Στους τελευταίους μήνες του 2016 οι μάνατζερ των πολυεθνικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά συνέταξαν –όπως κάθε χρόνο –τα ετήσια reports με τις προβλέψεις και τους στόχους του 2017 και τα έστειλαν στα κεντρικά γραφεία των ομίλων τους, στους προϊσταμένους τους.
Κοινή συνισταμένη σχεδόν όλων των πολυεθνικών ομίλων ήταν ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2017 η πτώση της κατανάλωσης θα κυμανθεί περί το 3% – 4% και, εφόσον η τουριστική κίνηση αυξηθεί έναντι του 2016, τότε στο σύνολο του έτους η αγορά θα κινηθεί εντέλει στα ίδια επίπεδα με το 2016.
Το μήνυμα δηλαδή που έστειλαν πέρυσι οι κορυφαίοι μάνατζερ των πολυεθνικών στα «αφεντικά» τους ήταν πως η ελληνική αγορά τελικά «έπιασε τον πάτο του βαρελιού» και πλέον η άνοδος είναι περίπου μονόδρομος. Και φυσικά, χωρίς να δίνουν σε καμία περίπτωση ιδιαίτερη σημασία στις αισιόδοξες κυβερνητικές –και όχι μόνο –προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% ή 2,7%.
Αυτά ούτε καν τα συζητούσαν, περιορίζονταν απλώς στο 1% – 1,5%. Ολα αυτά όμως τον περασμένο Οκτώβριο και Νοέμβριο, όταν συντάσσονταν τα reports του 2017. Και βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν φαντάζονταν όσα επρόκειτο να αντιμετωπίσουν στους πρώτους μήνες του 2017.
Και εντάξει, η καρδιά τους σφίχτηκε όταν είδαν τα στοιχεία του Ιανουαρίου, αλλά τη δυσάρεστη έκπληξη την απέδωσαν στην κακοκαιρία και στη μείωση των ημερών που τα καταστήματα ήταν ανοικτά τον πρώτο μήνα του χρόνου.
Αλλά οι αναφορές από τα τμήματα πωλήσεων, οι συζητήσεις με τους λιανεμπόρους και τα αποκαρδιωτικά στοιχεία από τις μετρήσεις των εταιρειών έρευνας αγοράς δεν τους άφησαν να πάρουν ανάσα.
Παράγων της αγοράς συνήθως ήπιων τάσεων μιλώντας προς «Το Βήμα» έλεγε ότι «τώρα πλέον δεν μιλάμε για μια πτώση της αγοράς, αλλά για διεύρυνση της φτωχοποίησης ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Αλλες χρονιές αυτή την περίοδο κάναμε λόγο για μείωση 1%, 2% ή 3%, αλλά από την άλλη πλευρά είχαμε και τον πληθωρισμό και η κατάσταση εξισορροπούνταν, τώρα τέτοια πτώση σε περιβάλλον αποπληθωρισμού είναι καταστροφή».
Προφανώς έχει δίκιο η ανησυχία του να αγγίζει τα όρια του πανικού. Ποιος θα φανταζόταν πως στο πρώτο δίμηνο του 2017 οι πωλήσεις του λιανεμπορίου, δηλαδή η αγορά των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, θα έπεφταν κατά 7% – 8% και η πτώση του όγκου των πωλήσεων θα άγγιζε το 10%, ενώ υπάρχουν και κατηγορίες προϊόντων που η πτώση τους πλησιάζει το 15%.
Η πτώση ήταν αιφνίδια
Και αν η πτώση του τζίρου σε έναν βαθμό μπορεί να ερμηνευτεί από την ένταση των προσφορών και τον «πόλεμο των τιμών» που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ των αλυσίδων σουπερμάρκετ, σε ποια αιτία μπορεί να αποδοθεί η πτώση του όγκου των πωλήσεων, αν όχι στη διευρυμένη οικονομική ανέχεια ευρύτατων τμημάτων του πληθυσμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η τάση δεν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Ιανουάριο, αλλά από τον περασμένο Οκτώβριο. Ως και τον Σεπτέμβριο του 2016 η πτώση της αγοράς ήταν λελογισμένη, ενώ υπήρχαν και μήνες ανοδικοί, η κάμψη του Οκτωβρίου κατέλαβε τις προμηθευτικές επιχειρήσεις εξ απήνης.
Η πτώση ήταν αιφνίδια, κανείς δεν την περίμενε –οι αλυσίδες σουπερμάρκετ από την πλευρά τους «απολάμβαναν» τον «πλούτο» των πωλήσεων που είχε «απελευθερώσει» η κατάρρευση της Μαρινόπουλος ΑΕ.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, οι πωλήσεις του 2014 ήταν μειωμένες κατά 1,4% έναντι του 2013, το 2015 μειώθηκαν κατά 2,1% έναντι του προηγούμενου χρόνου και το 2016 μειώθηκαν κατά 6,5%. Η διαφορά είναι προφανής. Μάλιστα το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η μείωση το 2016 κατά 9,6% του κλάδου των τροφίμων –είναι ο κλάδος με τη μεγαλύτερη κάμψη -, τη μικρότερη παρουσίασαν τα είδη σπιτιού κατά 2,4%.
Ενδεικτικό στοιχείο της δυσμενούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει σημαντικό τμήμα του πληθυσμού είναι το γεγονός ότι στη συνολική αγορά του γάλακτος από το 2013 ως και το 2016 χάθηκαν πωλήσεις περίπου 71 εκατ. ευρώ και περίπου 51.000 τόνοι γάλακτος. Στο πρώτο δίμηνο του 2017 η κατάσταση συνεχίζει να επιδεινώνεται αφού η κάμψη είναι 13,5% ως προς την αξία και 10% ως προς τον όγκο, περίπου 4.000 τόνοι λιγότεροι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ