Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χώρα μας έκανε μεγάλα βήματα προόδου τον αιώνα που φεύγει. Πριν από 100 χρόνια ήταν μια μικρή, εξαιρετικά φτωχή, γεωργική χώρα με ένα πολιτικό σύστημα όπου ένας μικρός αριθμός «τζακιών» ήλεγχαν (παρ’ όλη την ύπαρξη καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες) κατά καθαρά ολιγαρχικό τρόπο τα μέσα κυριαρχίας. Στο τέλος του αιώνα η Ελλάδα έχει έναν σταθερό και πολύ πιο ανοιχτό στους πολίτες κοινοβουλευτισμό, είναι έτοιμη να ενταχθεί στην ΟΝΕ, εισάγει αντί να εξάγει εργατικό δυναμικό και καταλαμβάνει την 26η θέση στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ.


Τα παραπάνω επιτεύγματα δεν πρέπει όμως να μας κάνουν να ξεχνάμε τις σοβαρές δομικές αδυναμίες της χώρας μας ­ δομικές αδυναμίες που προβάλλουν ξεκάθαρα αν δούμε τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις του 20ού αιώνα από μια συγκριτική και συγχρόνως σφαιρική σκοπιά.


Το σύγχρονο και το παραδοσιακό


Οπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές από τις στήλες του «Βήματος», ο εκσυγχρονισμός συνεπάγεται τη σταδιακή εξαφάνιση της τοπικής παραδοσιακής κοινότητας, τον μετασχηματισμό των «υπηκόων» σε πολίτες και γενικά την κινητοποίηση και ένταξη της πλειονότητας ενός πληθυσμού σε μια ευρύτερη οικονομική, πολιτική και πολιτιστική αρένα που συνήθως ονομάζουμε κράτος-έθνος.


Κατά πολύ γενικό και απλουστευτικό τρόπο μπορούμε να πούμε ότι στη Δύση αυτή η τεράστια κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος έγινε κατά τέτοιον τρόπο ώστε πολιτικά, κοινωνικο-οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα (που στην προβιομηχανική περίοδο ήταν περιορισμένα στο επίπεδο μερικών ελίτ) επεκτάθηκαν κατά θεαματικό τρόπο στα κατώτερα στρώματα. Αυτή η επέκταση δικαιωμάτων είτε έγινε εκ των «άνω», κυρίως μέσω του ανταγωνισμού διαφόρων ελίτ που προσπαθούσαν να κερδίσουν την υποστήριξη των μαζών στις διαμάχες τους σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, είτε εκ των «κάτω», μέσω της πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης των εργατικών τάξεων της πόλης και της υπαίθρου.


Σε χώρες που μπήκαν στον δρόμο για την ανάπτυξη σχεδόν έναν αιώνα αργότερα από τη Δυτική Ευρώπη (και εδώ μπορούμε να συμπεριλάβουμε την Ελλάδα και άλλες ημιπεριφερειακές κοινωνίες στην Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική και στην Ασία), για διάφορους λόγους, που δεν έχω τον χώρο να αναπτύξω, η δημιουργία του κράτους-έθνους πήρε διαφορετική μορφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις το «σύγχρονο» δεν κατόρθωσε να περιθωριοποιήσει αποτελεσματικά το «παραδοσιακό». Απλώς κατόρθωσε να συνυπάρχει με αυτό σε μια ασταθή ισορροπία.


Ετσι στο πολιτικό επίπεδο το κράτος διείσδυσε μεν στην περιφέρεια αλλά δεν κατόρθωσε να εξαλείψει ή να περιθωριοποιήσει τα στοιχεία της πατρωνείας και ρουσφετολογίας, που ήταν κυρίαρχα στις παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, η εξάπλωση πολιτικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα ήταν πολύ πιο περιορισμένη και, επομένως, η ένταξη του πληθυσμού στο κέντρο έγινε κατά πολύ πιο κάθετο και αυταρχικό τρόπο. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για χώρες που δεν εφήρμοσαν δημοκρατικούς θεσμούς αλλά και για χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου ο δυτικός κοινοβουλευτισμός απέκτησε σχετικά ισχυρές ρίζες.


Παρόμοιες διαδικασίες βλέπουμε στο οικονομικό και στο πολιτιστικό επίπεδο.


Στο οικονομικό επίπεδο η εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δημιούργησε μεν έναν ενιαίο εθνικό οικονομικό χώρο αλλά δεν κατόρθωσε να καταστρέψει ή να ορθολογικοποιήσει τους μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, ιδίως στον τεράστιο χώρο της μικροβιοτεχνίας (αυτό που οι μαρξιστές οικονομολόγοι αποκαλούν απλή εμπορευματική παραγωγή). Αυτός ο χώρος, αντίθετα με τη Δύση, ούτε περιορίζεται ριζικά ούτε και ορθολογικοποιείται. Και βέβαια αυτό σημαίνει τη δραματική ένταση κοινωνικών ανισοτήτων και την αποτυχία δημιουργίας σοβαρού κράτους προνοίας, δηλαδή την αποτυχία εξάπλωσης κοινωνικών δικαιωμάτων στα κατώτερα στρώματα.


Τέλος, στο πολιτιστικό επίπεδο βλέπουμε πάλι, μέσω του εθνικού συστήματος παιδείας και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτιστικού χώρου ­ αλλά αυτός ο ενιαίος χώρος χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα παραδοσιακών και σύγχρονων νοοτροπιών που αποπροσανατολίζουν το υποκείμενο και το κάνουν να αισθάνεται ότι έχασε την παραδοσιακή, χωρίς να αποκτήσει μια συγκροτημένη σύγχρονη ταυτότητα. Για παράδειγμα, το πέρασμα από την παραδοσιακή ηθική της ντροπής (όπου ο κοινωνικός έλεγχος δεν είναι εσωτερικευμένος) στη σύγχρονη ηθική της συνείδησης (όπου έχουμε εσωτερίκευση των κοινωνικών ελέγχων) γίνεται κατά τέτοιον τρόπο που τελικά τα άτομα οδηγούνται σε μια κατάσταση ανομίας ή αμοραλισμού, όπου δεν λειτουργούν αποτελεσματικά ούτε οι εξωτερικοί αλλά ούτε και οι εσωτερικοί έλεγχοι.


Επιτυχίες και αποτυχίες


Μεταξύ των χωρών που άρχισαν τον εκσυγχρονισμό τους σχετικά αργά έχουμε αρκετές περιπτώσεις όπου οι ανισορροπίες και οι ανισότητες που ανέφερα πιο πάνω ως χαρακτηριστικά της ύστερης ανάπτυξης αποφεύχθηκαν σε έναν σημαντικό βαθμό. Πράγματι, αν ρίξουμε μια ματιά σε χώρες που ξεκίνησαν σχετικά αργά και που πέτυχαν λίγο πολύ να ενσωματωθούν σε αυτό που ονομάζουμε ανεπτυγμένο ή «πρώτο» κόσμο (π.χ., οι σκανδιναβικές χώρες, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και, σε λιγότερο βαθμό, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν), βλέπουμε:


* Μια επιτυχημένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της γεωργίας που εμπεριέχει μια ισότητα στα αγροτικά εισοδήματα. Αυτή η ισότητα, σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας, οδηγεί στην πρώιμη δημιουργία μιας σοβαρής εσωτερικής αγοράς για βιομηχανικά προϊόντα.


* Τη δημιουργία ενός βιομηχανικού τομέα που έχει γερές διασυνδέσεις με τον πρωτογενή τομέα και που σε κάποια φάση κατορθώνει να παράγει έναν μικρό αριθμό εξειδικευμένων προϊόντων που είναι ανταγωνιστικά σε διεθνή κλίμακα.


* Ενα παρεμβατικό αλλά και εξαιρετικά αποτελεσματικό κράτος που παίζει επιτελικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη και του γεωργικού και του βιομηχανικού τομέα.


Από την άλλη μεριά, στις περιπτώσεις «αποτυχημένης» ανάπτυξης, το κράτος είτε δεν κατορθώνει να εφαρμόσει αγροτικές μεταρρυθμίσεις και να επιφέρει μια σχετική κοινωνική ισότητα στον αγροτικό τομέα (όπως στην περίπτωση των περισσότερων λατινοαμερικανικών χωρών) είτε πετυχαίνει μεν να καταργήσει τη μεγάλη γαιοκτησία, χωρίς όμως να παράσχει στους μικροπαραγωγούς το είδος της τεχνικής και εκπαιδευτικής βοήθειας που ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας απαιτεί (αυτή είναι βέβαια η περίπτωση των Βαλκανίων στον Μεσοπόλεμο). Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι η βραδεία ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς για βιομηχανικά προϊόντα και η εν γένει καχεκτική διασύνδεση γεωργίας και βιομηχανίας.


Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι η αποτυχία του οικονομικού εκσυγχρονισμού έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δομή του κράτους. Γιατί οι αρνητικές ή καχεκτικές διασυνδέσεις μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας σημαίνουν, μεταξύ των άλλων, την αδυναμία του βιομηχανικού τομέα να απορροφήσει το εργατικό δυναμικό που πλεονάζει στη γεωργία. Το αποτέλεσμα είναι η υπερδιόγκωση της διοικητικής μηχανής και η ένταση των ρουσφετολογικών/πελατειακών χαρακτηριστικών του κράτους. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: όσο περισσότερο το κράτος αποτυγχάνει να εκσυγχρονίσει τη γεωργία και να τη διασυνδέσει θετικά με τη βιομηχανία τόσο περισσότερο αποκτά αντιαναπτυξιακά χαρακτηριστικά που καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο τον εκσυγχρονισμό και της οικονομίας και αυτού του ίδιου του κράτους.


Η περίπτωση της Ελλάδας


Αν κοιτάξουμε από αυτή τη σκοπιά τη δική μας περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα απέτυχε να χρησιμοποιήσει τους πόρους από το εξαγωγικό εμπόριο του 19ου αιώνα για να εκσυγχρονίσει στον 20ό αιώνα τη γεωργία και να δημιουργήσει έναν διεθνώς ανταγωνιστικό βιομηχανικό τομέα οργανικά συνδεδεμένο με την υπόλοιπη οικονομία. Ο κύριος λόγος αυτής της αποτυχίας δεν βρίσκεται τόσο στον «κομπραδόρικο» χαρακτήρα της αστικής τάξης, στη δυσλειτουργία των αγορών, στην έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πηγών κτλ. Βρίσκεται μάλλον στη δομή και λειτουργία του κράτους. Δεδομένης της αργοπορημένης εκβιομηχάνισης της χώρας, η μόνη δυνατότητα σχετικά αυτόνομης ενσωμάτωσής της στην παγκόσμια οικονομία ήταν εκ των άνω, μέσω ενεργούς κρατικής παρέμβασης. Μια παρέμβαση που θα αποσκοπούσε όχι στην υπονόμευση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αλλά στην ανάπτυξή της κατά τρόπο που θα οδηγούσε στον εκσυγχρονισμό και στην ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας.


Αυτού του είδους την κατευθυντήρια γραμμή το ελληνικό κράτος ήταν και εξακολουθεί να είναι ανίκανο να υιοθετήσει. Η διαιώνιση των αυταρχικών/δεσποτικών χαρακτηριστικών του, ο έλεγχός του από πελατειακά/λαϊκιστικά κόμματα και οι κολοσσιαίες διαστάσεις του το κάνουν να μοιάζει με έναν καθυστερημένης νοητικότητας γίγαντα, με ένα άμορφο τέρας που είναι ανίκανο να αντιδράσει ευέλικτα και αποτελεσματικά σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον.


Πράγματι, κάθε φορά που υπήρξε ανάγκη αντιμετώπισης μιας κρίσης ή πρόκλησης ­ όπως η ανάγκη εκσυγχρονισμού της γεωργίας στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανάγκη αποτελεσματικής εκβιομηχάνισης στον Μεσοπόλεμο ή η ανάγκη αυτόνομης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα ­, το κράτος λειτούργησε και λειτουργεί κατά τρόπο που εντείνει αντί να μειώνει την περιθωριοποίηση της χώρας. Με αυτά τα δεδομένα, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο η ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς όσο ο εκσυγχρονισμός της κρατικής μηχανής.


Γιατί, αν η Ελλάδα πετύχει να αποφύγει τη μόνιμη περιθωριοποίησή της μέσα στην Ενωση, αυτό θα γίνει μόνο με τη βοήθεια ενός ευέλικτου και αποτελεσματικού κρατικού παρεμβατισμού, ενός παρεμβατισμού που θα ενισχύει την ιδιωτική πρωτοβουλία και τους μηχανισμούς της αγοράς. Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα θέλει να παίξει έναν σχετικά αυτόνομο ρόλο μέσα στην Ενωση, θα πρέπει:


* Να προβεί σε μια δραστική ορθολογικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και


* Να αλλάξει ριζικά τις σχέσεις κυριαρχίας, δηλαδή τον τρόπο ελέγχου της κρατικής μηχανής, έτσι ώστε να σταματήσει να θυσιάζεται ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας και της κοινωνίας στον βωμό του κρατισμού και της κομματαρχίας.


Αν γίνουν τα παραπάνω, υπάρχουν όλες οι άλλες προϋποθέσεις για μια οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά αυτόνομη εξέλιξη της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ. Πράγματι μια σύγχρονη, επιτελικά και αναπτυξιακά προσανατολισμένη δημόσια διοίκηση, σε συνδυασμό με μια πιο ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει, να χρησιμοποιήσει πολύ καλύτερα μια σειρά ευνοϊκούς παράγοντες, όπως το αξιόλογο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας, το άφθονο επιχειρηματικό ταλέντο, τους τεράστιους πόρους της Διασποράς, την κεντρική μας θέση στη Βαλκανική χερσόνησο κτλ.


Αν η πρόσφατη ελληνική επιτυχία στο Ελσίνκι είναι, όπως ελπίζω, η αφετηρία για μια ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τότε ο κρατικός εκσυγχρονισμός γίνεται το νούμερο 1 πρόβλημα της χώρας τον αιώνα που έρχεται.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.