Κοινός τόπος είναι πως πλέον η Ελλάδα, μετά τη συμφωνία, θα έχει περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές ως το 2032, οπότε θα επανεκτιμηθεί η βιωσιμότητα του χρέους, με τις αγορές να «βλέπουν» τότε μια νέα ελάφρυνση στα δάνεια του επίσημου τομέα.
Ξένες τράπεζες θεωρούν ελκυστικούς τους τριετείς και πενταετείς τίτλους και ελκυστικά τα ομόλογα κάτω των 10 ετών. Νέα ελάφρυνση χρέους μακροπρόθεσμα αναμένει και το ΔΝΤ, το οποίο στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στο τέλος Ιουλίου θα υποστηρίζει πως δεν διασφαλίζεται σήμερα η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Για την Goldman Sachs μάλιστα, στο τέλος της περιόδου χάριτος, το 2032, καθώς τα δάνεια του επίσημου τομέα θεωρούνται «υποδεέστερα» αυτών του ιδιωτικού τομέα, μια περαιτέρω επέκταση των ωριμάσεων αυτών των (επίσημων) δανείων, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει δημοσιονομικά υπεύθυνη πολιτική, είναι μάλλον δεδομένη.
Δεν υπάρχει κάποιος μαγικός αριθμός, κάποια μαγική συνθήκη που να καθορίζει αν το χρέος είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο ή όχι, παρατηρούσε η Deutsche Bank, η οποία στη δική της «ανάλυση βιωσιμότητας», με τη βοήθεια και ακαδημαϊκών, εμφανίζεται έντονα προβληματισμένη αναφορικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει για μια μακρά περίοδο (2023-2060) πλεονάσματα 2,2% και μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 1%. Εκτιμά δε πως μικρές αποκλίσεις από τις βασικές υποθέσεις θα θέσουν τελικά το χρέος κάποια στιγμή την επόμενη 20ετία σε μη βιώσιμη πορεία.
Οσο όμως η Ελλάδα θα παραμένει ευθυγραμμισμένη με την Ευρώπη, τόσο οι πιθανότητες να βρεθεί μια λύση θα αυξάνονται. Προτείνει μάλιστα έναν μηχανισμό μείωσης της παρούσας αξίας του χρέους που να είναι συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, αποφεύγοντας και τον αποκαλούμενο «ηθικό κίνδυνο». Η συμφωνία πάντως δίνει ανάσα στην οικονομία, ενώ οι κεφαλαιαγορές θα καθορίζουν τη στάση τους από τις εκθέσεις της τρόικας στη μεταμνημονιακή περίοδο, αλλά και το κατά πόσον η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων θα καθιστούν τη χώρα πιο φιλική στην προσέλκυση επενδύσεων.
Ερώτημα αποτελεί αν η ΕΚΤ θα θεωρήσει τη μεταμνημονιακή επιτήρηση ισοδύναμη με τα προγράμματα, διατηρώντας το waiver στις τράπεζες. Να σημειωθεί ότι παρά την αναβάθμιση της S&P τα ελληνικά ομόλογα απέχουν 4 βαθμίδες ώστε να βρεθούν στην επενδυτική κατηγορία (investment grade), αν και η UBS «βλέπει» περιθώρια ανόδου, καθώς στην αγορά βρίσκονται προς διαπραγμάτευση μόλις 40 δισ. ευρώ ομόλογα ή μόλις το 11% του ελληνικού χρέους, ενώ τα επόμενα χρόνια αναμένονται περιορισμένες νέες εκδόσεις και προσφέρουν ήδη μεγαλύτερη νομική προστασία.

Αξία στους πενταετείς τίτλους

Για τη HSBC, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας έχουν περιοριστεί τα επόμενα χρόνια και το ελληνικό ρίσκο έχει μειωθεί, τα ελληνικά ομόλογα με λήξη μικρότερη της 10ετίας εμφανίζονται ελκυστικά. Το 5ετές ομόλογο εξακολουθεί να έχει αξία, ενώ συστήνει και αγορά 3ετών ομολόγων αν η χώρα βγει στις αγορές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ