Η ιστορία του Ινστιτούτου είναι άρρηκτα δεμένη με το ελληνικό στοιχείο της Βενετίας που είναι βέβαιο ότι υπήρχε εκεί από πολλούς αιώνες πριν από την Αλωση»
λέει η κυρία Μαλτέζου. «Ας μην ξεχνάμε ότι η Βενετία, ως κόρη του Βυζαντίου αρχικά, αλλά και μετά την αυτονόμησή της, διατηρούσε δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη και γνωρίζουμε ότι πριν από τον 10ο αιώνα ήταν εγκατεστημένοι εκεί έλληνες καλλιτέχνες που έχαιραν εκτίμησης και ήταν περιζήτητοι για την τεχνική τους στην κατασκευή πολλών μνημείων της πόλης».


Στη συνέχεια, με την ανάπτυξη του εμπορίου ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Βενετία, εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι έμποροι και οι ναυτικοί, την περίοδο της Βενετοκρατίας γνωρίζουμε ότι πολλοί καλλιτέχνες αλλά και λόγιοι ζούσαν εκεί, και μετά την Αλωση του Βυζαντίου ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε και υπολογίζεται ότι το 1479 θα έπρεπε να φθάνει τις 4.000 ψυχές.


Πρώτη μέριμνα των προσφύγων αυτών, που ήδη αποτελούσαν δραστήρια μειονότητα, ήταν να αποκτήσουν τη δική τους εκκλησία, πράγμα όχι και τόσο εύκολο, καθώς τότε στα μάτια των Βενετών οι Ελληνες ήταν σχισματικοί. Το εμπόδιο της αδείας παρακάμφθηκε όταν τελικά το 1498 οι Ελληνες αποφάσισαν να οργανωθούν σε Αδελφότητα, σύμφωνα με το συντεχνιακό δίκαιο της Δημοκρατίας της Βενετίας. Στη συνέχεια η Αδελφότης της Βενετίας αγόρασε ένα οικόπεδο σε κεντρικό σημείο της πόλης, που αργότερα ονομάστηκε Campo dei Greci. Εκεί χτίστηκε τον 16ο αιώνα ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, προστάτη των ισχυρών ελλήνων μισθοφόρων του βενετικού στρατού, των οποίων η συμβολή στην απόκτηση της περιπόθητης αδείας για την ανέγερση του ναού υπήρξε αποφασιστική.


«Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο και από την πίστη και τη δύναμη επιβίωσης αυτών των ανθρώπων είναι η προσήλωσή τους στην ελληνική παράδοση και η καλαισθησία τους. Ετσι ανέθεσαν το χτίσιμο του ναού σε γνωστό ιταλό αρχιτέκτονα και έφεραν από την Κρήτη τον ήδη διάσημο αγιογράφο Μιχαήλ Δαμασκηνό, ο οποίος ζωγράφισε το μεγαλύτερο μέρος του τέμπλου. Αργότερα, όταν για τις τοιχογραφίες του τρούλου προσέλαβαν έναν άσημο ζωγράφο, τον Ιωάννη τον Κύπριο, ζήτησαν από τον Τιντορέτο να επιβλέψει τη δουλειά του με τον όρο ότι όλα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με την ελληνική τέχνη (L’ arte vera greca), όπως αναφέρει η σχετική απόφαση της Αδελφότητας στο αρχείο του Ινστιτούτου. Βλέπουμε δηλαδή πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Ελληνισμού της Βενετίας είναι η προσήλωση στη βυζαντινή παράδοση».


Μια βυζαντινή δούκισσα


Με την πάροδο του χρόνου η ελληνική κοινότητα πλουτίζει. Οι Ελληνες είναι από τους πρώτους που εισχωρούν στην επαναστατική νέα τεχνολογία, την τυπογραφία, και γίνονται πανάξιοι τυπογράφοι, ενώ τα ελληνικά τυπογραφεία τροφοδοτούν με εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία όλη την ορθόδοξη Ανατολή. Αρκετό διάστημα αφότου χτίστηκε η εκκλησία, ένας πάμπλουτος κερκυραίος τραπεζίτης άφησε ένα μεγάλο κληροδότημα στην Αδελφότητα για τη δημιουργία σχολείου και νοσοκομείου, και όρισε ένα ποσό του κληροδοτήματος να χρησιμοποιηθεί για την εξαγορά αιχμαλώτων. Ετσι ιδρύθηκε η Φλαγγίνειος Σχολή, η οποία υπήρξε από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Ελληνισμού στη Δύση. Από τη Φλαγγίνειο Σχολή, που λειτούργησε επί ενάμιση αιώνα ως φάρος των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, πέρασε ένας μεγάλος αριθμός σοφών, οι οποίοι γύρισαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για να διδάξουν. Στο μεταξύ όμως οι δραστηριότητες της Αδελφότητας άρχισαν να διευρύνονται και οι Ελληνες απέκτησαν περιουσίες και λέγειν, και επίσης μια νέα υπόσταση στη δεύτερη πατρίδα τους.


Από τα πρώτα χρόνια της ιδρύσεως της Αδελφότητας, χάρη σε δωρεές των μελών της, σχηματίζεται μια αξιόλογη συλλογή εικόνων που πολλές μεταφέρθηκαν στη Βενετία από τους πρόσφυγες και άλλες ζωγραφίστηκαν εκεί από έλληνες αγιογράφους. Ανάμεσά τους υπάρχουν έργα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, του Γεωργίου Κλόντζα, του Εμμανουήλ Λαμπάρδου, του Θεόδωρου Πουλάκη. Η συλλογή αυτή έχει σήμερα πολλά εξαιρετικά δείγματα της Κρητικής Σχολής, αλλά και ορισμένα εκπληκτικά έργα κωνσταντινουπολίτικης τέχνης, όπως είναι η μοναδική εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος του 14ου αι., που έφερε μαζί της από την Πόλη και χάρισε στην ελληνική κοινότητα η Αννα Παλαιολογίνα Νοταρά, κόρη του τελευταίου Μεγάλου Δούκα της Κωνσταντινούπολης Λουκά Νοταρά.


«Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφυγε από την Πόλη η Αννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Ξέρουμε μόνο ότι κάποτε, λίγο πριν ή λίγο μετά την Αλωση, η Μεγαλοδούκισσα εγκατέλειψε με την ακολουθία της την Πόλη και πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, για να καταλήξει στη Βενετία. Μαζί της θα πρέπει να πήρε ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από το σπίτι της και οπωσδήποτε τις εικόνες και τα κειμήλια της οικογενείας της. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες γάλλου μελετητή ο οποίος φιλοξενείται από το Ινστιτούτο, φαίνεται ότι η Αννα Νοταρά αιχμαλωτίστηκε κάπου στη διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη προς τη Δύση. Μετά την απελευθέρωσή της έφθασε στη Βενετία, όπου ζήτησε και της παρασχέθηκε άσυλο. Πρώτο μέλημά της φθάνοντας στη Βενετία ήταν να χτίσει εκκλησία, πράγμα που της αρνήθηκαν».


Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε δώρισε η Νοταρά την εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα στους Ελληνες της Βενετίας. Στα αρχεία της Αδελφότητας η εικόνα αναφέρεται σε μια καταγραφή του 1528 και χαρακτηρίζεται ως ωραιοτάτη και μεγάλης αξίας. Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Αντρέ Μαρλό σημείωνε για την ίδια εικόνα ότι είναι από τις ωραιότερες βυζαντινές δημιουργίες που είδε στη ζωή του. Στη διαθήκη της που είχε κατατεθεί στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας, τα οποία και στέλνουν στην έκθεση του Μεγάρου Μουσικής το Κατάστιχο με τη σχετική καταχώριση, η τελευταία Μεγάλη Δούκισσα του Βυζαντίου άφησε έναν αριθμό δουκάτων για να γίνει η εκκλησία των Ελλήνων.


Το νέο ξεκίνημα


Σε όλη αυτή τη συζήτηση για το Ινστιτούτο, την ιστορία του και τους θησαυρούς του, μια σκέψη έρχεται ξανά και ξανά επίμονα στην κουβέντα. «Το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας αυτή τη στιγμή, εκτός από το ότι είναι ένα επιστημονικό ίδρυμα, έχει τη δυνατότητα να παίξει σπουδαιότατο ρόλο ως πολιτιστικός πρεσβευτής της χώρας μας στην καρδιά της Ευρώπης».


Η έκθεση που ανοίγει αύριο στην Αθήνα ασφαλώς βοηθάει στο να παρουσιαστούν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τα κειμήλια του Γένους που στεγάζονται στο Ινστιτούτο της Βενετίας ενώ ελπίζεται με τη γνωστοποίηση του έργου του να συνειδητοποιηθεί και η σημασία της αποστολής του. Τι όμως χρειάζεται για να μπορέσει να παίξει τελικά αυτό τον σπουδαιότατο ρόλο του πολιτιστικού πρεσβευτή μας; Η πνοή, το ενδιαφέρον, η εργασία και ο ενθουσιασμός φαίνεται ότι διατίθενται από τους ερευνητές του κέντρου. Εκείνο που λείπει είναι η σοβαρή στήριξη από τη μητρόπολη, τώρα που ήρθε η ώρα για ένα νέο ξεκίνημα.


Από τους βασικούς στόχους αυτή τη στιγμή είναι ο εκσυγχρονισμός του αρχείου, για να μπορεί να υπηρετήσει κατά τον καλύτερο τρόπο την επιστημονική κοινότητα. Το Μουσείο του Ινστιτούτου, με τη μοναδική στο είδος του συλλογή, το οποίο λόγω επισκευών είναι τώρα κλειστό, πρέπει να παραδοθεί ανανεωμένο στο κοινό για τους λαμπρούς εορτασμούς της νέας χιλιετίας που ετοιμάζει η Βενετία. Η βιβλιοθήκη με τις σπάνιες εκδόσεις χρειάζεται στελέχωση. Αλλά και το κτιριακό συγκρότημα (ναός, μουσείο και κτίριο Ινστιτούτου), μοναδικό κόσμημα της Ελλάδας στη Βενετία, χρειάζεται συντήρηση, φροντίδα και το λιγότερο…άσπρισμα. Τέλος, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι για να πραγματοποιηθούν εκδόσεις που έχουν ήδη προγραμματιστεί και που θα απευθύνονται στο ευρύτερα καλλιεργημένο κοινό και όχι αποκλειστικά στους ειδικούς.


Ονειρα; Ισως. Η αλήθεια όμως είναι ότι το Ινστιτούτο της Βενετίας διαθέτει έναν απίστευτο και ανεκμετάλλευτο πλούτο μαρτυριών για μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας μας, για το Βυζάντιο και τη Βενετοκρατία, για την οποία η διευθύντρια του λέει: «Προτιμώ να την ονομάζω βενετική περίοδο της έλληνικής ιστορίας, γιατί υπάρχει μια όσμωση ανάμεσα στο ελληνικό και στο βενετικό στοιχείο, καθώς και ένας πολιτισμικός διάλογος».


Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας είναι το μοναδικό επιστημονικό και ερευνητικό κέντρο του Δημοσίου που λειτουργεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών, ελέγχεται από την Εποπτική Επιτροπή που εδρεύει στην Αθήνα, ενώ η οικονομική διαχείρισή του ασκείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή. Σκοπός του Ινστιτούτου είναι η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου, με έμφαση στην ιστορία των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών. Η μελέτη γίνεται στις βενετικές βιβλιοθήκες, στα Κρατικό Αρχεία της Βενετίας, το οποίο είναι ορυχείο πρωτογενών πηγών της ελληνικής ιστορίας, και φυσικά στο αρχειακό υλικό του ίδιου του Ινστιτούτου.


Το Ινστιτούτο ιδρύθηκε (στα χαρτιά) μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπεγράφη η μορφωτική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας που επέτρεπε στη μεν Ιταλία την επαναλειτουργία στην Αθήνα της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής και του Ιταλικού Ινστιτούτου, όπως μετονομάστηκε για ευνόητους λόγους η πάλαι ποτέ Casa d’ Italia, ενώ από ελληνικής πλευράς συμφωνήθηκε η ίδρυση στη Βενετία ενός Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών. Την ίδια εποχή τα ελάχιστα εναπομείναντα μέλη (περίπου 30) της Ελληνικής Αδελφότητας της Βενετίας δώρισαν στο ελληνικό κράτος την κινητή και ακίνητη περιουσία του ιστορικού σωματείου, δηλαδή το αρχείο και τη συλλογή εικόνων και κειμηλίων του Μουσείου τους, και τον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων με τα δύο παρακείμενα μνημειώδη κτίρια. Λίγο αργότερα το ελληνικό κράτος προικοδότησε το νεοσύστατο ίδρυμα με την περιουσία της Ελληνικής Αδελφότητας και το 1958, ανακαινισμένο εκ βάθρων, το κτιριακό συγκρότημα που βρίσκεται στον Περίβολο των Ελλήνων (Campo dei Greci) άρχισε να λειτουργεί. Πρώτη διευθύντρια του Ινστιτούτου διορίστηκε η Σοφία Αντωνιάδη, μια φωτισμένη προσωπικότητα της Αθήνας εκείνων των χρόνων η οποία ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Leiden στην Ολλανδία. Ακολούθησε ο ακαδημαϊκός κ. Μανούσος Μανούσακας και αργότερα ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Παναγιωτάκης. Εδώ και λίγους μήνες ανέλαβε τη διεύθυνση η κυρία Χρύσα Μαλτέζου, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Η κυρία Μαλτέζου υπήρξε υπότροφος του Ινστιτούτου την εποχή της Σ. Αντωνιάδη και διατήρησε στενούς δεσμούς με το Ιδρυμα, καθώς και με αντίστοιχα κέντρα της Βενετίας, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο για τα νέα της καθήκοντα. Ως τώρα διατέλεσαν υπότροφοι του Ινστιτούτου περίπου 60 έλληνες ερευνητές, οι οποίοι στη συνέχεια έχουν στελεχώσει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας.