Την εκτίμηση ότι για να στηριχτεί το νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης στις επενδύσεις (αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων) και στην ανταγωνιστικότητα (αποφυγή μελλοντικών εμπορικών ελλειμμάτων) θα πρέπει αναγκαστικά να αυξηθεί το εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης, διατυπώνει η Eurobank.
Σε νέα της ανάλυση που έδωσε στη δημοσιότητα επισημαίνει πως η ελληνική οικονομία έχει το μικρότερο ποσοστό ακαθάριστης εγχώριας αποταμίευσης ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης των 12 (μέσος όρος 2000-2013 στο 10%, ευρωζώνης των 12 στο 22%).
«Σήμερα, ύστερα από 24 συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγής, η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης» αναφέρει η Eurobank.
Και προσθέτει πως το γεγονός αυτό εδράζεται στα εξής σημεία:
1ον η δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως υπό την μορφή της μείωσης των δημόσιων δαπανών και λιγότερο υπό την μορφή αύξησης των εσόδων, οδήγησε στην εξάλειψη του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, πέραν των υποχρεώσεών του ως χρεώστης (πληρωμή τόκων), μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί.
Συνεπώς, δεν ανταγωνίζεται με τον ιδιωτικό τομέα για την εξεύρεση κεφαλαίων. Το γεγονός αυτό με την σειρά του δημιουργεί ένα όφελος στην οικονομία καθώς διευκολύνεται η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα (που συνήθως είναι πιο παραγωγικός από τον δημόσιο).
2ον η μείωση του εμπορικού ελλείμματος συνεπάγεται και μείωση του εξωτερικού δανεισμού.
Ωστόσο, η εν λόγω μείωση προήλθε κυρίως μέσω μείωσης των εισαγωγών (λόγω συρρίκνωσης των εγχώριων εισοδημάτων) και όχι τόσο μέσω αύξησης των εξαγωγών.
3ον οι περισσότεροι δείκτες που ενσωματώνουν την γενική τάση των προσδοκιών τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων εμφανίζουν σημάδια διαρκούς βελτίωσης και για το γ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (σε ετήσια βάση) αναμένεται να έχει θετικό πρόσημο για πρώτη φορά μετά από το β’ τρίμηνο του 2008.
Οι πολιτικές αύξησης της αποτελεσματικότητας στην χρήση των πόρων του δημοσίου, δηλαδή το λεγόμενο «νοικοκύρεμα του κράτους», και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, θα πρέπει να συνεχιστούν απαρέγκλιτα έτσι ώστε να είναι εφικτό για την ελληνική οικονομία να ακολουθήσει ένα μονοπάτι ισορροπημένης και βιώσιμης μεγέθυνσης στο μέλλον, αναφέρουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας.

Ο ρόλος της αποταμίευσης
Σύμφωνα με τη Eurobank, η ελληνική οικονομία κατά μέσο όρο είχε πάντοτε το χαμηλότερο ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσης, ήτοι 10%, σε σχέση με τις άλλες υπό σύγκριση οικονομίες.
Με δεδομένο αυτό το νούμερο η χρηματοδότηση του υψηλού ρυθμού των επενδύσεων, που ήταν της τάξης του 21%, μπορούσε να χρηματοδοτηθεί μόνο με την δημιουργία εμπορικών ελλειμμάτων της τάξης του -11%.
Παρόμοια χαρακτηριστικά, ωστόσο με μικρότερα εμπορικά ελλείμματα, είχε και η οικονομία της Πορτογαλίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης ήταν της τάξης του 15%, ο ρυθμός επένδυσης ήταν της τάξης του 22% και ως συνέπεια το εμπορικό έλλειμμα ήταν της τάξης του -7%.
«Επιπρόσθετα, αναφορικά με την περίπτωση του μέσου όρου της ευρωζώνης των 12 και της Γερμανίας παρατηρούμε πως ο ρυθμός επένδυσης ήταν της τάξης του 22% και του 23% και το εμπορικό πλεόνασμα ήταν της τάξης του 2% και του 5% αντίστοιχα» τονίζει η Eurobank.
Η χρηματοδότηση προέρχονταν από έναν μέσο ρυθμό εγχώριας αποταμίευσης της τάξης του 22% και 23% αντίστοιχα. Τέλος, στην περίπτωση των οικονομιών της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι ακαθάριστοι ρυθμοί αποταμίευσης διαμορφώθηκαν στα επίπεδα του 23% και του 21%, οι ρυθμοί επένδυσης στα επίπεδα του 26% και του 20%, και η Ισπανία σημείωνε κατά μέσο όρο εμπορικά ελλείμματα της τάξης του -3% ενώ η Ιταλία κατά μέσο όρο εμφάνιζε ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο.
«Συνεπώς γίνεται αντιληπτό, ότι για να στηριχτεί το νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στις επενδύσεις (αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων) και στην εξωστρέφεια (αποφυγή μελλοντικών εμπορικών ελλειμμάτων, αύξηση της ανταγωνιστικότητας) θα πρέπει αναγκαστικά να αυξηθεί το εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους: Με την μεταφορά παραγωγικών πόρων από τις καταναλωτικές προς τις επενδυτικές χρήσεις και με την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων ή τουλάχιστον την αποφυγή δημοσιονομικών ελλειμμάτων» καταλήγει η Eurobank.