Περίπου πριν από ένα έτος ετέθη ως προτεραιότητα στην Ευρώπη η ανάγκη για μια βιομηχανική αναγέννηση με στόχο η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ, που σήμερα είναι στο 15%, να επανέλθει στο 20% με ορίζοντα το 2020.
Πόσο δρόμο όμως έχει να διανύσει η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία για να καλύψει την απόσταση από το 9% του ΑΕΠ όπου βρίσκεται σήμερα και να πλησιάσει τον στόχο του 20% το 2020;
Η κρίση του 2009-2014 έφερε μείωση στη ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία να έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλες τις βιομηχανίες, ιδιαίτερα όμως εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών και που από τη φύση τους απευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά (π.χ., τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία, διέλαση αλουμινίου).
Οι εξαγωγές
Η εσωτερική αγορά σε αυτούς τους κλάδους έχει καταρρεύσει και οι εξαγωγές αποτελούν τη μόνη διέξοδο ανάγκης για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Οι εξαγωγές όμως προϊόντων όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο έχουν να αντιμετωπίσουν λόγω της φύσης τους υψηλό μεταφορικό κόστος και διεθνή ανταγωνισμό σε αγορές που αναπτύσσονται με αργούς ρυθμούς.
Ανταγωνιστικότητα όμως σημαίνει χαμηλό κόστος μεταποίησης των παραγομένων προϊόντων, κυρίως του κόστους εργασίας, του κόστους χρηματοδότησης και του κόστους ενέργειας. Ενώ όμως οι μισθοί έχουν σημαντικά μειωθεί από το 2010 και το κόστος χρηματοδότησης βρίσκεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, αντίθετα συνεχώς αυξάνεται το κόστος ενέργειας, που αποτελεί για πολλές βιομηχανίες τον κύριο παράγοντα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η ενέργεια είναι βασικός παράγοντας κόστους για τους περισσότερους κλάδους της βιομηχανίας, μεγάλης και μικρομεσαίας. Ειδικότερα στους κλάδους εντάσεως ενέργειας (χαλυβουργία, τσιμέντο, μεταλλουργία, χημική βιομηχανία κ.τ.λ.) το κόστος ενέργειας αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κόστους, που μπορεί να φτάνει και το 50% του κόστους της παραγωγικής διαδικασίας και να ξεπερνά το εργατικό κόστος.
Το κόστος ενέργειας αποτελεί κύριο παράγοντα ανταγωνιστικότητας σε διεθνές επίπεδο, μια και διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Αντίθετα, οι πρώτες ύλες τιμολογούνται συνήθως βάσει διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών, όπως άλλωστε και το τελικό προϊόν. Το κόστος ενέργειας είναι λοιπόν αυτό που καθιστά μια επιχείρηση διεθνώς ανταγωνιστική ή όχι.
Πρόσφατα στοιχεία και μελέτες δείχνουν όμως ότι στην Ελλάδα το κόστος της ενέργειας –του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου –είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Πώς να ανταγωνιστούμε τους ευρωπαίους εταίρους όταν το κόστος ενέργειας είναι στη χώρα μας από 30% ως 100% ακριβότερο;
Στήριξη
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στηρίζουν τη βιομηχανία τους εξασφαλίζοντας για αυτές τιμές ενέργειας ανταγωνιστικές. Τις απαλλάσσουν ή περιορίζουν σημαντικά τις ρυθμιζόμενες επιβαρύνσεις και φορολογίες της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, όπως ειδικούς φόρους κατανάλωσης, εισφορές υπέρ των ΑΠΕ, ΥΚΩ κ.τ.λ. Επιπλέον εγκρίνουν συστήματα διακοψιμότητας, εικονικών εισαγωγών – swaps κ.ά. Πρέπει επομένως να ληφθούν μια σειρά μέτρα μείωσης του κόστους ενέργειας ώστε η Ελλάδα και η οικονομία της να επανακτήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.
5 μέτρα για μείωση στα τιμολόγια

(Μελέτη της Roland Berger σχετικά με τα κόστη που πληρώνουν για ηλεκτρικό ρεύμα σε Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία)

Αποκαλυπτική είναι η μελέτη του γερμανικού οίκου συμβούλων Roland Berger σχετικά με τα κόστη που πληρώνουν για ηλεκτρικό ρεύμα οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Γερμανία που έγινε για λογαριασμό της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ).

Στη μελέτη έγινε αναφορά στα επίσημα στοιχεία της Eurostat που δείχνουν τα ελληνικά τιμολόγια άκρως ανταγωνιστικά αλλά με τη διαφορά ότι σε αυτά δεν είναι ενσωματωμένες οι εκπτώσεις που παρέχονται στη βαριά βιομηχανία από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Roland Berger, η τελική μέση τιμή στο τιμολόγιο για μια βιομηχανία με κατανάλωση πάνω από 150 γιγαβατώρες στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων των επίσημων εκπτώσεων, των διμερών συμβάσεων και των συμβάσεων διακοψιμότητας, είναι 48 ευρώ η μεγαβατώρα, στην Ιταλία 52 ευρώ η μεγαβατώρα, στην Ισπανία 48 ευρώ η μεγαβατώρα και στην Ελλάδα 62 ευρώ η μεγαβατώρα. Η χαμηλότερη τιμή που προσφέρεται σήμερα στην Ελλάδα είναι 45 ευρώ η μεγαβατώρα αλλά αφορά τρεις μόνο χαλυβουργίες –επί συνόλου 80 ενεργοβόρων βιομηχανιών –οι οποίες λειτουργούν μόνο βράδυ. Οι αντίστοιχες μειώσεις για ευέλικτη λειτουργία που ισχύουν στη Γερμανία και στην Ιταλία οδηγούν σε τιμολόγια 38 και 35 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνουν σε καμία περίπτωση μόνο νυχτερινή λειτουργία.
Σύμφωνα με τη μελέτη, θα μπορούσαν να ληφθούν αμέσως πέντε μέτρα ώστε να μετριαστεί το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ελληνικής βιομηχανίας.
Μεταξύ αυτών αναφέρεται η διατήρηση των εκπτώσεων που έχει δώσει η ΔΕΗ και τα επόμενα χρόνια, αφού σήμερα είναι υπό αίρεση, η εφαρμογή των συμβάσεων διακοψιμότητας, η μείωση των φόρων και των τελών, η εφαρμογή δημοπρασιών με ευθύνη της ΡΑΕ και βεβαίως να υπάρξει πραγματικό άνοιγμα της αγοράς.

Βιομηχανίες: Οργή για τις προτάσεις των δανειστών

Εντονες είναι οι πρώτες αντιδράσεις παραγόντων των ενεργοβόρων βιομηχανιών σχετικά με την πρόταση των δανειστών να επανεξεταστούν οι εκπτώσεις 20% που δίνει στις επιχειρήσεις η ΔΕΗ.

«Την ώρα που μέλημα των δανειστών θα έπρεπε να ήταν η αύξηση της παραγωγής και η ενίσχυση του ΑΕΠ, μέσα από ένα κείμενο επτά σελίδων προκύπτει ότι προτεραιότητά τους είναι η κατάργηση των εκπτώσεων. Αυτό προκαλεί πολλά ερωτηματικά αφού οι εκπτώσεις δόθηκαν για το νυχτερινό ρεύμα, δηλαδή αφορά λίγες επιχειρήσεις και είναι μια πρακτική που ακολουθείται από πολλές ευρωπαϊκές χώρες», αναφέρουν στο «Βήμα της Κυριακής» στελέχη της ΕΒΙΚΕΝ και προσθέτουν: «Οι εκπτώσεις στην Ελλάδα ήταν αναγκαίες γιατί εδώ έχουμε μονοπώλιο στην προμήθεια. Τώρα ζητούν να προμηθευόμαστε ρεύμα σύμφωνα με το κόστος της ΔΕΗ που η ίδια το προσδιορίζει σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι φανερό ότι θέλουν να κλείσουμε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ