Την εποχή λίγο μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ θυμίζει επιτοκιακά η εγχώρια αγορά καταθέσεων. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο περιόδων η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων στους κλασικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, πρώτης ζήτησης και κλειστούς. Το 2002 η πτώση ήταν αποτέλεσμα της μετάβασης από τη δραχμή στο ευρώ και το 2014 της ομαλοποίησης των συνθηκών μετά από τέσσερα χρόνια βαθιάς κρίσης.

Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που τείνει να παγιωθεί αναμένεται να προκαλέσει στροφή των αποταμιευτών/επενδυτών σε πιο σύνθετα προϊόντα. «Αναμένουμε ενίσχυση της ζήτησης για υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και για τον λόγο αυτόν προετοιμαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση» τονίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου. Οπως εξηγεί, «εφόσον επιβεβαιωθεί η έξοδος από την ύφεση και με δεδομένη την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για χαλαρή νομισματική πολιτική τα επόμενα χρόνια, τα επιτόκια στην Ελλάδα θα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα».


Κάτω από το 2%
Το γεγονός αυτό, προσθέτει ο ίδιος, θα επιδράσει καταλυτικά στην ελκυστικότητα των προθεσμιακών καταθέσεων που προσφέρονται στην εγχώρια αγορά. Ηδη οι αποδόσεις τους έχουν μειωθεί σημαντικά, αποτυπώνοντας τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και της φερεγγυότητας των ελληνικών τραπεζών μετά από δύο επιτυχημένους γύρους ανακεφαλαιοποίησης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών καταθέσεων με διάρκεια ως 1 έτος υποχώρησε τον περασμένο Αύγουστο στο 2,13% ενώ στα προϊόντα διάρκειας από 13 ως 24 μήνες διαμορφώθηκε στο 1,90%. Οι παραπάνω αποδόσεις είναι μειωμένες κατά 60% περίπου σε σχέση με το απόγειο της κρίσης στα μέσα του 2012, όταν οι τράπεζες πλειοδοτούσαν για να συγκρατήσουν τις εκροές καταθέσεων.

Μέσα στο τελευταίο δίμηνο οι τράπεζες προχώρησαν σε έναν ακόμη κύκλο περικοπών στα επιτόκια, τα οποία πλέον δεν ξεπερνούν το 2% ανεξάρτητα από τη διάρκεια και το ποσό της κατάθεσης. Επιπλέον, η καμπύλη των αποδόσεων έχει γίνει επίπεδη, δηλαδή προσφέρεται ίδια ετησιοποιημένη ανταμοιβή ανεξάρτητα από τον χρόνο ωρίμασης του προϊόντος. Είναι ενδεικτικό ότι μία κατάθεση ενός μηνός μπορεί να έχει το ίδιο επιτόκιο ακόμη και με μία 18μηνη προθεσμιακή. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η διαδρομή πτώσης των αποδόσεων βρίσκεται κοντά στο τέλος της.

Ελκυστικές λύσεις
Σε κάθε περίπτωση όμως τα επιτόκια αυτά είναι βέβαιο ότι δεν ικανοποιούν πλέον σημαντική μερίδα αποταμιευτών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια πετύχαιναν μία ετήσια αύξηση του κεφαλαίου τους ως και 5%, χωρίς κανένα ρίσκο σχετιζόμενο με το προϊόν που αγόραζαν. Πλέον, τονίζουν τραπεζικοί κύκλοι, ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των καταθετών αναζητεί ελκυστικότερα επιτόκια, αποδεχόμενο να εκτεθεί ελεγχόμενα στους κινδύνους των αγορών. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες έχουν ήδη πραγματοποιήσει κινήσεις αναβάθμισης των υπηρεσιών επενδυτικής συμβουλευτικής που προσφέρουν και αναμένεται να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αγορά του personal banking, η οποία υπολογίζεται στα 40 δισ. ευρώ σήμερα. Πρόκειται για περίπου 300.000 νοικοκυριά με ρευστά διαθέσιμα της τάξεως των 60.000 ευρώ και άνω, που αποτελούν μια χαμηλού ρίσκου πηγή εσόδων για τις τράπεζες. Ηδη έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές κινήσεις στον συγκεκριμένο τομέα του banking.

Η Alpha Bank εξαγόρασε τη Citi Ελλάδος και ετοιμάζει μία νέα υπηρεσία personal banking αξιοποιώντας την τεχνογνωσία του αμερικανικού ομίλου με προίκα ένα χαρτοφυλάκιο wealth management ύψους 900 εκατ. ευρώ, ενώ η Εθνική Τράπεζα δημιουργεί ένα νέο δίκτυο, που θα περιλαμβάνει ακόμη και καταστήματα αποκλειστικά για πελάτες personal banking. Από την άλλη πλευρά η Eurobank διαθέτει ένα ισχυρό δίκτυο personal bankers σε κάθε κατάστημά της, καθώς κινήθηκε πιο γρήγορα από τον ανταγωνισμό στο «χτίσιμό» του από την περασμένη δεκαετία, ενώ και η Τράπεζα Πειραιώς ετοιμάζεται για την αναβάθμιση της δικής της υπηρεσίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ