Έντονες διακυμάνσεις παρουσιάζει από έτος σε έτος η αγορά των αγροτικών εφοδίων (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόροι), γεγονός που οφείλεται στην άμεση εξάρτηση από την αγροτική παραγωγή και στις αντίστοιχες επικρατούσες συνθήκες, όπως οι τιμές, οι επιδοτήσεις, οι ασθένειες και οι κλιματολογικές συνθήκες.
Σύμφωνα με μελέτη της Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, η εγχώρια αγορά λιπασμάτων υπολογίζεται σε 753.000 τόνους, το 2012, με το Mέσο Eτήσιο Ρυθμό Μεταβολής (MEPM) να διαμορφώνεται αρνητικός (-5%) τη χρονική περίοδο 2008-2012. Η πορεία της εγχώριας αγοράς λιπασμάτων καθορίζεται από τα σύνθετα και τα αζωτούχα λιπάσματα, τα οποία κατέχουν διαχρονικά μερίδιο μεγαλύτερο του 90% της αγοράς.
Ακολούθως, η εγχώρια αγορά φυτοφαρμάκων σε όρους ποσότητας ανήλθε σε 6.900 τόνους δραστικής ουσίας το 2011, με το ΜΕΡΜ να διαμορφώνεται σε -14%, την περίοδο 2008-2011. Ωστόσο, ο ΜΕΡΜ σε όρους αξίας ήταν θετικός (1,5%), την αντίστοιχη περίοδο και ανήλθε σε 170 εκατ. ευρώ το 2011. Εκτιμάται ότι, το μέγεθος της εγχώριας αγοράς φυτοφαρμάκων διαμορφώθηκε σε 166 εκατ. ευρώ περίπου, το 2012. Σημειώνεται ότι, η εγχώρια αγορά φυτοφαρμάκων, σε όρους αξίας, είναι διαχρονικά ισοκατανεμημένη μεταξύ των τριών βασικών κατηγοριών (μυκητοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα).
Τέλος, η αγορά σπόρων παραμένει διαχρονικά σχετικά σταθερή, με την αξία να εκτιμάται σε 240 εκατ. ευρώ το 2011.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο ανταγωνισμός, κυρίως μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου, είναι έντονος και εστιάζεται κυρίως σε επίπεδο τιμών και χορηγούμενων πιστώσεων, με σκοπό την αύξηση του μεριδίου τους στην εγχώρια αγορά.
Οσον αφορά στη διεθνή αγορά, η παγκόσμια αγορά λιπασμάτων ανήλθε σε 172,2 εκατ. τόνους θρεπτικών στοιχείων την καλλιεργητική περίοδο 2011/10 και εκτιμάται ότι θα επεκταθεί σε 192,8 εκατ. τόνους έως το 2016/17. Πρώτη χώρα σε παραγωγή και κατανάλωση λιπασμάτων, με αντίστοιχο μερίδιο 30% περίπου, είναι η Κίνα.
Η κατανάλωση λιπασμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί, με συνολικό ρυθμό 6,4% την επόμενη δεκαετία. Τα αζωτούχα λιπάσματα διαχρονικά καλύπτουν τα 2/3 περίπου της ζήτησης.