Τέλος τα ψέματα για την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή η ψήφιση μέτρων τα οποία δεν εφαρμόζονται και δεν αποφέρουν τα προβλεπόμενα αποτελέσματα. Στο εξής, αν δεν υλοποιεί τα συμφωνηθέντα και το πρόγραμμα πέφτει έξω, αυτόματα θα ενεργοποιείται «κόφτης» δαπανών που θα το επαναφέρει στους στόχους του.
Αυτό συμφώνησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο Eurogroup. Σε αντάλλαγμα, άνοιξε η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα επιχειρηθεί μέσω μιας νέας προσέγγισης: αντί για οριστική λύση άμεσα, η κυβέρνηση συμφώνησε να υπάρχει βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του χρέους. Οπως εξήγησαν Γερούν Ντάισελμπλουμ και Κλάους Ρέγκλινγκ, η ρύθμιση είναι μια δυναμική διαδικασία που μεταβάλλεται στα χρόνια, ανάλογα με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, την πορεία των επιτοκίων και τη λήξη των δανείων.
Με άλλα λόγια, οι πιστωτές, υπό την πίεση της Κριστίν Λαγκάρντ και του Βολφκανγκ Σόιμπλε, πήραν αυτό που ήθελαν για να εξασφαλίσουν την αξιοπιστία του προγράμματος, χωρίς να δίνουν κάτι χειροπιαστό για το χρέος. Όπως πολύ κομψά το έθεσε ο Ντάισελμπλουμ η θεσμοθέτηση του μηχανισμού που γεφυρώνει τις διαφορετικές εκτιμήσεις ΔΝΤ και Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί «ασφαλιστική δικλίδα» ότι τα μέτρα που συμφωνήθηκαν θα εφαρμοστούν.

«Αν ο απαισιόδοξος
(σ.σ. το ΔΝΤ) αποδειχθεί σωστός, τότε υπάρχει ασφάλεια ότι το πρόγραμμα δεν θα εκτροχιαστεί», εξήγησε ο επικεφαλής του Eurogroup στη συνέντευξη Τύπου. Όπως είπε, το θεσμικό πλαίσιο του μηχανισμού θα είναι λεπτομερές και θα προβλέπει αναλυτικά «τι συμβαίνει, πότε συμβαίνει και ποιος κάνει τι».
Από την πλευρά του κ. Τσακαλώτος εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό». Όπως είπε η θεσμοθέτησή του απλώς προσδίδει «πρόσθετη αξιοπιστία σε μια δέσμευση που ούτως ή άλλως έχουμε αναλάβει».
Πράγμα που σημαίνει ότι αν η κυβέρνηση δεν θέλει να ενεργοποιηθεί ο αυτόματος «κόφτης» δαπανών, θα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Με άλλα λόγια θα είναι αυτή που θα πιέζει για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων και όχι οι πιστωτές, ώστε να αποφύγει μια οριζόντια μείωση δαπανών, δηλαδή μισθών και συντάξεων.
Όπως εξήγησε ο Ντάισελμπλουμ, το ΔΝΤ ζητούσε προληπτικά μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ έως το 2018 διότι εκτιμά ότι τα μέτρα ύψους 5,4 δισ. ευρώ που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο δεν επαρκούν για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και η ελληνική πλευρά υποστήριζε ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να νομοθετήσει προκαταβολικά μέτρα.
Έτσι, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στο Eurogroup, η Ελλάδα να δημιουργήσει τον μηχανισμό λήψης έκτακτων μέτρων, ο οποίος θα ενεργοποιείται σε περίπτωση που το δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπολείπεται του στόχου. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση θα φέρει από «την πίσω πόρτα» στη Βουλή αυτό που κατήγγειλε το περασμένο Σαββατοκύριακο κατά τη συζήτηση και ψήφιση του Ασφαλιστικού και Φορολογικού νομοσχεδίου.
Σύμφωνα με τον έλληνα υπουργό Οικονομικών, ο μηχανισμός, αν χρειαστεί, θα ενεργοποιηθεί τον Απρίλιο – Μάιο του 2017, όταν θα έχει γίνει γνωστό το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016, δηλαδή αν η Ελλάδα έπιασε πρωτογενές πλεόνασμα 0,5%. Αν το πλεόνασμα είναι μικρότερο ή αν είναι έλλειμμα, τότε με Προεδρικό Διάταγμα θα ενεργοποιείται ο μηχανισμός, ο οποίος θα προχωρεί σε οριζόντιες μειώσεις δαπανών.
Ο κ. Τσακαλώτος διευκρίνισε ότι θα εξαιρούνται ευαίσθητοι τομείς, όπως επιδόματα ανεργίας και αμυντικές δαπάνες. Σύμφωνα πάντως με τον Ντάισελμπλουμ οι περικοπές θα αφορούν και τομείς χωρίς τη διακριτική ευχέρεια επιλογής της κυβέρνησης (non discretionary).
Αν τώρα ο μηχανισμός δεν φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, τότε η κυβέρνηση με την κατάθεση του επόμενου σχεδίου Προϋπολογισμού (αρχής γενομένης, αν χρειαστεί, τον Οκτώβριο του 2017) θα λαμβάνει πρόσθετα μέτρα, τόσο εισπρακτικά όσο και περικοπές δαπανών, για να πετύχει τον στόχο.
Όσον αφορά το προσδοκώμενο «αντίδωρο» της ελάφρυνσης του χρέους, οι Ευρωπαίοι κατά πάγια τακτική τους μετέφεραν για ακόμα μια φορά τη λύση στο μέλλον. Αρχικά θα εξετάσουν το χρέος βραχυπρόθεσμα, δηλαδή, όπως εξήγησε ο Ρέγκλινγκ, αν δημιουργεί προβλήματα στο πρόγραμμα το 2016 και θα κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές.
Στη συνέχεια θα προβούν σε μεσοπρόθεσμη ανάλυση βιωσιμότητας για όλη τη διάρκεια του προγράμματος, μέχρι το τέλος του 2018 αρχές 2019 και αν χρειαστεί θα πάρουν μέτρα, χρησιμοποιώντας ακόμα και τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία μέχρι τώρα επέστρεφαν στην ελληνική κυβέρνηση.
Σε τρίτη φάση, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, θα επανεξετάσουν το χρέος μακροπρόθεσμα.
Μάλιστα εγκατέλειψαν τη λογική της εξέλιξης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αντ΄αυτής υιοθέτησαν την εξέλιξη του κόστους εξυπηρέτησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, που μέχρι το 2022 κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, περί το 4% του ΑΕΠ, όπως επισήμανε ο Ρέγκλινγκ.
Πρόκειται για την προσέγγιση που είχε προωθήσει η κυβέρνηση ΣαμαράΒενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι βραχυπρόθεσμα το χρέος είναι βιώσιμο αφού η Ελλάδα είναι σε θέση να το εξυπηρετεί, η οποία της επέτρεψε να επιστρέψει προσωρινά στις αγορές.
Τη λογική αυτή που η κυβέρνηση καλείται να υιοθετήσει, κατήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας κατήγγειλε ως τώρα και και μάλιστα ιδιαίτερα έντονα στη Βουλή το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Πάντως ο Ντάισελμπλουμ επανέλαβε για ακόμα μια φορά ότι το «κούρεμα» αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τους ευρωπαίους, ενώ ο Ρέγκλινγκ εξήγησε ότι η ρύθμιση του χρέους και η βιωσιμότητά του είναι μια διαρκής διαδικασία, καθ΄όλη τη διάρκειά του που εκτείνεται σε βάθος 30ετίας και σχετίζεται με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, τα επιτόκια και τις λήξεις όλο αυτό το διάστημα.