Καθώς σφίγγει ο κλοιός των αγορών γύρω από το ευρώ και οι επενδυτές δεν εµπιστεύονται πλέον τα κρατικά οµόλογα, όχι µόνο των χωρών της περιφέρειας αλλά και του πυρήνα της Ευρώπης, οι διακυµάνσεις και η µεταβλητότητα των µετοχών βρέθηκαν στα επίπεδα της κατάρρευσης της Lehman Brothers, ενώ το χρηµατιστήριο της Αθήνας επέστρεψε στην εποχή του Οκτωβρίου του 1992.

Οι κερδοσκόποι-επενδυτές, όπως αναφέρεται, συνεχίζουν να κινούνται µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο από την πρώτη επίθεση στην Ελλάδα ως και τις επιθέσεις σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία αλλά και Γερµανία, και είναι γεγονός ότι ο τρόπος αντίδρασής τους δεν δείχνει αντιµετωπίσιµος.

Αρνητικό κλίμα

Αρχικά, όπως σηµειώνει η FXCM, εξαπολύουν επίθεση στα 10ετή οµόλογα που χρησιµοποιούνται ως δείκτης αναφοράς, και αυτό είναι αρκετό για να δηµιουργήσει αρνητικό κλίµα. Στη συνέχεια και αφού τα µακροπρόθεσµα επιτόκια είναι απαγορευτικά, οι χώρες ξεκινούν να δανείζονται βραχυπρόθεσµα. Με το κλίµα όµως να είναι αρνητικό, η άνοδος των βραχυπρόθεσµων επιτοκίων γίνεται πάρα πολύ γρήγορα και σε κάποιο σηµείο η καµπύλη αντιστρέφεται. ∆ηλαδή το βραχυπρόθεσµο επιτόκιο είναι υψηλότερο από το µακροπρόθεσµο. Αυτό είναι όµως και το τέλος.

Η φυγή κεφαλαίων από την ευρωζώνη πιέζει τις µετοχές και τα οµόλογα της Γηραιάς Ηπείρου, ενώ η πολιτική αναταραχή ενισχύει την τεράστια αβεβαιότητα στην πραγµατική οικονοµία τόσο µεταξύ των καταναλωτών όσο και µεταξύ των επιχειρήσεων. Οι επενδυτές είναι και πάλι πολύ ανήσυχοι για την οικονοµική ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη. Ο φόβος, περιστασιακά εναλλασσόµενος µε την ελπίδα, καθοδηγεί τις αγορές, καθώς τα θεµελιώδη µεγέθη επισκιάζονται εύλογα.

Στο πλαίσιο αυτό, το αίτηµα να εγγυάται η ΕΚΤ όλα τα κρατικά οµόλογα της ΟΝΕ φέρεται ότι αποδέχονται όλο και περισσότεροι πολιτικοί και οικονοµολόγοι. Οι αναλυτές αναµένουν στο θέµα αυτό την ενδεχόµενη υποχώρηση της Γερµανίας στην έκδοση ευρωοµολόγων µε αντάλλαγµα την υποχώρηση της Γαλλίας στο θέµα της θέσπισης αυστηρότερων κριτηρίων, εποπτείας και κυρώσεων. Οι υπουργοί Οικονοµικών της ευρωζώνης αναµένεται πάντως να εγκρίνουν την έκτη δόση για την Ελλάδα στη συνάντηση που θα έχουν την ερχόµενη Τρίτη και να συµφωνήσουν στις λεπτοµέρειες για τη µόχλευση του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).

Για την ING, η ευρωζώνη θα πρέπει να βασιστεί σε «γιατρούς ρευστότητας» της ΕΚΤ, προκειµένου να συνεχιστεί η λειτουργία της, προβλέποντας ύφεση 0,2% το 2012, καθώς τα µέτρα λιτότητας και η ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών θα οδηγήσουν σε µείωση της πρόσβασης σε δάνεια, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά.

Τα σενάρια

Το 2012, εκτιµά ότι οι αγορές θα συνεχίσουν να προσδιορίζονται από τα µέτρα που θα ληφθούν ή δεν θα ληφθούν από τους πολιτικούς. Σύµφωνα µε το βασικό της σενάριο, οι µετοχές στις ανεπτυγµένες αγορές στα τέλη του 2012 θα βρίσκονται ελαφρώς πάνω (περίπου κατά 5%) από τα τρέχοντα επίπεδα, αλλά θα συνεχίσουν να υφίστανται έντονες διακυµάνσεις. Αν όµως επιστρέψει η εµπιστοσύνη, τότε θα µπορούσαν να σηµειώσουν κέρδη 25%, ενώ αν εµµείνει η έλλειψη εµπιστοσύνης, θα µπορούσαν να υποχωρήσουν περίπου 20%. «Το πιστωτικό περιβάλλον της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή µε το αντίστοιχο των ΗΠΑ, είναι περιορισµένο εξαιτίας του αυξηµένου κόστους της κρατικής χρηµατοδότησης και της ανάγκης διακράτησης κεφαλαίου από τις τράπεζες, τα οποία υπονοούν βαθύτερη ύφεση από αυτήν που προβλέπεται από πολλούς για τον επόµενο χρόνο» εκτίµησε ο στρατηγικός αναλυτής Tobias M. Levkovich της Citi. Από την άλλη πλευρά, σύµφωνα µε τον ίδιο, το πιστωτικό περιβάλλον των ΗΠΑ υποστηρίζει µια µετριοπαθή οικονοµική ανάπτυξη για το 2012 που θα επιτρέψει αύξηση εταιρικών κερδών κατά 4%, παραπέµποντας σε παρόµοια απόδοση και για τις αµερικανικές µετοχές. Σε ένα περιβάλλον µιας ευρύτερης παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης και σε συνθήκες εµπορικού προστατευτισµού, η Citi προτιµά πάντως τις µετοχές χρυσού.

Στο επίκεντρο οι τράπεζες

* Το ενδιαφέρον στο εσωτερικό στρέφεται στις ανακοινώσεις το επόμενο διάστημα των αποτελεσμάτων των τραπεζών, την ώρα που η Bank of America Merrill Lynch δεν δίδει πλέον συστάσεις για τις μετοχές τους, αφού, όπως εξηγεί, δεν κινούνται με βάση τα θεμελιώδη, αλλά με βάση τις εκτιμήσεις των επενδυτών για τους όρους της ανακεφαλαιοποίησης του κλάδου.

* Δέσμιες των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας παραμένουν οι ελληνικές τράπεζες, εκτιμά και η UBS, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς της το «κούρεμα» των ομολόγων, στο πλαίσιο του «PSI+», οι έλεγχοι της BlackRock αλλά και οι απαιτήσεις της EBA για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Core Tier 1 δείχνουν ότι τα κεφάλαια που θα χρειαστούν για την ανακεφαλαιοποίησή τους θα κυμανθούν σε 12 δισ. ευρώ. Σε περίπτωση όμως που οι τράπεζες τελικώς κληθούν να αποτιμήσουν τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων mark to market (τιμές αγοράς), οι ανάγκες για νέα κεφάλαια των τραπεζών θα αυξηθούν σε 18 δισ. ευρώ.

* Η ευρωπαϊκή εποπτική αρχή των αγορών (ESMA) θεωρεί πάντως σύννομο τον τρόπο λογιστικής απεικόνισης που ακολούθησαν οι ελληνικές τράπεζες το β’ τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης, όταν και σχημάτισαν προβλέψεις απομείωσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχουν, προαναγγέλλοντας αντίστοιχη διαδικασία και για το νέο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, PSI plus.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ