Την ώρα που ορισμένοι οικονομολόγοι προβλέπουν οριακή επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2019 και κυρίως το 2020, καθώς η παγκόσμια οικονομία χάνει τη δυναμική της, αγορές, οικονομολόγοι και αναλυτές επικεντρώνονται και στο κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο τα «μαύρα σύννεφα» δείχνουν να πυκνώνουν. Η συγκυρία δεν βοηθά, καθώς ενώ η ελληνική οικονομία προσπαθεί να ανεβάσει ταχύτητες, η παγκόσμια ανάπτυξη φαίνεται πως κατεβάζει ταχύτητες. Η εποχή εξάλλου των χαμηλών επιτοκίων, της άφθονης ρευστότητας και του «τυπώματος χρήματος», της χαμηλής τιμής του πετρελαίου, του «φθηνού» ευρώ, του ελεγχόμενου γεωπολιτικού ρίσκου και των θετικών ρυθμών ανάπτυξης σε όλες σχεδόν τις περιοχές του πλανήτη φθάνει σταδιακά στο τέλος της.
«Εβρεχε» χρήμα
Δεδομένου μάλιστα ότι τη χρυσή εποχή, όταν «έβρεχε» χρήμα 2,5 τρισ. ευρώ στην ευρωζώνη από το περίφημο QE της ΕΚΤ, εμείς (όπως είθισται να λέγεται) «κρατούσαμε ομπρέλες», εκφράζονται φόβοι από ορισμένους οικονομολόγους πως βγαίνουμε από το Μνημόνιο τον Αύγουστο όσον έναν βαθμό, τουλάχιστον, «ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια».
Το φθηνό χρήμα εξάλλου τελειώνει, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη και στις ΗΠΑ αυξάνεται, όπως και οι τιμές του πετρελαίου, ενώ η αντίδραση των ελληνικών ομολόγων που ακολούθησαν τα ιταλικά κατά την πρόσφατη αναταραχή δεικνύει πως η χώρα μας παραμένει ευάλωτη στην πρώτη κρίση, την ώρα που οι αγορές αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως «μια ιδιαίτερη περίπτωση», ακόμη και μετά την περίφημη συμφωνία για το χρέος.

Τα επιτόκια
Το κόστος δανεισμού στον κόσμο αυξάνει καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε το επιτόκιο αναφοράς στο 1,75% με 2%. Αναλυτές εκτιμούν πως η πιο επιθετική στάση (hawkish) του επικεφαλής της Fed Tζερόμ Πάουελ συνηγορεί σε περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων, με αποτέλεσμα να αναμένονται τουλάχιστον άλλες δύο εφέτος και άλλες τρεις με τέσσερις το 2019. Στο πλαίσιο αυτό, οι αποδόσεις στα 10ετή ομόλογα των ΗΠΑ εκτιμάται ότι μπορεί να κινηθούν στην περιοχή του 3,2% και το ερώτημα είναι γιατί να αγοράσει κανείς το ρίσκο της Ελλάδας τοποθετούμενος σε ελληνικά ομόλογα π.χ. στο 4% και όχι αμερικανικούς τίτλους στο 3%. Αναλυτές μάλιστα εκτιμούν πως όσο τα αμερικανικά επιτόκια ανεβαίνουν τόσο τα ομόλογα των ευάλωτων αναδυόμενων αγορών θα βρεθούν στο «κόκκινο».
Την ίδια ώρα ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε το τέλος του περίφημου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης QE ως το τέλος του έτους, κάτι που εκτιμάται επίσης ότι θα μπορούσε να οδηγήσει μακροπρόθεσμα τις αποδόσεις των γερμανικών 10ετών ομολόγων αναφοράς ακόμη και στο 1%-1,20%, συμπαρασύροντας τα ομόλογα του συνόλου της ευρωζώνης και κυρίως των ευάλωτων χωρών της περιφέρειας. Τα επιτόκια εξάλλου στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να αρχίσουν να κινούνται ανοδικά από τα μέσα του 2019 επιτείνοντας τα προβλήματα.
Το τέλος
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως φθάσαμε στο τέλος ενός μοναδικού κύκλου. Λόγω της υπερβολικής παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι θα δούμε το τέλος της 35τούς καθοδικής τάσης στα επιτόκια, δηλαδή στην τιμή του χρήματος. Αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες, δεδομένου ότι ο κόσμος έχει συσσωρεύσει ένα χρέος 237 τρισ. δολαρίων χωρίς να έχει να επιδείξει ως απάντηση κάποια σημαντική ανάπτυξη. Τα οφέλη από το παγκοσμιοποιημένο σύστημα και κυρίως από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών, που έσπευσαν να τροφοδοτήσουν την αγορά με κεφάλαια, συσσωρεύτηκαν σχεδόν αποκλειστικά στους ήδη πλούσιους, ενώ ο μέσος οικονομικός παίκτης δεν κατάφερε να κερδίσει κάτι. Αυτή η διαδικασία ευθύνεται για την εμφάνιση φαινομένων όπως το Brexit και ο Ντόναλντ Τραμπ. Και έτσι σήμερα, ανάφεραν αναλυτές της αγοράς, βιώνουμε την πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Τότε η αντιπαράθεση ήταν μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού. Σήμερα είναι μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικοποίησης, δηλαδή εθνικισμού, ενώ οι συζητήσεις περί εμπορικής πολιτικής και προστατευτισμού πλέον φέρουν την ετικέτα του «εμπορικού πολέμου».

Πολιτικοί κίνδυνοι και εμπορικοί πόλεμοι

Οι πολιτικοί κίνδυνοι αυξάνουν, με τα ερωτήματα των αγορών σε αυτή τη φάση να έχουν να κάνουν με το κατά πόσο η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα εξελιχθούν σε εμπορικούς πολέμους ευρείας κλίμακας. Αν και η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και οι ακόλουθες απειλές για αντίποινα είναι απίθανο να εξαφανιστούν στο άμεσο μέλλον, το βασικό σενάριο των αναλυτών παραμένει ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η επαναδιαπραγμάτευση των υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών και μια νέα συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι στοχευμένοι διμερείς δασμοί μπορεί να συνεχιστούν, αλλά με περιορισμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά ενώ οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις μπορεί να είναι περιορισμένες, οι αγορές θα παρακολουθούν προσεκτικά την κατάσταση καθώς το χρονοδιάγραμμα των πρόσθετων δράσεων είναι αβέβαιο, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τη μεταβλητότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ