Ως τοπογραφία ιδεών θα μπορούσε να οριστεί η χαρτογράφηση του ιδιαίτερου τόπου κυοφορίας, ανάδυσης και κυκλοφορίας ιδεολογικών συνόλων και υποσυνόλων που με τη σειρά τους συγκαθορίζουν την πνευματική ιδιοσυστασία αυτού του τόπου, κυρίως στο πεδίο διαμόρφωσης των νοοτροπιών και τον τρόπο παρατήρησης της πραγματικότητας. Αυτή η αλλαγή ρόλων ως προς το «συγκείμενο» (context) τόπου και ιδεών καθιστά την τοπογραφία ιδεών μια δυναμική διελκυστίνδα «ειδικού» και «γενικού», κατά την επιτέλεση της οποίας η «τοπικότητα» αρθρώνεται ως πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα συγκεκριμένης κλίμακας. Σε αυτό το ερμηνευτικό εγχείρημα η «ολότητα» προβάλλει την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με το «κέντρο» και συγκροτεί την ιδιομορφία της μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συντελεστών ή παραγόντων, οι σχέσεις των οποίων υπερβαίνουν τους επιμέρους εκθέτες τους.


Μια αρκετά ιδιάζουσα δυναμική εμφανίζεται όταν το «ειδικό» ετοιμάζεται πυρετωδώς να (ξανα)γίνει το κέντρο, δηλαδή η διοικητική και πολιτισμική συμπύκνωση του όλου. Πρόκειται για το Βερολίνο: για το πρώην Δυτικό, που αποτελούσε «κρατίδιο» της BRD, και για το πρώην Ανατολικό, που υπήρξε η πρωτεύουσα της DDR. Ισως να αποβεί χρήσιμη, για την κατανόηση της τοπογραφίας των ιδεών που διαχέονται στην υπό συγκρότηση νέα πρωτεύουσα της Γερμανίας, η διπλή οθόνη ανακατασκευής της εικόνας που αποκόμιζε ο προβληματισμένος επισκέπτης, όταν για πρώτη φορά το 1973 και τώρα, ύστερα από ένα τέταρτο αιώνα, προσεγγίζει το βερολινέζικο τοπίο των ιδεών.


Στην αυστηρά διαχωρισμένη Δυτική και Ανατολική Γερμανία το Βερολίνο, χωρισμένο και αυτό στα δύο, συνιστούσε ως προς το δυτικό τμήμα του νησίδα ή σφήνα της BRD που χωνόταν στην καρδιά της DDR. Το Τείχος», που κατασκευάστηκε από την τελευταία το 1961, ενθυλάκωνε την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου της διπολικής εποχής και συμβόλιζε τους δύο εντελώς διαφορετικούς δρόμους που ακολουθούσε η ηττημένη Γερμανία, με την απόφαση των νικητών εταίρων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τρεις από τη μία πλευρά, με τρία μερίδια που από «δυτική ζώνη» έγιναν η BRD, και η ΕΣΣΔ από την άλλη, που μετέπλασε τη δική της ζώνη σε DDR. Το Δυτικό Βερολίνο, τα τρία τέταρτα της παλαιάς πρωτεύουσας, ενισχύθηκε σημαντικά για να επιτευχθεί η ανασυγκρότηση της οικονομικής και κοινωνικής του άρθρωσης, με εργασιακά και συνταξιοδοτικά πλεονεκτήματα και απαλλαγή των νέων από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. Το προκλητικά απαστράπτον βουλεβάρτο Ku’dam και οι πέριξ εμπορικοί δρόμοι εξέπεμπαν το σφρίγος της ελευθερίας της αγοράς, ενώ το παλαιό κέντρο στο Ανατολικό Βερολίνο συνδύαζε μια καθημερινότητα χαμηλών τόνων με την ισχύ του καθεστώτος που επέβαλλαν τα πανύψηλα κτίρια των κατακτήσεων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο μονόδρομος της γκρίζας εισόδου, με βραδύκαυστο έλεγχο των διαβατηρίων σε χαμηλοτάβανο τούνελ υποδοχής των δυτικών επισκεπτών δωδεκάωρης διάρκειας, σε προϊδέαζε για την απροθυμία της Gudrun να περάσει δύο ώρες μαζί σου στα καφέ της Alexanderplatz από τον φόβο μήπως χάσει τη θέση της σε υπηρεσία εξωτερικού εμπορίου.


Η «μετακομμουνιστική» όψη



Και φέτος, στις 2 Οκτωβρίου, γιορτάστηκε στην Πύλη του Βραδεμβούργου η γερμανική ενοποίηση με βεγγαλικά και φολκλορικές παραστάσεις φορέων που προέρχονταν από τα κρατίδια της ομόσπονδης επικράτειας. Και ενώ το Ku’dam άρχιζε να ξεθωριάζει οι πολυπληθείς γερανοί βάλθηκαν, νυχθημερόν, να αναπλάσουν ριζικά το παλαιό κέντρο της πρωτεύουσας που μεταμορφώνεται σε πολυσύχναστη εμπορική συνοικία, άσχετα αν για την ώρα τα φανταχτερά πολυεθνικά καταστήματα έχουν πελάτες τουρίστες, Γερμανούς και ξένους. Τώρα απαστράπτουσα είναι η Friedrichstrasse, με την περίκοσμη Γκαλερί Λαφαγέτ που κάνει να ωχριά η ομώνυμη παρισινή έκθεση επώνυμων ενδυμάτων. Στην κάθετό της, στο βουλεβάρτο Unter den Linden, το ξενοδοχείο «Adlon» ξαναχτίστηκε όπως ακριβώς ήταν προτού καταστραφεί το 1945, ενώ η επιβλητική Deutsche Bank μετέτρεψε αίθουσες του ισογείου σε παράρτημα του μουσείου Guggencheim που για την ώρα φιλοξενεί τεράστια φωτογραφικά σύνολα της Κ. Sieverding με τίτλο «Χρωστικές επεξεργασίες». Από την ιστορική ρητορική του τοπίου, όπως την κωδικοποίησε το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τις μετονομασίες δρόμων και πλατειών, διασώθηκε η πλατεία R. Luxemburg και η λεωφόρος Karl Marx, ενώ η Klara Zetkin και ο W. Ulbricht είχαν την τύχη όσων οι ίδιοι αντικατέστησαν.


Απόμερα, στην Oranienburgstrasse, δεσπόζει η αναπαλαιωμένη Συναγωγή (είχε και αυτή πυρποληθεί από τους ναζιστές) και σχεδόν κολλητά της η ταβέρνα Oren με πολυάριθμους θαμώνες, στους οποίους οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης ανακατεύονται με πολύβουο μωσαϊκό επισκεπτών. Αυτή τη φορά ο όρος «μετακομμουνιστικός» χρησιμοποιείται κυριολεκτικά και ας ανακαλεί την προεισαγωγική σημείωση του Καζαντζάκη ότι η Ασκητική γράφτηκε στο Βερολίνο για να «διατυπώσει την ψυχική αγωνία και τις ελπίδες ενός κομμουνιστικού κύκλου από Γερμανούς, Πολωνούς, Ρούσους, που δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν άνετα μέσα στη στενή, καθυστερημένη, υλιστική αντίληψη της Κομμουνιστικής Ιδέας». Τώρα οι γερμανοί και ελβετοί συνομιλητές μας επιχειρηματολογούν με αφετηρία τα βιβλία και την αρθρογραφία στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung» του Παναγιώτη Κονδύλη για τη «μαζικοδημοκρατική» και «πλανητική εποχή»: «τα κράτη και τα καθεστώτα, αδιάφορο πώς λέγονται, είναι εκ φύσεως εύθραυστες συναρμογές και μπορούν να διαλυθούν ακαριαία». Μια διαπίστωση που αφορούσε πριν απ’ όλα τον τόπο που φρόντιζε να απαρνηθεί τη σχεδόν πενηντάχρονη ιστορία μιας εκδοχής του «υπαρκτού σοσιαλισμού»… Από την άλλη πλευρά μάς προσγείωνε με τη θυμοσοφία του ο αείμνηστος «Anti-Fukuyama» της Χαϊδελβέργης: «μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους».


Το καύχημα της DDR, το «Berliner Ensemble», με τη γενναία τότε κρατική επιχορήγηση, έχει πρεμιέρα με το δράμα του G. Buchner «Ο θάνατος του Δαντών», με όλες τις συνδηλώσεις που υπονοούσε η έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης. Νεαρή υπάλληλος ξενοδοχείου, μεγαλωμένη στο Μόναχο, αγνοούσε την ύπαρξη του θεάτρου και, πολύ περισσότερο, αγνοούσε την παράδοση μιας θεατρικής πρακτικής που συνάδει προς την επαναστατική μεταβολή της πραγματικότητας, όχι πάντα και της πραγματικότητας που εξέθρεψε και ενίσχυσε αυτόν τον πολιτιστικό οργανισμό με τα ανακλαστικά της «αποστασιοποίησης» από το πλέγμα της εξουσίας. Ο ίδιος ο Β. Brecht, καθιστός στο προαύλιο, με κοφτερό βλέμμα που το σκίαζε ο γυαλιστερός μπρούντζος του αγάλματός του, συλλογίζεται τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου 1953: «Δε θα ‘ταν τότε πιο απλό, η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλον;».


Σε κάθε περίπτωση δείχνει να το διασκεδάζει τώρα που οργανώνονται, για να τιμηθούν τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, εκθέσεις αντικειμένων και φιλολογικές ξεναγήσεις στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τη «λεωφόρο Στάλιν», μέσα από το «Ημερολόγιο εργασίας» των στερνών του χρόνων και την επιστολή του «Προς την Κεντρική Διεύθυνση της Αστυνομίας Συνόρων».


Οι επίγονοι στην πολιτική σκηνή



Η πηγή και το σύμβολο της ενιαίας κρατικής δύναμης, το Reichstag, ως προς το εξωτερικό του περίβλημα διατηρείται όπως ήταν προτού πυρποληθεί από τους ναζιστές, ενώ η πλήρης ανακατασκευή του εσωτερικού τού Κοινοβουλίου θα συγκρατεί την πολυτέλεια του ισχυρότερου κράτους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οταν σε λίγους μήνες θα μεταφερθεί η πρωτεύουσά του στο Βερολίνο θα έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς η κυβερνητική σύμπραξη SPD και Πρασίνων. Βέβαια το 1973 ήταν επίσης στην κυβέρνηση της BRD οι Σοσιαλδημοκράτες (μάλιστα ο G. Schroder δεν είχε ακόμη ανέλθει στην ηγεσία της «Σοσιαλιστικής Νεολαίας»), αφού ήδη είχε προηγηθεί το συνέδριο του Bad-Godesberg (1959) με το οποίο συντελέστηκε η απομαρξοποίηση καίριων σημείων του προγράμματός του.


Από την άλλη πλευρά του Τείχους το SED τοποθετούσε στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας τον Ε. Honecker, θρηνώντας για ένα δεκαήμερο (χωρίς ωστόσο να ανασταλούν οι εργασίες του διεθνούς φεστιβάλ της νεολαίας) τον θάνατο του Ulbricht που είχε εδραιώσει στο σύνολο των θεσμών της «σοσιαλιστικής νομιμότητας» τη βεβαιότητα ότι ο «μαρξισμός – λενινισμός» αποτελούσε τη «μοναδική επιστημονική ιδεολογία στην ιστορία». Με την ίδια άλλωστε σκευή οι ιδεολόγοι του καθεστώτος αντιμετώπιζαν, με σειρά δημοσιευμάτων, το θεώρημα της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» και του «τέλους των ιδεολογιών», χωρίς ωστόσο να αντιφάσκουν με την είσοδο της Κυβερνητικής στην παραγωγή και στη διοίκηση. Σήμερα το PDS, με ποσοστό που ξεπερνά το 5% (στο Βερολίνο ανέρχεται στο 13% και στα ομόσπονδα κρατίδια της πάλαι ποτέ DDR στο 22%), αφουγκράζεται με την παλαιά φρουρά της ηγεσίας τα μηνύματα της «Ostalgie». Από την άλλη πλευρά, με τον τωρινό ηγετικό του μηχανισμό, επεξεργάζεται έναν κώδικα επικοινωνίας βασισμένο σε μια κριτική αντίληψη του μαρξισμού και δεν αποκλείει τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες.


Ο εταίρος όμως των τελευταίων, με την επωνυμία «Bundnis 90 / Die Grunen», προφανώς δεν είχε ακόμη εμφανιστεί το 1973. Με αφετηρία τους επιγόνους του βερολινέζικου ’68 συντέθηκαν εμπειρίες από ασυντόνιστες αλλά πρωτόγνωρες πρωτοβουλίες πολιτών με τον ακτιβισμό του «μαρξιστικού – λενινιστικού» KPD για να κυοφορηθεί, ως το 1978, ένα εύπλαστο ριζοσπαστικό μόρφωμα που θα μετάσχει στις τοπικές εκλογές του επόμενου έτους ως «Εναλλακτική Λίστα» (AL) αποκομίζοντας περίπου το 4% των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος και σχεδόν διπλάσιο ποσοστό στις εκλογές του 1981. Διατηρώντας για ορισμένα χρόνια την ιδιαιτερότητά τους οι Εναλλακτικοί του Δυτικού Βερολίνου θα στοιχηθούν στη συνέχεια προς την παγγερμανική ένωση των Πρασίνων συμβάλλοντας στην επίτευξη των κυριότερων πτυχών της διαδρομής τους στην κεντρική πολιτική σκηνή. Σήμερα την πλειοψηφική κατεύθυνση του κόμματός τους εκφράζει ο Joschka Fischer που αρκετά νωρίτερα είχε σκιαγραφήσει τον «πράσινο ριζοσπαστικό ρεφορμισμό» σε αντιδιαστολή προς την αντιπολίτευση που κήρυσσαν οι «φουνταμενταλιστές», γιατί κατά την άποψή του δεν μπορούσαν να δώσουν συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο σε εναλλακτικές «μορφές ζωής» των «νέων μειοψηφικών κοινωνικών κινημάτων».


Η απομάκρυνση από τις παραδόσεις



Μέσα από το τωρινό κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα, που από την πλευρά των Πρασίνων προέκυψε ως κοινοβουλευτικός συσχετισμός δυνάμεων και όχι ως απόφαση διαδικασιών «δημοκρατίας βάσης», διαγράφεται ευκρινώς η απομάκρυνση από τις παραδόσεις ενός σφριγηλού κινήματος ειρήνης και συνάμα η μετάθεση στο μέλλον της μέριμνας για το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων. Συναφώς αποσύρονται από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι αιχμηρές αναλύσεις για τον διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, καθώς και για την «εργασία με πλήρες νόημα». Πριν απ’ όλα καθορίζονται τα άμεσα μέτρα για τη δημιουργία 100.000 θέσεων εργασίας νέων και τη θεσμική εξασφάλιση ελαστικού ωραρίου στη θέση των «εναλλακτικών προγραμμάτων» που θα ελαχιστοποιούσαν την «αποξενωτική εργασία». Συμπερασματικά, δεν προεξοφλείται δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου που και για τους Πρασίνους θεωρήθηκε η αναγκαία προϋπόθεση για την «αυτοδιάθετη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου».


Στη φάση εμφάνισης της πολιτικής πρακτικής μορφών εναλλακτικής σκέψης ήταν πρόσφατη η απόπειρα δολοφονίας του Rudi Dutschke και ο Herbert Marcuse μπορούσε στον τόπο της καταγωγής του να εκλαϊκεύσει, σε πολυπληθή φοιτητικά ακροατήρια, τις επισημάνσεις του για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο», ορίζοντας ως «ουτοπία» ό,τι εμποδίζεται να γεννηθεί από την εξουσία των κατεστημένων κοινωνιών. Μάλιστα και στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου αλλοδαπός μεταπτυχιακός φοιτητής αυτονόητα πραγματευόταν, σε Φροντιστήριο του καθηγητή Fr. Rapp, την «ουτοπία μιας Τεχνικής χωρίς καταπίεση». Σε κάθε περίπτωση ήταν διάχυτη η απόρριψη των μεγάλων ιδεολογικών αφηγήσεων, ο σκεπτικισμός για την επιστημονική πρόσβαση των κοινωνικών νομοτελειών, η αξίωση ο υπό διάθεση χρόνος να απομακρυνθεί από τα καταναλωτικά πρότυπα, η καταγγελία του κατακερματισμού της γνώσης που γεννά τον Fachidiot και τον εξουσιαστή των ανθρωπίνων αναγκών, και τέλος η αποδοκιμασία του πατερναλισμού που προσδιορίζει τις σχέσεις των δύο φύλων.


Ακριβώς αυτή η αίσθηση των πραγμάτων είχε διαχυθεί με τον φοιτητικό ριζοσπαστισμό στον περίβολο των δύο πανεπιστημίων του Δυτικού Βερολίνου, ιδίως στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, που είχε ιδρυθεί το 1948 ως αντίπαλο δέος στο Humboldt Universitat, που δύο χρόνια νωρίτερα είχε ανασυσταθεί στο πλαίσιο των θεσμικών προδιαγραφών του νέου καθεστώτος. Σήμερα, από τη μία πλευρά αναδεικνύεται ο «πραγματισμός» (κατά την έκφραση του οικείου διαφημιστικού φυλλαδίου του FU) ενός «μοντέρνου μαζικού πανεπιστημίου» και από την άλλη κατάντησε μια άπνοη επιγραφή, στο κεντρικό κεφαλόσκαλο ενός παρατημένου κτιρίου, με τους ανέμελους φοιτητές και τις φοιτήτριες να την προσπερνούν αδιάφορα, η 11η θέση για τον Feuerbach: «Οι φιλόσοφοι ερμήνευαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους· το ζήτημα ωστόσο είναι να τον αλλάξουμε». Και στον πανεπιστημιακό χώρο διαφαίνονται τάσεις ενοποίησης των σχολών, αφού προϋπήρξαν κινήσεις πατρωνείας και εθελούσιες ή όχι έξοδοι στα ανασυντασσόμενα ιδεολογικώς πανεπιστήμια της πρώην DDR, ενώ ο «Berliner Gesamtkatalog» των βιβλιοθηκών για πρώτη φορά εμφανίζεται πλήρης.


Στο Δυτικό Βερολίνο του 1973 το FU συγκέντρωνε τους περισσότερους έλληνες μεταπτυχιακούς φοιτητές, στο πεδίο των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, καθώς και πλειάδα διδασκόντων συμπατριωτών τους. Τώρα η μόνη οικεία νησίδα παραμένει το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών που πρόσφατα οργάνωσε με επιτυχία το Α’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, με διεπιστημονική οπτική και με τη συμπαρουσία της παλαιότερης και της νεότερης γενιάς των νεοελληνιστών από όλον τον κόσμο. Στη σφύζουσα ελληνική ακαδημαϊκή παροικία των αρχών της δεκαετίας του ’70 η εναλλακτική εμπειρία, που μόλις κατέγραψα, διαμεσολαβείται με τους αγωγούς και τα σύστοιχα αιτήματα της ελλαδικής συγκυρίας που καθόριζε η κοινή εναντίωση προς το καθεστώς των συνταγματαρχών. Τώρα η «Κοινότητα» προσπαθεί να διαφυλάξει κάτι από την αρχική δυναμική της και οι διανοούμενοι συσπειρώνονται στους δύο συλλόγους επιστημόνων (με διαφορετικό προσανατολισμό ο καθένας). Το Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού έχει αξιοσημείωτη παρουσία σε θέματα μορφωτικά – εκπαιδευτικά (με επίκεντρο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας), παρουσιάσεις ποιητών και πεζογράφων και εκθέσεις έργων ζωγραφικής και γλυπτικής (πριν από λίγες εβδομάδες στήθηκαν στη Wittenbergplatz έργα του Γ. Ζογγολόπουλου και του Μ. Κατζουράκη). Στην ίδια θέση παρέμεινε το «Terzo mondo», ταβέρνα και πολιτι(στι)κό στέκι εδώ και τριάντα χρόνια, με τον εμψυχωτή του, τον Κώστα Παπαναστασίου, να σταδιοδρομεί ευδόκιμα στη γερμανική τηλεόραση και να πρωτοστατεί στην αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γεωργία.


Η ελληνική παρουσία στο Βερολίνο



Με επίκεντρο τον χώρο των ελλήνων φοιτητών και δευτερευόντως των εργατών, είχαν ευκρινώς σχηματοποιηθεί οι επιμέρους πολιτικές ομάδες. Από τους κόλπους των «Φίλων της ΕΔΑ» διαχωρίζονται, μετά το 1968, οι «κολιγιαννικοί» από τους «παρτσαλιδικούς» ή οι «εξωτερικοί» από τους «εσωτερικούς», που ανανεώνονται αντίστοιχα με μέλη της νεολαίας της «Αντι-ΕΦΕΕ» και του «Ρήγα Φεραίου». Κάποια σκόρπια φύλλα της «Πανσπουδαστικής» και σειρά τευχών της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» και του «Διαλόγου» αποτύπωναν την ιδιοσυστασία των ιδεολογικών στάσεων του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού. Από το τελευταίο είχε ήδη διαφοροποιηθεί ο Μίκης Θεοδωράκης εξασφαλίζοντας στο μεγαλεπήβολο «Κίνημα Νέας Ελληνικής Αριστεράς» ορισμένα ερείσματα που επικοινωνούσαν με τους πολυπληθέστερους συντρόφους τους στην Ιταλία ή στη Σουηδία. Στο πλαίσιο των «μαρξιστών – λενινιστών» δραστηριοποιούνται στελέχη του ΑΜΕΕ που διακινούν τη «Λαϊκή Ενότητα». Ηδη όμως από το 1970 είχε συσταθεί το «Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας» (ΕΚΚΕ), με αύξουσα επιρροή ­ μέσω της ΑΑΣΠΕ ­ στον φοιτητικό σύλλογο (μόλις είχαν συλληφθεί στην Ελλάδα οι ηγέτες του Χρίστος Μπίστης και Πέτρος Στάγκος) και με έντυπα τον «Κομμουνιστή» και την «Εργατική Ταξική Αλληλεγγύη» (με υπεύθυνη την Αννα Φιλίνη). Από την ομάδα της «Σοσιαλιστικής Λέσχης» θα προκύψουν, τέλος, με κοινή αναφορά το SPD και τα εργατικά συνδικάτα, τόσο οι σοσιαλιστές της Ενωσης Κέντρου και του ΚΟΔΗΣΟ (με όργανο τη «Δημοκρατία») όσο και οι «Φίλοι του ΠΑΚ».


Στις κινητοποιήσεις των ομάδων αυτών και στις γενικές συνελεύσεις του φοιτητικού συλλόγου ήταν πρόδηλες οι διαφοροποιήσεις, μέσα από έντονους διαξιφισμούς της επιχειρηματολογίας των στελεχών της καθεμιάς. Μάλιστα όταν προήδρευσε στις γενικές συνελεύσεις ο Μηνάς, ο Παναγιώτης που εκτελούσε χρέη γραμματέα έριχνε στα κλεφτά μια ματιά στον «Ηριδανό», στη δίμηνη έκδοση ενημέρωσης και προβληματισμού που εξέδιδε στην Αθήνα ο Αλέκος Παπακώστας. Ξεφυλλίζοντας το τεύχος του Ιανουαρίου – Απριλίου 1973 είχε εστιάσει το ενδιαφέρον του σε άρθρο του Ernst Fischer, όπου είχε περιληφθεί η διαπίστωση ότι η «διονυσιακή διαμαρτυρία ενάντια στο κύρος της εξουσίας και στην παράδοση» συνιστά μια εκδοχή της «αξίωσης της νέας γενιάς για μια ολοκληρωτική αλλαγή», καθώς και η προτροπή ότι ανήκει στη «λειτουργία του Beat να επικυρώσει τον καινούργιο ρυθμό της ζωής. Είναι αποστολή των κριτικά σκεφτόμενων μαθητών να μην τον καταναλώνουν μόνο σαν συναίσθημα, αλλά να μετατρέψουν τον καινούργιο ρυθμό ζωής σε κοινωνική δραστηριότητα». Βέβαια τον τόνο της διδαχής μετρίαζε η διάγνωση του Sartre, λίγες σελίδες παραπάνω, ότι «καμία κοινωνία δεν μπορεί να παραπονεθεί για τους διανοούμενούς της χωρίς να κατηγορήσει τον εαυτό της, γιατί δεν έχει παρά τους διανοούμενους που αυτή η ίδια φτιάχνει». Με αυτή τη θυμόσοφη απόφαση συμφωνούσε και ο Αλέκος, ανιψιός του Νίκου Πλουμπίδη, που σαράντα τόσα χρόνια στο Βερολίνο μετατρέπει το πικρό χαμόγελο της αναγκαστικής ξενιτιάς σε αδιόρατο καλωσόρισμα μιας μελλοντικής κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.