Ενας στους τέσσερις κατοίκους των αναπτυγμένων χωρών πάσχει από κάποια ρευματική πάθηση. Στην Ευρωπαϊκή Ενωσητα άτομα με ρευματικές παθήσεις ανέρχονται σε 120 εκατομμύρια, εκ των οποίων τρία εκατομμύρια άτομα υπολογίζεται ότι ζουν στην Ελλάδα. Στο σύνολο του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού 13% πάσχουν από οστεοαρθρίτιδα, 11% από οσφυαλγία, 4,8% από αυχεναλγία, 4,5% από οστεοπόρωση και 2,1% από φλεγμονώδη συστηματικά ρευματικά νοσήματα.
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτη Τρόντζα, πρόεδρο της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η Νεανική Ιδιοπαθής Αρθρίτιδα συγκαταλέγεται στα συχνότερα χρόνια νοσήματα της παιδικής ηλικίας και είναι περίπου το ίδιο συχνή όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η επιληψία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις των ρευματικών παθήσεων η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Κληρονομικοί παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνισή τους, ωστόσο η φύση των παραγόντων αυτών και ο τρόπος της κληρονομικότητας δεν είναι ακόμη γνωστοί. Ο τρόπος ζωής (άσκηση, διατροφή, κάπνισμα, επάγγελμα, τόπος διαμονής κ.λπ.) καθώς και οι κλιματολογικές συνθήκες δεν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με την παθογένεια των περισσότερων ρευματικών παθήσεων. Ομως οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την εμφάνιση ή την εξέλιξη ορισμένων από αυτά τα νοσήματα.
Στην Ελλάδα οι ρευματικές παθήσεις αποτελούν την πρώτη κατά σειρά αιτία (μεταξύ όλων των νοσημάτων) χρόνιου προβλήματος υγείας (38,7%), μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας σωματικής ανικανότητας (47,2% και 26,2% αντίστοιχα) και ιατρικών επισκέψεων (20,5%), ενώ κατατάσσονται στη δεύτερη θέση ως αιτία κατανάλωσης συνταγογραφούμενων και μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων (24% και 17,7% αντίστοιχα).
Στη χώρα μας εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα εγκαταλείπει την εργασία μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια από τη διάγνωση, ποσοστό που ανέρχεται στο 40% αν συνυπάρχει ακόμη μία πάθηση όπως κατάθλιψη, καρδιακή ή αναπνευστική νόσος. Το πρόβλημα επιδεινώνεται λόγω της τεράστιας ανεργίας εξαιτίας της πολύχρονης οικονομικής κρίσης που πλήττει περισσότερο τις ευπαθείς ομάδες.
Αναφερόμενος στη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας ο κ. Τρόντζας είπε πως οιφορείς παροχής υπηρεσιών υγείας προς τα άτομα με ρευματικές παθήσεις χαρακτηρίζονται από ελλείψεις (κυρίως σε νοσηλευτικό προσωπικό και άλλους επαγγελματίες υγείας) και ανορθολογική ανάπτυξη, κυρίως ως προς την κατανομή των υποδομών και την παρουσία ρευματολόγων σε αυτές, αν και –όπως είπε –η αναλογία των ρευματολόγων στον πληθυσμό είναι καλύτερη από τα διεθνή πρότυπα (ένας ειδικευμένος ρευματολόγος ανά 40.000-100.000 κατοίκους ανάλογα με τις επιδημιολογικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες).
Στην Ελλάδα το Εθνικό Συμβούλιο για τις Ρευματικές Παθήσεις, αποτελούμενο από την Επιστημονική Εταιρεία (ΕΡΕ – ΕΠΕΡΕ) και όλες τις ενώσεις ασθενών με ρευματοπάθειες που υπάρχουν στη χώρα, έχει καταθέσει στο υπουργείο Υγείας το Σχέδιο Δράσης για τις Ρευματικές Παθήσεις, το οποίο περιλαμβάνει επτά θεματικούς άξονες που αφορούν:
  • Τις αναγκαίες πολιτικές υγείας και τις μεταρρυθμίσεις στο σύστημα Υγείας που χρειάζεται να εφαρμοσθούν.
  • Την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.
  • Την ανάγκη δημιουργίας αρχείων καταγραφής ρευματοπαθών.
  • Την υποστήριξη και τη φροντίδα των χρόνιων ρευματοπαθών.
  • Την ανάπτυξη του εθελοντισμού για τη συμπληρωματική κάλυψη των αναγκών.
  • Την εκπαίδευση των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας αλλά και των ίδιων των ασθενών και των οικογενειών τους.
  • Την έρευνα για τις ρευματικές παθήσεις (στους τομείς της επιδημιολογίας, της αιτιοπαθογένειας, της κλινικής έρευνας, αλλά και των οικονομικών δεδομένων για την επιβάρυνση του συστήματος Υγείας).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ