«Η Ελλάδα είναι μια εκπληκτική χώρα. Εχει όλα όσα μια επιχείρηση ή ένας ταξιδιώτης αναψυχής θα επιθυμούσε. Διαθέτει εξαιρετική κουζίνα, υπέροχα ξενοδοχεία και θέρετρα, κότερα, βίλες, παραλίες, άμμο, γαλάζια θάλασσα. Τα πάντα. Το πρόβλημα είναι ότι πουλιέται φθηνά». Το καίριο αυτό σχόλιο διατυπώνει ο παρουσιαστής και παραγωγός της τηλεοπτικής εκπομπής του Travel Channel «Inside Luxury Travel» κ. Βαρούν Σάρμα.
Την άποψη ενισχύει ο καθηγητής στην έδρα Πολυτελούς Φιλοξενίας της École hôtelière de Lausanne κ. Σαμάντ Λααρούσι. Η στροφή στην πολυτέλεια, όπως η έννοια ορίζεται από τις νέες τάσεις, απομακρύνεται από τη φαντασμαγορία και προϋποθέτει τον σεβασμό και την αναγνώριση «της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διατήρηση της αυθεντικότητας του προορισμού, σε συνδυασμό με την εξαιρετική ποιότητα των υπηρεσιών στη φιλοξενία» δηλώνει.

Ο νέος τρόπος


Η Ελλάδα «έχει όλη την πολιτιστική κληρονομιά, τη γαστρονομία και τη φύση για να τοποθετηθεί ως πολυτελής προορισμός στη διεθνή αγορά» υποστηρίζει, αναφέροντας ότι «αυτός είναι ο νέος τρόπος κατανάλωσης της πολυτέλειας». Για να επιτύχει αυτόν τον στόχο «ο καλύτερος τρόπος είναι να επικεντρωθεί σε αυτά που θα κάνουν τον προορισμό να ξεχωρίσει στο διεθνές περιβάλλον, στο τρίπτυχο αυθεντικότητα – φύση – πολιτισμός», σε συνδυασμό με τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. «Η Ελλάδα πρέπει να προωθηθεί ενιαία, όχι μόνο σε επίπεδο ξενοδοχείων» σημειώνει ο κ. Λααρούσι, ο οποίος θα είναι από τους βασικούς ομιλητές στο 2ο συνέδριο Luxury Hospitality στις 13 και 14 Οκτωβρίου που συνδιοργανώνουν οι International New York Times και η École hôtelière de Lausanne στην Αθήνα.
Επειγόντως αναβάθμιση


Στην Ελλάδα 20% των ξενοδοχειακών υποδομών υπάγονται σε διεθνείς αλυσίδες, ενώ το υπόλοιπο 80% είναι ανεξάρτητες μονάδες.
Πάνω από 80% των ξενοδοχειακών υποδομών στη χώρα είναι χαμηλών κατηγοριών, καθιστώντας αναγκαία την αναβάθμισή τους.

«Οταν η Ελλάδα αντιληφθεί ότι ένας ταξιδιώτης της πολυτέλειας συνεισφέρει περισσότερο από δέκα τουρίστες με σακίδια (backpackers), τότε η χώρα θα εξελιχθεί»
υπογραμμίζει από την πλευρά του ο κ. Σάρμα, επισημαίνοντας ότι στην Αθήνα, «υπάρχουν δύο, ίσως και τρία πολυτελή ξενοδοχεία –αυτό είναι εξωφρενικό! Πού είναι τα εμπορικά σήματα των Four Seasons, Ritz-Carlton και Rosewood; Αν η Ελλάδα δεν στοχεύσει στην υψηλή κατηγορία της αγοράς, θα παραμείνει για πάντα ένας «φτωχός συγγενής» στην Ευρώπη σε σχέση με την Τουρκία και την Ιταλία, και αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως. Χαίρομαι που βλέπω ότι οργανισμοί σαν τη Marketing Greece έχουν δημιουργηθεί για να αρχίσουν να προωθούν τις πολυτελείς υπηρεσίες και προϊόντα της Ελλάδας. Νομίζω ότι η αναγνώριση από πλευράς της κυβέρνησης θα βοηθούσε. Καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα χρειάζεται να δείξει ότι προσπαθεί να προσελκύσει όλα τα είδη του τουρισμού –στο πλαίσιο των οικονομικών ζητημάτων του παρελθόντος, αλλά το κυνήγι των αριθμών δεν είναι η απάντηση. Η ποιότητα είναι καλύτερη από την ποσότητα».
Η Αθήνα επανέρχεται


Ο κ. Λααρούσι σημειώνει το πλήγμα που υπέστη η «εικόνα της χώρας από την πολιτική και οικονομική κατάσταση τα προηγούμενα χρόνια». Κάτι που αντιστράφηκε όμως, όπως επιβεβαιώνει και η πρόσφατη μελέτη της Σχολής της Λωζάννης, καθώς το 2014 η Αθήνα ήταν η πόλη με τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση σε σύγκριση με το 2013, σε ό,τι αφορά αναζητήσεις στο Διαδίκτυο για πολυτελή ή και boutique ξενοδοχεία. «Αυτό δείχνει ότι η Αθήνα επανέρχεται και κατ’ επέκταση η Ελλάδα» εκτιμά. Στην κορυφή αυτής της λίστας είναι πόλεις όπως η Ρώμη και η Βαρκελώνη.
«Η πολυτέλεια στα ταξίδια δεν εξελίσσεται όσο επαναπροσδιορίζεται» κατά τον δημοφιλή παραγωγό του Travel Channel, ο οποίος υπογραμμίζει ότι το 5% του πληθυσμού της πολυτέλειας σήμερα έχει αυξηθεί σε 10% και οι απαιτήσεις έχουν ενισχυθεί. Στα ξενοδοχεία το κριτήριο της πολυτέλειας πέρασε από διάφορα στάδια, από τα «εστιατόρια με υπογραφή», στα spa, στην τεχνολογία, επιστρέφοντας κατά καιρούς σε αυτά. «Ωστόσο οι υπηρεσίες παραμένουν βασιλιάς και κάθε σκέλος της αγοράς της πολυτέλειας καθορίζεται από τις υπηρεσίες του». Με τον κόσμο να γίνεται μικρότερος «οι πωλητές πρέπει να διαφοροποιηθούν, να προσλάβουν πολύγλωσσο προσωπικό και να προσφέρουν τα πάντα σε όλους» λέει και επισημαίνει ότι «η επιτυχία στην πολυτέλεια προϋποθέτει άριστη εξυπηρέτηση –άψογο σέρβις –ξανά και ξανά» καταλήγει.


Ποιότητα και προσβασιμότητα
Βαρούν Σάρμα: «Επενδύστε στην προσέλκυση της πλούσιας αγοράς»

Για τα νέα τουριστικά εγχειρήματα ο κύριος στόχος θα πρέπει να είναι «με μια λέξη η πολυτέλεια» τονίζει ο κ. Σάρμα. «Οταν υπάρχει ένα πολυτελές σήμα στην περιοχή, τα άλλα σήματα αναβαθμίζονται για να είναι ανταγωνιστικά» εξηγεί και αναφέρεται στην αλλαγή που πυροδότησε στην αγορά του Λονδίνου η έλευση της αλυσίδας Mandarin Oriental στο Hyde Park, ανανεώνοντας το ξενοδοχειακό δυναμικό. «Ακόμη και η παλιά φρουρά, όπως το «Savoy» και το «Claridges», προχώρησαν σε μαζικές και επιτυχημένες επενδύσεις για να είναι ανταγωνιστικά» λέει. Και προσθέτει ότι «πρόσφατα η Ελλάδα απέκτησε ένα Aman resort, το πρώτο από τα μεγάλα διεθνή ξενοδοχειακά σήματα της υπερπολυτέλειας. Αν ανοίξουν περισσότερα από αυτά, θα δημιουργηθεί μια νέα και πλούσια αγορά για τη χώρα. Σκεφθείτε την ποιότητα και την προσβασιμότητα και αυτή η αγορά θα έρθει» καταλήγει.
Εχοντας διανύσει ήδη δύο χρόνια επιτυχημένης λειτουργίας, το Amanzoe resort είναι επένδυση που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος άνω των 300 εκατ. ευρώ που υλοποιεί στην περιοχή του Κρανιδίου η Dolphin Capital Investors (DCI), εγκαινιάζοντας εφέτος μία ακόμα μονάδα, το Nikki Beach Resort & Spa, στο Πόρτο Χέλι. Το τελευταίο αποτελεί τη β’ φάση υλοποίησης του έργου Porto Heli Collection στην Αργολίδα, ένα από τα 14 πρότζεκτ σύνθετων τουριστικών επενδύσεων που αναπτύσσει η DCI, με επτά στην Ελλάδα και επτά στο εξωτερικό.
Τους δημοφιλείς μήνες το Amanzoe resort, που θα παραμείνει ανοιχτό ως τις 6 Ιανουαρίου, είχε πληρότητα 100%, με μέση τιμή διαμονής τα 1.500 ευρώ. Πάνω από το 30% των πελατών του χρησιμοποιούν ελικόπτερο για τη μετακίνησή τους από και προς την Αθήνα, ενώ καταναλώνουν περισσότερα από 450 ευρώ ανά δωμάτιο την ημέρα, πέρα από το κόστος διαμονής. Επίσης, στο δυναμικό του ξενοδοχείου προστέθηκαν εφέτος και τέσσερις βίλες προς ενοικίαση, οι οποίες επίσης είχαν μεγάλη ζήτηση. Οιβίλες κατασκευάζονται μόνο κατόπιν πωλήσεως, με τιμές που κυμαίνονται από 3 ως 15 εκατ. ευρώ και μέση τιμή τα 7 εκατ. ευρώ ενώ μέχρι στιγμής έχουν πουληθεί 13.
Οι επιδόσεις του πολυτελούς θερέτρου δείχνουν ότι «η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει διεθνώς αναγνωρισμένα brandsπου διαθέτουν και τουριστικές κατοικίες, τα οποία με τη σειρά τους φέρνουν υψηλό και ποιοτικό τουρισμό στη χώρα μας με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ευρύτερη κοινωνία» σημειώνει η διευθύντρια Επενδυτικών Σχέσεων και Μάρκετινγκ της DCI κυρία Κατερίνα Κατώπη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ