«Μικρό καλάθι» κρατούν οι ελληνικές τράπεζες ως προς τον βαθμό επίδρασης στην εγχώρια αγορά των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που θα εφαρμόσει το επόμενο διάστημα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Ο διοικητής της Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε την Πέμπτη τη χαλάρωση των κριτηρίων για τη συμμετοχή τραπεζών του Νότου στο πρόγραμμα αγοράς τιτλοποιημένων δανείων, το οποίο θα «τρέξει» από το δ’ τρίμηνο του έτους.
Οι άλλες δύο δράσεις που έχουν εξαγγελθεί αφορούν την αγορά από την Ευρωτράπεζα καλυμμένων ομολόγων και τη χορήγηση ρευστότητας μέσω της δεύτερης ενισχυτικής για τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία, πράξης κύριας αναχρηματοδότησης, η οποία θα υλοποιηθεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Τραπεζικές πηγές υποστηρίζουν ότι η βοήθεια από την ΕΚΤ είναι σε κάθε περίπτωση ευπρόσδεκτη και αναγκαία για τη στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Σημειώνουν ωστόσο ότι για να καταγραφεί αύξηση των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος και να επιβεβαιωθούν οι τάσεις ανάκαμψης που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται στα τελευταία τρίμηνα.
«Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσουν οι τράπεζες να προχωρήσουν σε νέες χορηγήσεις» τονίζουν σχετικά τραπεζικοί κύκλοι, υπογραμμίζοντας ότι «παρά τα προβλήματα στον κλάδο υπάρχει αυτή τη στιγμή πλεονάζουσα ρευστότητα, η οποία ωστόσο δεν διοχετεύεται στην αγορά λόγω της μειωμένης υγιούς ζήτησης».

Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στην πρώτη πράξη κύριας αναχρηματοδότησης που διεξήχθη πριν από λίγες ημέρες οι ελληνικές τράπεζες δεν εξάντλησαν τα περιθώρια δανεισμού που είχαν, αντλώντας περί τα 5 δισ. ευρώ, περίπου τα μισά από αυτά που τους αναλογούν. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια χορηγούνται από την ΕΚΤ για διάστημα 4 ετών, ωστόσο εάν δεν δοθούν σε επιχειρήσεις θα πρέπει να επιστραφούν μέσα σε δύο χρόνια.
Αν και υπάρχει ο δεύτερος γύρος του Δεκεμβρίου για την άντληση των υπολοίπων ποσών από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, το γεγονός ότι δεν βιάστηκαν να τα λάβουν τον Σεπτέμβριο αποτελεί σαφή ένδειξη των εκτιμήσεών τους για αργή ανάκαμψη της αγοράς τους επόμενους μήνες.
Τα λάθη του παρελθόντος

«Το πιο βασικό από όλα είναι να μειωθεί ο κίνδυνος χώρας» τονίζει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, υπογραμμίζοντας ότι «για να υπάρξει αύξηση των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει από τη μία πλευρά να βελτιωθεί το μακροοικονομικό περιβάλλον και από την άλλη να ξεκινήσουν δραστηριότητες σε παραγωγικούς κλάδους». Οπως εξηγεί ο ίδιος, «αυτή τη στιγμή η ζήτηση για χρήμα προέρχεται κατά κύριο λόγο από επιχειρηματίες με σοβαρά προβλήματα και από σχήματα που αναζητούν κεφάλαια για την ανάπτυξη κορεσμένων δραστηριοτήτων, χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, όπου το μεγαλύτερο μέρος των δανείων κατέληγαν σε κατανάλωση και εισαγωγές».

Χρηματιστηριακός αναλυτής πάντως σημειώνει ότι τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η ΕΚΤ θα βοηθήσουν σημαντικά τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στο μέτωπο της ρευστότητας. Οπως επισημαίνει, η σχέση δανείων προς καταθέσεις παραμένει υψηλότερα από το 100% στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, «κενό» που καλύπτεται μέχρι στιγμής κυρίως από τη χρηματοδότηση της Ευρωτράπεζας. Ως εκ τούτου, ο δανεισμός από την ΕΚΤ θα πρέπει να διατηρηθεί μέχρι την αύξηση των καταθέσεων ή την πλήρη επανασύνδεση της χώρας με τις αγορές. Τα μέτρα λοιπόν της ΕΚΤ έχουν κυρίως αυτόν τον σκοπό: να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό και να βοηθήσουν όσο μπορούν περισσότερο την προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας.
Πρόκειται για μία κρίσιμη εξέλιξη εν όψει της λήξης αποδοχής των κρατικών εγγυήσεων από την ΕΚΤ τον ερχόμενο Μάρτιο, καθώς οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να αντικαταστήσουν αυτά τα ενέχυρα με νέα που θα είναι επιλέξιμα από το Ευρωσύστημα. Διαφορετικά θα πρέπει να επιστρέψουν στην ΕΚΤ τα ποσά που έχουν δανειστεί.
Οι προϋποθέσεις

Σύμφωνα με έκθεση της Citi με ημερομηνία 2/10, η αξία των τιτλοποιημένων δανείων (ABS) και καλυμμένων ομολόγων που διατηρούν οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ανέρχονται σε 44 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 12% του ενεργητικού τους. Από αυτά, 22 δισ. ευρώ ανήκουν στην Εθνική, 8 δισ. ευρώ στην Alpha Bank, 7 δισ. ευρώ στην Πειραιώς και 7 δισ. ευρώ στη Eurobank.
Ακόμη πάντως δεν μπορεί να εκτιμηθεί το ποσοστό των τίτλων που θα μπορούν να πουληθούν στην ΕΚΤ προς άντληση ρευστότητας. Οπως είπε ο κ. Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε μετά τη συνεδρίαση του ΔΣ της τράπεζας την Πέμπτη το απόγευμα, «θέλουμε να είμαστε όσο πιο περιεκτικοί γίνεται. Εχουμε αποφασίσει να συμπεριλάβουμε χώρες που έχουν αξιολόγηση κάτω από ΒΒΒ-, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, με δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να υπάρξει μια σειρά μέτρα που θα περιορίσουν τον ρίσκο για τις αγορές που θα γίνουν εκεί, ώστε τα στοιχεία ενεργητικού που αγοράζονται να έχουν ανάλογο ρίσκο με τα στοιχεία που αγοράζονται σε άλλες χώρας. Και υπάρχει και μια δεύτερη προϋπόθεση, η οποία βασικά είναι ότι οι χώρες θα έχουν ένα πρόγραμμα με την ΕΕ».

Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ απέφυγε να δώσει συγκεκριμένα νούμερα για το συνολικό μέγεθος του προγράμματος. Η Citi στην έκθεσή της σημείωσε ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να δεχτεί μόνο τα ελληνικά ABS που έχουν υψηλή διαβάθμιση. Οι οικονομολόγοι του αμερικανικού οίκου ανέφεραν ως παράδειγμα την περίπτωση της Alpha Bank, η οποία από τα 4,2 δισ. ευρώ ABS που διαθέτει, μόνο τα 2,3 δισ. ευρώ είναι υψηλής διαβάθμισης, ενώ αν προστεθούν και τα καλυμμένα ομόλογα, οι επιλέξιμοι τίτλοι της τράπεζας ανέρχονται στο 8,3% του συνολικού της ενεργητικού.

HeliosPlus