπραγματεύθηκε ο Αντώνης Λιάκος (Πανεπιστήμιο Αθηνών). Για ποικίλους λόγους η ιδιότητα του πολίτη συνδέθηκε άρρηκτα με την εθνική ταυτότητα (εθνοτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα) και εξαρτήθηκε από μηχανισμούς της πολιτικής. Η αναστολή ή η άρνηση των πολιτικών δικαιωμάτων ορισμένων ομάδων οδήγησε στη μετατροπή ετερόδοξων και διαφορετικών εθνοπολιτισμικά κοινοτήτων σε μειονότητες και κατά καιρούς απέκλεισε τους «αντιφρονούντες» από το εθνικό σώμα.


Ωστόσο η πλαστικότητα και η ρευστότητα των συλλογικών ταυτοτήτων δεν περιορίζεται στο εθνικό επίπεδο. Οπως υπογράμμισε ο Charles King (Πανεπιστήμιο Georgetown) παρουσιάζοντας τις εξελίξεις των τελευταίων δέκα χρόνων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ο προσδιορισμός γεωγραφικών περιοχών και η δημιουργία τοπικών συνειδήσεων είναι αποτέλεσμα τόσο της διεθνούς πολιτικής διαχείρισης όσο και εσωτερικών ανταγωνισμών. Ο ίδιος προβληματισμός εκφράστηκε κατά τη διάρκεια των ειδικότερων συζητήσεων του μακεδονικού και του κυπριακού ζητήματος. Την επιρροή της βρετανικής αποικιοκρατικής πολιτικής στη διαφοροποίηση της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής ταυτότητας προέβαλε η Adamantia Pollis (New School of Social Research). Αντίθετα ο Keith Brown (Πανεπιστήμιο Brown) επέμεινε στη δράση τοπικών παρακρατικών οργανώσεων στην Αλβανία και στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ενώ ο Loring Danforth (Κολέγιο Bates) παρουσίασε τη σημασία της κλασικής αρχαιολογίας στη σύνθεση εθνικών αφηγήσεων για την αρχαία Μακεδονία. Οι συνέπειες της πρακτικής επιλεκτικού εποικισμού που εφαρμόζει το τουρκικό κράτος στη Βόρεια Κύπρο διαγράφηκαν εύγλωττα στην εισήγηση της Nergis Canefe (London School of Economics): οι Τουρκοκύπριοι είναι ίσως τα πιο τραγικά θύματά της αφού εξαναγκάζονται να αποβάλουν την «κυπριακότητά» τους για να ενστερνιστούν μια νέα τουρκοκυπριακή εθνική ταυτότητα.


Οπως συμπερασματικά προέκυψε, τα αποτελέσματα της μετακίνησης πληθυσμών στην αναδημιουργία συλλογικών υποκειμένων είναι ένα από τα θέματα στα οποία η σύγχρονη έρευνα θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της.


Η κ. Γεωργία Γκότση είναι Visiting Assistant Professor Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown.