Έρευνα της Ernst & Young στην οποία συμμετείχαν πάνω από 2.700 στελέχη από 59 χώρες αναδεικνύει ότι περίπου το 40% των στελεχών θεωρούν ότι η δωροδοκία και η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη στη χώρα τους.

Στην Ελλάδα παρόλο που παραδοσιακά το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι όχι μόνο υπάρχει η δέσμευση των διοικήσεων για την πάταξη του φαινομένου αυτού αλλά και έμπρακτα έχουν επιβληθεί ποινές σε στελέχη που επέδειξαν παραβατική συμπεριφορά.

Παρόλο που σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες θεωρούν το ηλεκτρονικό έγκλημα ένα μικρό κίνδυνο, στην Ελλάδα φαίνεται να λαμβάνεται ιδιαίτερα σοβαρά υπόψη καθώς το 74%, περίπου, των στελεχών θεωρούν ότι είναι ιδιαιτέρα σημαντικός κίνδυνος.

Με τα διοικητικά στελέχη να προσπαθούν να ανταποκριθούν στους μακροχρόνιους και στους αναδυόμενους κινδύνους από την εκδήλωση απάτης, τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων βρίσκονται υπό ακόμα μεγαλύτερη πίεση.

Από την 13η έρευνα της ΕΥ κατά της απάτης (Overcoming compliance fatigue: reinforcing the commitment to ethical growth) προκύπτει ότι έχει επέλθει κόπωση από την προσπάθεια εφαρμογής κανονιστικής συμμόρφωσης μέσα στις επιχειρήσεις, σε μια εποχή που οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να αφιερώσουν πόρους προς την εφαρμογή της.

Σε ένα ρυθμιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η διεθνής συνεργασία γίνεται όλο και πιο συχνή, οι ερωτηθέντες περιέγραψαν, κατά κύριο λόγο, ένα στατικό εσωτερικό περιβάλλον κανονιστικής συμμόρφωσης:

– Μία στις πέντε επιχειρήσεις ακόμα δεν έχει πολιτική κατά της απάτης και της διαφθοράς.

– 45% των οργανισμών δεν έχουν ακόμα μια γραμμή καταγγελίας περιστατικών απάτης. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 56%.

– Λιγότερο από το 50% των ερωτηθέντων έχουν παρακολουθήσει εκπαίδευση κατά της απάτης και της διαφθοράς.

– Λιγότερο από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων διεξάγουν έλεγχο δέουσας επιμέλειας κατά της διαφθοράς ως μέρος των διαδικασιών συγχωνεύσεων και εξαγορών.