Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως προς τις κρίσεις για τις θέσεις αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων ­ απόφαση που χρεώνεται προσωπικώς στον Πρωθυπουργό, ο οποίος στήριξε ενθέρμως και ανεπιφυλάκτως τη σχετική εισήγηση του υπουργού Δικαιοσύνης ­ καταφέρει καίριο πλήγμα εναντίον του κύρους και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και προκαλεί μεγάλα και επώδυνα ερωτηματικά. Κατά τις κρίσεις αυτές, που έγιναν μέσα σε ένα κλίμα αναχρονιστικής μικροπολιτικής νοοτροπίας και απροκάλυπτου κομματικού νεποτισμού, παραβιάστηκαν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατάφωρα η ιεραρχία και η αρχαιότητα. Και τούτο διότι παραλείφθηκαν, με αυταρχική και αντιδημοκρατική μέθοδο, δικαστές με ανεπίληπτο ήθος και υψηλό δικαστικό φρόνημα, προφανώς επειδή δεν θεωρήθηκαν διατεθειμένοι να προβούν σε παραχωρήσεις συνείδησης και να ενδώσουν σε μελλοντικές παρεμβάσεις ή και εντολές κυβερνητικών στελεχών.


Ι. Οπως είναι ευνόητο, η ευθύνη για τη νέα αυτή επίθεση εναντίον του θεσμού της Δικαιοσύνης βαρύνει κατά κύριο λόγο την ίδια την κυβέρνηση. Λογικά η στάση του υπό τον κ. Σημίτη Υπουργικού Συμβουλίου δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη αφού και από πλείστες άλλες εκδηλώσεις της καθημερινής πολιτικής πράξης αποδεικνύεται ότι η σημερινή, κατ’ ευφημισμόν εκσυγχρονιστική, κυβέρνηση ακολουθεί πιστά τα αχνάρια που άφησε ανεξίτηλα στον δημόσιο βίο μας το ΠαΣοΚ από το 1981 και επέκεινα. Εκείνο όμως που στη συγκεκριμένη περίπτωση επαυξάνει την πολιτική απαξία της κομματικής παρέμβασης στη Δικαιοσύνη είναι η πρωτοφανής ανακολουθία και η υποκρισία η οποία συνοδεύει την παρέμβαση αυτή. Και για να γίνω σαφέστερος:


Α. Στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις ­ προεξάρχοντος του ΠαΣοΚ, με αιχμή του δόρατος τον υπουργό Δικαιοσύνης ­ αφενός καταδίκασαν απεριφράστως τις κατά το παρελθόν κομματικές επιλογές στην κορυφή της Δικαιοσύνης και αφετέρου υιοθέτησαν την αρχή της θέσπισης ρητών συνταγματικών εγγυήσεων για την αποφυγή του φαινομένου αυτού στο μέλλον. Μάλιστα η σχετική διάταξη (άρθρο 90, παρ. 5, του Συντάγματος) κρίθηκε αναθεωρητέα προς αυτή την κατεύθυνση με συντριπτική πλειοψηφία (275 ναι!!, 7 όχι και 2 παρών). Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα το ΠαΣοΚ και η κυβέρνηση φρόντισαν, χωρίς ίχνος πολιτικής αιδούς, να καταρρίψουν τον μύθο του εκσυγχρονισμού και στον χώρο της Δικαιοσύνης.


Β. Πέραν τούτου, είναι κοινώς γνωστό ότι, όπως προκύπτει από τις ρητές και καταγεγραμμένες στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου διαβεβαιώσεις ιδίως του υπουργού Δικαιοσύνης, κατά τις περυσινές κρίσεις, όπου συνέβησαν παρεμφερείς κομματικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, υπήρξαν σαφείς δεσμεύσεις ­ προφανώς για να μειωθούν οι κραδασμοί στην κοινή γνώμη ­ ως προς την αποκατάσταση, με την πρώτη ευκαιρία, όσων αδίκως και αναξιοκρατικώς παραλείφθηκαν. Φαίνεται όμως ότι οι δεσμεύσεις αυτές είχαν καταγραφεί στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου με συμπαθητική μελάνη. Φυσικά δεν συμβαίνει το ίδιο με τη μνήμη και τη συνείδηση της κοινής γνώμης και ιδίως εκείνου του τμήματός της που δεν έχει λόγο να ξεχνά ή να αδιαφορεί.


ΙΙ. Εντύπωση όμως προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί η στάση ορισμένων, οπωσδήποτε μεμονωμένων, ΜΜΕ ­ και, συνακόλουθα, μερίδας των δημοσιογραφικών στελεχών τους ­ ως προς την πολιτική αξιολόγηση και προβολή του όλου φαινομένου που δημιούργησε η επίθεση αυτή εναντίον της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Σε άλλες περιπτώσεις, στο πρόσφατο παρελθόν μάλιστα, αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα σε παρόμοιες κυβερνητικές επιλογές, ακόμη και όταν αυτές ενείχαν πολύ μικρότερα ­ ποσοτικώς τουλάχιστον ­ δείγματα αυθαιρεσίας και περιφρόνησης του κύρους της Δικαιοσύνης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση κινήθηκαν μεταξύ αιδήμονος σιωπής και διακριτικής αδιαφορίας. Τι, άραγε, έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει;


Α. Μήπως οι κομματικές επιθέσεις εναντίον των δικαστικών θεσμών δεν αποτελούν πλέον ειδήσεις στην κλίμακα αξιολόγησης της επικαιρότητας με βάση την οποία διαμορφώνουν τα δελτία ειδήσεων; Αλλά τότε πώς μπορούν να εμφανίζονται ως αντικειμενικοί και αξιόπιστοι κριτές του ύφους και του ήθους της πολιτικής και των πολιτικών στις λοιπές τους εκδηλώσεις;


Β. ΄Η μήπως ­ πράγμα που, αν παρ’ ελπίδα αληθεύει, συνιστά κίνδυνο όχι μόνο για την ενημέρωση αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία ­ υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι οι οποίοι τους επιβάλλουν να μη θίγουν τα κακώς κείμενα της κυβερνητικής πολιτικής, ιδίως στον ευαίσθητο χώρο της απονομής της Δικαιοσύνης;


ΙΙΙ. Τέλος, μελαγχολικές σκέψεις δημιουργεί η εκκωφαντική σιωπή ορισμένων ακαδημαϊκών δασκάλων, ιδίως του δημοσίου δικαίου. Οι άλλοτε ­ και δικαίως ­ διαπρύσιοι κήρυκες της ανάγκης θωράκισης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και άτεγκτοι κήνσορες, μέσα από πύρινα άρθρα, των κάθε μορφής παραβιάσεων του Συντάγματος, τώρα ­ άθελά τους θέλω να πιστεύω ­ μέσα από την ανοχή τους εμφανίζονται ως θεράποντες της εξουσίας, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και αν αυτή συμπεριφέρεται. Πώς να εξηγήσει κανείς αυτή την ξαφνική πρωτεϊκή μεταβολή, αυτή την αναπάντεχη οβιδιακή μεταμόρφωση;


Α. Να την αποδώσει στη ραστώνη των καλοκαιρινών διακοπών; Αλλά, τότε, πού βρίσκεται η εγρήγορση της ακαδημαϊκής συνείδησης;


Β. Να υποθέσει ότι δημιουργείται, αργά αλλά σταθερά, μέσα σε ένα κλίμα καταλυτικού θεσμικού μιθριδατισμού, η αίσθηση πως ο ακαδημαϊκός λόγος είναι ανήμπορος να αντισταθεί στην παγιωμένη πρακτική τέτοιων αντιδημοκρατικών παραβιάσεων, οι οποίες έχουν πια αποκτήσει οιονεί εθιμική διάσταση; Πώς όμως τότε να νομιμοποιείται η ρομφαία της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την οποία τους έχει εφοδιάσει το Σύνταγμα;


Γ. Να τη δικαιολογήσει με βάση τη λογική της συμμόρφωσης προς τις επιταγές μιας κακώς νοούμενης δεοντολογίας έναντι της εξουσίας εκείνης, που τους επιδαψιλεύει αφειδώς την τιμή της ανάθεσης ρόλων σε μονοπρόσωπα και συλλογικά κυβερνητικά όργανα, τα οποία, ορισμένες φορές, δημιουργούνται χωρίς αποχρώντα λόγο και, ακόμη περισσότερες φορές, υπολειτουργούν; Θα ήθελα να αποκλείσω αυτή την εκδοχή που υποτιμά εκτός από τη λογική τους και το ακαδημαϊκό αξίωμα το οποίο έχουν επωμισθεί.


Οπως και αν έχουν τα πράγματα, ας αναλογισθούν οι ακαδημαϊκοί αυτοί λειτουργοί ότι δύσκολα θα μπορέσουν να εμφανισθούν με αξιώσεις και αξιοπιστία στα αμφιθέατρα για να υπερασπισθούν τους συνταγματικούς θεσμούς, και ιδίως τους θεσμούς της Δικαιοσύνης, απέναντι σε μια νεολαία που έχει, ευτυχώς, το προσόν αφενός να μην ξεχνά ό,τι πρέπει να θυμάται και αφετέρου να είναι άτεγκτος κριτής έναντι εκείνων που πρέπει να αποτελούν πρότυπο όχι μόνον επιστήμης αλλά και ζωής.


Τελειώνοντας ας μου επιτραπεί να τονίσω ­ όσο και αν αυτό ηχεί παράδοξα ­ ότι η νέα κρίση που πλήττει τη Δικαιοσύνη έχει και μια θετική πλευρά και επίπτωση: έδωσε την ευκαιρία να πέσουν πολλές, καλοφτιαγμένες είναι η αλήθεια, μάσκες και να ξεφτίσουν πολύμορφα και με ιδιαίτερη επιμέλεια πλασμένα προσωπεία. Αναδεικνύεται έτσι το πραγματικό ύφος και ήθος αρκετών παραγόντων στον δημόσιο βίο. Ιδίως για την κυβέρνηση πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι σβήνει στην πολιτική της διαδρομή και τα τελευταία ίχνη ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού. Ως σήμερα είχαμε βιώσει, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, την αλαζονεία της εξουσίας. Τώρα έχουμε μπει για τα καλά στον αστερισμό της εξουσίας της αλαζονείας. Για να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά ο Γκαίτε, όταν αποφαινόταν επιγραμματικά πως «εύκολα μαθαίνεις να είσαι κυρίαρχος, δύσκολα να κυβερνάς».


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ. Εχει διατελέσει υπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα.