Την επιτακτική ανάγκη προώθησης της φορολογικής –μοιραία και δημοσιονομικής –ενοποίησης στην ευρωζώνη αναδεικνύει, αν δεν αποτελεί προοίμιο, ο νέος κύκλος «διώξεων» που εγκαινίασε η ΕΕ εναντίον των Amazon και Apple, καθώς τη φορά αυτή η Κομισιόν βάζει στο στόχαστρο και τους συνεργούς των παγκόσμιων τεχνολογικών γιγάντων στο αδίκημα της φοροδιαφυγής. Πρόκειται για χώρες-εταίρους στην ευρωζώνη, όπως είναι η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, με συντελεστές και συστήματα φορολόγησης που όχι μόνο επιτρέπουν αλλά διευκολύνουν την έκνομη, κατά τις Βρυξέλλες, συμπεριφορά των επιχειρηματικών κολοσσών.
Την καταβολή οφειλομένων φόρων ύψους 250 εκατ. ευρώ ζήτησε την περασμένη Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την Amazon κρίνοντας ότι η αμερικανική εταιρεία πέτυχε μια «άδικη φορολογική συμφωνία» με το Λουξεμβούργο. Παράλληλα η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της Ιρλανδίας επειδή «απέτυχε να συλλέξει φόρους 13 δισ. ευρώ από την Apple».
Παρανομεί
Η Amazon διεμήνυσε ότι δεν οφείλει κανέναν φόρο, υποστηρίζοντας ότι «δεν επωφελήθηκε από καμία ειδική μεταχείριση εκ μέρους του Λουξεμβούργου». Εκπρόσωπος της εταιρείας διευκρίνισε ότι «η Amazon θα μελετήσει τους κοινοτικούς κανόνες και θα αποφασίσει για τις νομικές επιλογές που διαθέτει, της έφεσης συμπεριλαμβανομένης».
Από την άλλη πλευρά, η αρμόδια για τον Ανταγωνισμό επίτροπος της ΕΕ Μαργκρέτε Βεστάγκερ υποστήριξε ότι η συμφωνία με το Λουξεμβούργο είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί στην Amazon να πληρώσει «σημαντικά λιγότερους φόρους συγκριτικά με τις άλλες επιχειρήσεις». Κάτι που, όπως τόνισε η δανέζα επίτροπος, «είναι παράνομο με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικής βοήθειας».
«Το Λουξεμβούργο παρείχε στην Amazon παράνομα φορολογικά οφέλη, με αποτέλεσμα να μην έχουν φορολογηθεί σχεδόν τα τρία τέταρτα από τα κέρδη της εταιρείας» πρόσθεσε η Μαργκρέτε Βεστάγκερ, σημειώνοντας ότι η Amazon πλήρωσε τέσσερις φορές λιγότερο φόρο από όσο πληρώνουν άλλες τοπικές επιχειρήσεις. «Τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να εκχωρούν σε πολυεθνικούς ομίλους επιλεκτικά φορολογικά οφέλη τα οποία δεν απολαμβάνουν άλλες εταιρείες» τόνισε. Σημειωτέον ότι η φορολογική συμφωνία Amazon – Λουξεμβούργου χρονολογείται από το 2003, όταν πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Επιτροπής (και προϊστάμενος της Μαργκρέτε Βεστάγκερ), Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Στο σκαμνί
Εν τω μεταξύ οι υπό την άτεγκτη δανέζα επίτροπο υπηρεσίες (έχουν «χτίσει» παράδοση στην αυστηρότητα οι επίτροποι Ανταγωνισμού, η Βεστάγκερ θα λέγαμε ότι ακολουθεί τα χνάρια των προκατόχων της Χοακίν Αλμούνια και Νέλι Κρους) προσφεύγουν κατά της Apple στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή η αμερικανική εταιρεία δεν έχει επιστρέψει στην κυβέρνηση του Δουβλίνου φορολογικά «χρωστούμενα» 13 δισ. ευρώ. Η Κομισιόν έχει ζητήσει εδώ και ένα έτος από την Apple να καταβάλει το ποσό, καθώς η αμερικανική εταιρεία ευεργετήθηκε με ένα φορολογικό καθεστώς που της επιτρέπει να φορολογείται για τα κέρδη της στην Ιρλανδία με συντελεστή όχι μεγαλύτερο του 1%.
Η ιρλανδική κυβέρνηση χαρακτήρισε «απολύτως απογοητευτική» την απόφαση της Κομισιόν υποστηρίζοντας ότι οι εποπτικές αρχές της ΕΕ αναμειγνύονται στα εσωτερικά της χώρας και παραβιάζουν την εθνική της κυριαρχία. Η Ιρλανδία, η οποία κατέρρευσε οικονομικά το 2008 αλλά σύντομα ανέκαμψε, αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια (και αποτελεσματικά!) στις πιέσεις των δανειστών της να αυξήσει τον συντελεστή εταιρικής φορολόγησης από το 12,5% που παραμένει ως σήμερα. Λίγο αργότερα η Κύπρος, η οποία επίσης δέχθηκε ανάλογες πιέσεις, αύξησε τον συντελεστή της από 10% σε 12,5% ώστε να φθάσει στο επίπεδο της Ιρλανδίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ