Η ελληνική οικονομία «ξύνει» τον πάτο του βαρελιού και πλέον η χαμηλή βάση εκκίνησης δημιουργεί προσδοκίες για την καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης που θα δώσουν ένα τέλος στο υφεσιακό σπιράλ το οποίο ταλαιπώρησε οκτώ χρόνια τη χώρα.
Εκ πρώτης όψεως οι ισχνοί ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ που κατεγράφησαν το πρώτο τρίμηνο του 2017 (+0,4%) και το δεύτερο τρίμηνο του 2017 (+0,8%) δεν αρκούν για να αισθανθούν οι πολίτες την οποιαδήποτε θετική αλλαγή στο εισόδημά τους. Εκτιμάται μάλιστα ότι το φαινόμενο του ελατηρίου δεν αφορά την περίπτωση της Ελλάδας. Θα πρέπει το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2017 να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ πάνω από 3% ώστε να «πιαστεί» ο στόχος του προγράμματος για ανάπτυξη 1,7%- 1,8% το 2017, κάτι που δείχνει πολύ δύσκολο, εκτός αν προκύψει μεγάλη έκπληξη από τα τουριστικά έσοδα.
Μεγάλη διαφορά
Η οποιαδήποτε όμως θετική μεταβολή κάνει μεγάλη διαφορά για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Για τον ιδιωτικό τομέα που πλήρωσε το μεγαλύτερο αντίτιμο της κρίσης με εκατοντάδες «λουκέτα» και εκατοντάδες χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας. Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζουν μια ισχυρή συσχέτιση με την πορεία του ΑΕΠ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εισηγμένες εταιρείες που αποτελούν και τον αφρό του ελληνικού επιχειρείν. Το 2016 –έτος οριακής ανόδου του ΑΕΠ –στην πλειονότητά τους οι εταιρείες (52%) ήταν κερδοφόρες, γεγονός που είχε να συμβεί από το 2009.
Κατά γενική ομολογία οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Οσες άντεξαν αντιμετώπισαν την πιο βίαιη ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας με σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 25% εν καιρώ ειρήνης. Πέρασαν capital controls, έτυχαν πανάκριβης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, πληρώνουν διπλάσιες εργοδοτικές εισφορές σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους και, κυρίως, καλούνται να καταβάλουν από τους υψηλότερους συνδυασμένους φόρους ΦΠΑ 24% και εταιρικό φόρο 29%.

Το «γύρισμα»
Οι διοικήσεις των εταιρειών αυτών που αντιμετώπισαν όλα τα παραπάνω με τις μικρότερες δυνατές απώλειες δικαίως τώρα ελπίζουν πως με το «γύρισμα» της οικονομίας θα δουν καλύτερες ημέρες. Δεν θα άντεχαν ούτε άλλο ένα έτος ύφεσης, αφού τα προγράμματα περικοπής των λειτουργικών δαπανών δεν μπορούν να αποδώσουν άλλο.
Ως σήμερα οι εταιρείες που συστηματικά προσηλώθηκαν στις εξαγωγές και στον τουρισμό διεύρυναν τα μεγέθη τους, ενώ μεγάλοι όμιλοι ακολουθώντας επιθετική εμπορική πολιτική ενίσχυσαν τα μερίδια αγοράς εις βάρος των μικρότερων.
Αντιθέτως, όσες εταιρείες βασίζονται στην εσωτερική κατανάλωση δεινοπαθούν, και μόνο η σκληρή «δίαιτα» των προηγούμενων ετών επέτρεψε την επίτευξη λειτουργικών κερδών, τα οποία στο σύνολό τους κατευθύνονται για να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Ετσι, το μοναδικό αντίδοτο εκτός από την εξωστρέφεια είναι η ανάπτυξη. Ανάπτυξη που θα έρθει μέσα από την πολιτική σταθερότητα, την υιοθέτηση του προγράμματος από την κυβέρνηση, την ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.
Κομβικός παράγοντας σε αυτή την προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων θα είναι η επιτυχής ενεργοποίηση εκτός των ξένων επενδυτών και των ελληνικών κεφαλαίων, είτε βρίσκονται στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό «παρκαρισμένα» σε προθεσμιακές καταθέσεις.

Πλεονέκτημα
Ιδανικό μάλιστα θα είναι ο συνδυασμός ξένων και εγχώριων κεφαλαίων που θα συνασπιστούν για συγκεκριμένες επενδύσεις.
Αυτή την περίοδο η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τους επιχειρηματίες. Οι μισθοί έχουν υποχωρήσει δραστικά και το ανθρώπινο δυναμικό, εκτός του ότι είναι μορφωμένο και εξειδικευμένο, έχει συμβιβαστεί με αυτές τις απολαβές, κάτι που δεν ίσχυε στην αρχή της κρίσης. Σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση της χώρας και το σταθερό της νόμισμα η Ελλάδα είναι σε θέση να προσελκύσει πακτωλό επενδύσεων.
Πολλοί φοβούνται, και δικαίως, το DNA του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο εκδηλώνεται είτε με τα προσκόμματα σε εμβληματικές επενδύσεις, όπως το Ελληνικό και τα Μεταλλεία της Χαλκιδικής, είτε με τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο των αξιολογήσεων. Αν σε αυτόν τον τομέα επικρατήσει η άποψη του Πρωθυπουργού και ορισμένων στελεχών της κυβέρνησης που αντιμετωπίζουν θετικά τις επενδυτικές πρωτοβουλίες και όχι η άποψη του κόμματος, ενδεχομένως να δούμε μεγάλες αλλαγές στην οικονομία.
Ηδη, εκτός από τις ιδιωτικοποιήσεις assets και υποδομών, κεφάλαια κατευθύνονται σε εταιρείες μικρές και δυναμικές που αναζητούν χρηματοδότηση για να επεκταθούν, αλλά και σε μεγάλους ομίλους μέσα από την αναδιάρθρωση των δανείων τους και την παροχή κεφαλαίων κίνησης. Πραγματικό επενδυτικό μπουμ θα υπάρξει όμως μόνο με την παροχή κινήτρων.
Ενας επενδυτής που σήμερα αποφασίζει να επενδύσει στην Ελλάδα δεν έχει κανένα κίνητρο, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είχε τα πρώτα χρόνια χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και για προκαθορισμένο αριθμό εργαζομένων που θα προσλάβει αισθητά μικρότερες εργοδοτικές εισφορές. Εμπειροι παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι οι δύο αυτές πρωτοβουλίες αρκούν για να δούμε μια δυναμική εισροή κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Η σημασία της μεταποίησης και η ισότιμη μεταχείριση

Το θετικό τα τελευταία χρόνια είναι η ενίσχυση της παραγωγικής διαδικασίας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην άνοδο των εξαγωγών. Παρά τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν, με κυριότερα τα capital controls και την έλλειψη ρευστότητας, οι έλληνες εξαγωγείς κατάφεραν το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2017 να αυξήσουν τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές. Κατά το εξεταζόμενο διάστημα η συνολική αξία των εξαγωγών συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά 16,5% στα 16,62 δισ. ευρώ, από 14,27 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο επτάμηνο του 2016.
Παρ’ όλα αυτά η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να υποκαταστήσει μέρος των εισαγωγών που αυξήθηκαν και αυτές με τη σειρά τους και διαμόρφωσαν ένα εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 13,13 δισ. ευρώ.

H ενίσχυση της παραγωγής και της μεταποίησης θα προέλθει μέσα από την ισότιμη μεταχείριση των ελληνικών βιομηχανιών με τους ξένους ανταγωνιστές τους. Μείωση στο ενεργειακό κόστος για ρεύμα και φυσικό αέριο, πληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους, όπως π.χ. επιστροφές ΦΠΑ και πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια με επιτόκια αγοράς και όχι απαγορευτικά επιτόκια που τα διαμόρφωνε η αδυναμία των εγχώριων τραπεζών να χρηματοδοτήσουν ή το ρίσκο της χώρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ