50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο



Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρενέβησαν στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα με την πεποίθηση ότι θα εμπόδιζαν τη σοβιετική εισβολή. Πενήντα χρόνια αργότερα είναι γενικώς αποδεκτό ότι ο Στάλιν δεν ήταν υπεύθυνος για την ένοπλη σύγκρουση στην Ελλάδα. Αντιθέτως προσπάθησε να αποτρέψει τους έλληνες κομμουνιστές να επιδιώξουν τους στόχους τους μέσω της στρατιωτικής δύναμης και δεν τους παρείχε την υποστήριξη που είχαν ζητήσει χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να νικήσουν. Ωστόσο ήδη από τις αρχές του 1947, θορυβημένη από την επιβολή των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική και στην Κεντρική Ευρώπη καθώς και από την πίεση των Σοβιετικών στην Τουρκία και στο Ιράν, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα ήταν μια σημαντική σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου. Η λογική αυτού του συμπεράσματος ήταν απλοϊκή αν όχι ιστορικώς αμφισβητήσιμη. Τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν στην πραγματικότητα πράκτορες της Μόσχας. Αν νικούσαν οι κομμουνιστές, η Ελλάδα θα γινόταν ο δρόμος για την επέκταση της σοβιετικής ισχύος προς τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Νότια Ευρώπη. Τέτοιες επιτυχίες των Σοβιετικών θα απειλούσαν τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Συνεπώς, για να εμποδίσουν τους Σοβιετικούς, οι έλληνες κομμουνιστές θα έπρεπε να ηττηθούν πάση θυσία.


Πώς η Ουάσιγκτον άλλαξε γνώμη


Αυτή η άποψη για την Ελλάδα ως θύμα της σοβιετικής επιθετικότητας αντιπροσώπευσε μια ριζική αλλαγή στην αμερικανική πολιτική. Κατά το διάστημα 1943-1945 αμερικανοί αξιωματούχοι επέκριναν δριμύτατα τους Βρετανούς για τις προσπάθειές τους να διαλύσουν τον ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και να επαναφέρουν τον βασιλιά Γεώργιο Β‘ στον θρόνο. Οι Αμερικανοί θεώρησαν κύριους υπεύθυνους για τα Δεκεμβριανά τους Βρετανούς που χειρίστηκαν με εσφαλμένο τρόπο τις πολιτικές εντάσεις στην Ελλάδα και διακήρυξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα παρέμβουν σε εσωτερικές υποθέσεις φίλων χωρών. Εξέφρασαν επίσης τη συμπάθειά τους για τις πολιτικές φιλοδοξίες των αντιστασιακών κινημάτων στην Ευρώπη.


Ωστόσο, λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, η αμερικανική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να ασκήσει τον έλεγχο και την επιρροή της σε αρκετές φίλες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα. Αυτή η εντυπωσιακή αλλαγή έχει ελάχιστη σχέση με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Ελλάδας, για τις οποίες η Ουάσιγκτον φρόντιζε να είναι καλά πληροφορημένη. Η αλλαγή αυτή ήταν κυρίως το άμεσο αποτέλεσμα της αυξανόμενης αντιπαράθεσης δυνάμεων με τη Σοβιετική Ενωση, την οποία οι αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούσαν επικίνδυνη και χωρίς άμεσο τέλος. Αντανακλώντας την άποψη αυτή, το δόγμα Τρούμαν περιέγραφε τον κόσμο χωρισμένο σε δύο αντίπαλα πολιτικά συστήματα: το δημοκρατικό και το ολοκληρωτικό. Και εφόσον το ολοκληρωτικό σύστημα ήταν επιπλέον επιθετικό και επεκτατικό ήταν ευθύνη των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγετικής δημοκρατίας να προστατεύσει τις δημοκρατικές κοινωνίες από τους εξωτερικούς ή τους εσωτερικούς εχθρούς τους.


Αυτή η ιδεολογικώς κατευθυνόμενη και απλουστευτική άποψη επεσκίασε τις πραγματικές αιτίες πολλών εσωτερικών και περιφερειακών συγκρούσεων ανάμεσα στις οποίες και ο ελληνικός εμφύλιος στην Ελλάδα. Θεωρούσε επίσης δεδομένο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τη γνώση και την ικανότητα να μεταμορφώσουν πάσχουσες κοινωνίες σε ευημερούσες καπιταλιστικές δημοκρατίες. Αυτή την παγκόσμια αποστολή που επέβαλαν οι ΗΠΑ στον εαυτό τους θα επέκρινε αργότερα ο γερουσιαστής Φουλμπράιτ, χαρακτηρίζοντάς την «αλαζονεία της εξουσίας».


Οι τέσσερις στόχοι


Το αμερικανικό σχέδιο δράσης για την Ελλάδα αποτελείτο από τέσσερις βασικούς στόχους:


Ο πρώτος ήταν να δημιουργήσει έναν ευρείας αποδοχής κυβερνητικό συνασπισμό ο οποίος θα έχαιρε της υποστήριξης της πλειονότητας των Ελλήνων και θα ένωνε το έθνος εναντίον των κομμουνιστών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.


Ο δεύτερος, να καταστήσει την κρατική γραφειοκρατία ένα αποτελεσματικό, αμερόληπτο και δυναμικό όργανο για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδας και για την κάλυψη των αναγκών του λαού.


Ο τρίτος, να παρέχει την απαραίτητη οικονομική και τεχνική βοήθεια ώστε να εισέλθει η χώρα στον δρόμο της ανάκαμψης, της σταθερότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.


Ο τέταρτος, να βελτιώσει την ισχύ και την αποδοτικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να μπορέσουν να νικήσουν τους κομμουνιστές γρήγορα και ολοκληρωτικά.


Εκ των υστέρων, τα αποτελέσματα είναι αμφιλεγόμενα και η αξιολόγησή τους είναι ζήτημα προσωπικής κρίσης. Πιο επιτυχημένες ήταν οι προσπάθειες εξοπλισμού και δραστηριοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες κατόρθωσαν να νικήσουν τους αντάρτες σε λιγότερο από δύο χρόνια. Παρά τις εκκλήσεις της Αθήνας και ορισμένες συζητήσεις στην Ουάσιγκτον, απεδείχθη ότι η αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων για να πολεμήσουν στην Αθήνα δεν ήταν αναγκαία. Στον ελληνικό εμφύλιο πολέμησαν και νίκησαν οι έλληνες στρατιώτες. Η μοναδική απώλεια των Αμερικανών ήταν ένας αξιωματικός που σκοτώθηκε όταν το αεροσκάφος στο οποίο επέβαινε κατερρίφθη από ελληνικά αναγνωριστικά αεροσκάφη.


Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι εκ των ηγετών του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας ­ και ενώ τους παρότρυναν να πολεμήσουν τους κομμουνιστές και τους επαινούσαν ως σωτήρες του έθνους ­ ανέπτυξαν κρυφή και συχνά μυστική σχέση με την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία τους έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχθούν σε αυτόκλητους φρουρούς του καθεστώτος της χώρας. Η «λύση Παπάγου», της οποίας οι επιπτώσεις ήταν πολιτικές και στρατιωτικές, αποτελούσε έργο των αμερικανών αξιωματικών και του παλατιού. Ενα σημαντικό μάθημα που οι αμερικανοί στρατιωτικοί δεν κατόρθωσαν να δώσουν στους έλληνες συναδέλφους τους ήταν ότι στη δημοκρατία τη μεγαλύτερη εξουσία, στην οποία οι στρατιωτικοί ορκίζονται να υπακούν, κατέχουν πάντα οι πολίτες.


Παρ’ ότι η βία και η ανατροπή που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος ­ αποτέλεσμα του οποίου ήταν και το ξερίζωμα σημαντικού τμήματος τους αγροτικού πληθυσμού ­ εμπόδισαν σημαντικά την προσπάθεια ανοικοδόμησης, αυτή σημείωσε σημαντική επιτυχία. Μεγάλο κομμάτι της υποδομής αποκαταστάθηκε και ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης έθεσε τις βάσεις για σημαντική ανάπτυξη στη δεκαετία του 1950. Εχει υποστηριχθεί ότι ελάχιστη ως καθόλου προσοχή δόθηκε στην εκβιομηχάνιση της χώρας. Αληθές σε πρώτο επίπεδο, το επιχείρημα αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στη δεκαετία του 1940 το να κρατήσουν την Ελλάδα μακριά από την επιρροή της Μόσχας, να της προσδώσουν σταθερότητα και μια κυβέρνηση και δημόσιες υπηρεσίες που να λειτουργούν ήταν όλα όσα οι Αμερικανοί μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επιτύχουν. Το να μετατρέψουν την Ελλάδα σε βιομηχανική χώρα δεν ήταν ποτέ κομμάτι της αποστολής τους.


Οι αμερικανοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα διαπίστωσαν ότι η κρατική γραφειοκρατία ήταν υπερμεγέθης, πολιτικοποιημένη, διεφθαρμένη και άχρηστη. Τις προσπάθειές τους να προωθήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις εμπόδισε ένα πελατειακό σύστημα που παρέμεινε το κλειδί για την ελληνική πολιτική και την ελληνική δημόσια διοίκηση σε όλα τα επίπεδα. Αποφασισμένη να φέρει εις πέρας το πρόγραμμά της η αμερικανική οικονομική αποστολή κατέφυγε στον άμεσο έλεγχο των υπουργείων και των κρατικών υπηρεσιών. Αυτή η τακτική, η οποία εγκαταλείφθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο, έφερε αποτελέσματα. Υπονόμευσε όμως την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας και την ευθύνη της κυβέρνησης και κατέστησε ευκολότερο το να κατηγορούνται οι Αμερικανοί για τις αποτυχίες και τα συνεχή προβλήματα. Οι Ελληνες αγανάκτησαν με το ότι τα εθνικά τους θέματα ήλεγχαν αφελείς και υπερόπτες ξένοι, γεγονός που είχε αρνητική επίδραση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις για δεκαετίες.


Ο κύριος στόχος της αμερικανικής πολιτικής ήταν να δημιουργήσει μια κυβέρνηση συνασπισμού που θα μπορούσε να ενώσει το έθνος, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στους ηγέτες του και να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για την ήττα της κομμουνιστικής απειλής. Γι’ αυτό χρειαζόταν να στερήσει την εξουσία από το μη δημοφιλές και ανεπαρκές Λαϊκό Κόμμα και να την εμπιστευθεί σε αυτό που η Ουάσιγκτον αποκαλούσε «αντικομμουνιστικές κεντρώες δυνάμεις». Ετσι ο Τσαλδάρης αναγκάστηκε να αφήσει την πρωθυπουργία στον Σοφούλη. Αντικομμουνιστικές κεντρώες δυνάμεις όμως δεν υπήρχαν και η κυβέρνηση έπρεπε να συγκροτηθεί από προσωπικότητες των οποίων τα κύρια προσόντα ήταν τα αντικομμουνιστικά διαπιστευτήρια και η επιθυμία να κατέχουν υψηλά αξιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν «υπουργική ευθύνη» μόνο κατ’ όνομα. Η εξουσία παρέμεινε στα χέρια ανθρώπων που έπεισαν την αμερικανική πρεσβεία ότι ήταν οι κατάλληλοι. Το κοινοβούλιο συνεδρίαζε αλλά ήταν κατά τα άλλα απαθής παρατηρητής της διαμόρφωσης της πολιτικής. Εφόσον το αμερικανικό σχέδιο απέκλειε τους κομμουνιστές (και την άκρα δεξιά) από οποιονδήποτε πολιτικό ρόλο, δεν υπήρχε ποτέ πιθανότητα να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος με διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς. Αυτή η καθήλωση της κυβερνητικής διαδικασίας έπαψε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρ’ ότι η απαγόρευση των κομμουνιστών διατηρήθηκε.


Τα αποτελέσματα της παρέμβασης


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμερικανική πολιτική στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα ήταν παρεμβατική, αυταρχική και άτεγκτη. Θέτοντας στόχους και απαιτώντας γρήγορα αποτελέσματα, η αμερικανική πολιτική κατέστησε ακόμη δυσκολότερο το να βρουν οι Ελληνες τις δικές τους μακροπρόθεσμες λύσεις στα εθνικά τους προβλήματα. Αυτές οι αδυναμίες ωστόσο θα πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο δύο σημαντικών αληθειών:


Πρώτον, η αμερικανική παρέμβαση ήταν αποδεκτή από όλους τους μη κομμουνιστικούς κύκλους. Την απόγνωση και την αδυναμία του ελληνικού έθνους την άνοιξη του 1947 εξέφρασε ένας ανώτατος έλληνας αξιωματούχος, ο οποίος χαρακτήρισε το προσδοκώμενο πρόγραμμα αμερικανικής βοήθειας «σανίδα σωτηρίας» που θα έσωζε τη χώρα από το «να σαρωθεί υπό του σλαβισμού» και προσέθετε ότι «το μόνον ανησυχητικόν σημείον θα ήτο ενδεχομένη πρόωρος αποχώρησις Αμερικανών ως συνέβη εις Κίνα. Τοιούτον ενδεχόμενον θα ηδύνατο αποτραπεί αφ’ ενός μεν διά προθύμου και ειλικρινούς υμών συνεργασίας, αφ’ ετέρου διά αναλήψεως υπό της Αμερικανικής Κυβερνήσεως όσον το δυνατόν ευρυτέρας ενεργείας» στην Ελλάδα. Ολα τα μη κομμουνιστικά κόμματα υποστήριξαν το πρόγραμμα βοηθείας και τους μηχανισμούς του, ζήτησαν την εύνοια της Ουάσιγκτον και προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν εναντίον των αντιπάλων τους. Η εισχώρηση στο κράτος συντελέστηκε χάρη σε μια σειρά διμερών συμφωνιών και θα είχε περιοριστεί αυστηρά αν το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο είχε τη θέληση να αντιταχθεί σε αυτή.


Δεύτερον, η αμερικανική παρέμβαση οδήγησε στην είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (με την επιμονή των Ηνωμένων Πολιτειών και παρά την αντίθεση όλων των άλλων μελών της Συμμαχίας), η οποία με τη σειρά της άνοιξε τον δρόμο για την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Παρ’ ότι ήταν δυσάρεστη και ταπεινωτική, η αμερικανική πολιτική την περίοδο του εμφυλίου πολέμου εδραίωσε τη θέση της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο.


Ο κ. Ι. Ο. Ιατρίδης είναι καθηγητής του Southern Connecticut State University.